Παπαβερίνη

Το συντακτικό του μορίου της παπαβερίνης
Η στερεοχημική δομή του μορίου της παπαβερίνης

Η παπαβερίνη (από τη λατινική λέξη papaver = παπαρούνα) είναι οργανική χημική ένωση, και συγκεκριμένα ένα από τα αλκαλοειδή του οπίου. Η παπαβερίνη είναι αντισπασμωδικό φάρμακο, που χρησιμοποιείται κυρίως στην αντιμετώπιση των σπασμών των εσωτερικών οργάνων, του αγγειοσπασμού (ιδίως των εντέρων, της καρδιάς ή του εγκεφάλου) και περιστασιακά της στυτικής δυσλειτουργίας, αλλά και της οξείας μεσεντερικής ισχαιμίας. Η παπαβερίνη διαφέρει τόσο στη δομή, όσο και στη φαρμακολογική της δράση από τα αναλγητικά αλκαλοειδή του οπίου (οπιούχα).

Κάψα του είδους παπαρούνας Papaver somniferum (μήκων η υπνοφόρος) με χάραγμα από το οποίο διαρρέι χυμός (όπιο). Η παπαβερίνη υπάρχει στο φυσικό όπιο.

Η παπαβερίνη ανακαλύφθηκε το 1848 από τον Γκέοργκ Μερκ (1825-1873).[1], ο οποίος ήταν φοιτητής των Γερμανών χημικών Γιούστους φον Λήμπιχ και Άουγκουστ Βίλχελμ φον Χόφμαν, και γιος του Εμάνουελ Μερκ (1794-1855), ιδρυτή της γνωστής ομώνυμης εταιρείας.[2]

Η παπαβερίνη έχει εγκριθεί για την αντιμετώπιση των σπασμών του γαστρεντερικού σωλήνα, των χοληφόρων αγγείων και του ουρητήρα, καθώς και ως αγγειοδιασταλτικό των εγκεφαλικών και των στεφανιαίων αγγείων στην υπαραχνοειδή αιμορραγία (σε συνδυασμό με αγγειοπλαστική με «μπαλονάκι»)[3] και σε εγχειρήσεις μπαϊπάς[4]. Επίσης, η παπαβερίνη μπορεί να χορηγηθεί ως μυοχαλαρωτικό των λείων μυών στη μικροχειρουργική, όπου εφαρμόζεται απευθείας στα αιμοφόρα αγγεία.

Η παπαβερίνη χρησιμοποιείται και για την καταπολέμηση της στυτικής δυσλειτουργίας, από μόνη της ή κάποτε σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα.[5][6] Με τοπική ένεση η παπαβερίνη προκαλεί απευθείας χαλάρωση των λείων μυών και κατά συνέπεια γέμισμα των σηραγγωδών σωματίων με αίμα, που προκαλεί τη στύση. Τοπικό τζελ είναι επίσης διαθέσιμο για τον ίδιο σκοπό.[7] Η παπαβερίνη είναι συνηθισμένη ουσία για την κρυοσυντήρηση των αιμοφόρων αγγείων μαζί με τις άλλες γλυκοσαμινογλυκάνες και εναιωρήματα πρωτεϊνών.[8][9] Σε αυτή την περίπτωση δρα ως αγγειοδιασταλτικό σε συνδυασμό με βεραπαμίλη, φεντολαμίνη, νιφεδιπίνη, τολαζολίνη ή νιτροπρουσίδη.[10][11]

Γίνονται έρευνες σχετικά με δράση της παπαβερίνης ως τοπικού αυξητικού παράγοντα για την ανάπτυξη ιστού με κάποια επιτυχία.[12]

Προληπτικά, η παπαβερίνη χρησιμοποιείται για την αποφυγή κρίσεων ημικρανίας.[13][14][15] Ως προς αυτό, δεν αποτελεί φάρμακο πρώτης γραμμής, όπως είναι μερικοί beta blockers, τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά και ορισμένα αντιεπιληπτικά, αλλά περισσότερο όταν αυτά και κάποια δεύτερης γραμμής φάρμακα (όπως SSRI, ανταγωνιστές υποδοχέων αγγειοτονίνης II, κ.ά.) αποτυγχάνουν να προφυλάξουν από ημικρανίες ή έχουν μη ανεκτές παρενέργειες ή αντενδείκνυνται.

Η παπαβερίνη περιέχεται σε μίγματα αλάτων των αλκαλοειδών του οπίου, όπως το papaveretum («Omnopon», «Pantopon») και άλλα, μαζί με μορφίνη, κωδεΐνη κ.ά., σε περιεκτικότητες παρόμοιες με αυτές στο φυσικό όπιο ή αλλαγμένες για μια δεδομένη εφαρμογή.

Μηχανισμός δράσεως

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο in vivo μηχανισμός με τον οποίο δρα η παπαβερίνη δεν είναι εντελώς γνωστός, αλλά μία αναστολή του ενζύμου φωσφοδιεστεράση που προκαλεί αύξηση των επιπέδων της κυκλικής AMP αποτελεί σημαντικό παράγοντα. Πιθανότατα επίσης μεταβάλλει τη μιτοχονδριακή αναπνοή.

Εξάλλου, έχει αποδειχθεί ότι η παπαβερίνη δρα ως επιλεκτικός αναστολέας της φωσφοδιεστεράσης για τον υπότυπο PDE10A , που βρίσκεται κυρίως στο striatum του εγκεφάλου. Χορηγούμενη μακροχρόνια σε ποντίκια, παρήγαγε κινητικές και νοητικές ανεπάρκειες, και αυξημένο άγχος, αλλά αντιστρόφως μπορεί να έχει αντιψυχωσιακή δράση[16][17], παρά το ότι αυτό δεν υποστηρίζεται από όλες τις μελέτες[18].

Συχνές παρενέργειες της θεραπείας με παπαβερίνη είναι η πολυμορφική κοιλιακή ταχυκαρδία, η δυσκοιλιότητα, αλληλεπίδραση με τη χρωστική σουλφοβρομοφθαλεΐνη[19] (χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της ηπατικής λειτουργίας), αυξημένα επίπεδα τρανσαμινάσης και αλκαλικής φωσφατάσης, υπνηλία και ίλιγγος.

Σπάνιες παρενέργειες είναι, μεταξύ άλλων, οι εξής: κοκκίνισμα του προσώπου, υπεριδρωσία, εκζέματα, αρτηριακή υπόταση, ανορεξία, ίκτερος, ηωσινοφιλία, θρομβοπενία, πονοκέφαλος, αλλεργικές αντιδράσεις, χρόνια ενεργός ηπατίτιδα, και παράδοξη επιδείνωση εγκεφαλικού αγγειοσπασμού.[20]

Μορφές και εμπορικές ονομασίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παπαβερίνη διατίθεται με τη μορφή συμπλόκων, όπως του υδροχλωριούχου της άλατος, του τεπροσυλικού και του αδενυλικού της άλατος. Παλαιότερα ήταν διαθέσιμη και ως το υδροβρομιούχο, το καμφορσουλφονικό, το νικοτινικό και το αμυγδαλικό της άλας. Το υδροχλωριούχο άλας της είναι διαθέσιμο για ενδομυϊκή, ενδοφλέβια και στοματική χορήγηση. Το τεπροσυλικό διατίθεται σε ενδοφλέβια, ενδομυϊκά και στοματικά χορηγούμενες μορφές, ενώ το αδενυλικό διατίθεται μόνο για χορήγηση από το στόμα.

Η αδενυλική παπαβερίνη πωλείται με την εμπορική ονομασία «Dicertan»[21], ενώ η υδροχλωριούχος με τις ονομασίες «Artegodan» (Γερμανία), «Cardioverina» (εκτός Ευρώπης και ΗΠΑ), «Dispamil» (εκτός Ευρώπης και ΗΠΑ), «Opdensit» (Γερμανία), «Paverina Houde» (Ιταλία, Βέλγιο), «Pavacap» και «Pavadyl» (ΗΠΑ), «Papaverine» (Ισραήλ), «Paveron» και «Spasmo-Nit» (Γερμανία), «Vasospan», «Cerebid», «Delapav», «Dilaves», «Optenyl», «Pameion», «Papacon», «Pavabid», «Pavacen», «Pavakey», «Pavased», «Pavnell», «Alapav», «Myobid», «Vasal», «Pamelon», «Pavadel», «Pavagen», «Ro-Papav», «Vaso-Pav», «Pap-Kaps-150» κ.ά.[22]. Στην Ουγγαρία η παπαβερίνη και η μεθυλοματροπίνη περιέχονται σε ήπια φάρμακα που υποβοηθούν τη ροή της χολής.[23]


  1. Merck Georg (1848). «Vorläufige Notiz über eine neue organische Base im Opium». Annalen der Chemie und Pharmacie 66: 125–128. doi:10.1002/jlac.18480660121. https://books.google.com/books?id=nDY9AAAAcAAJ&pg=PA125#v=onepage&q&f=false. 
  2. William H. Brock: Justus von Liebig: The Chemical Gatekeeper, Cambridge University Press, 1997. σελ. 120.
  3. «Intra-arterial papaverine infusions for the treatment of cerebral vasospasm induced by aneurysmal subarachnoid hemorrhage». Neurocrit Care 2 (2): 124–32. 2005. doi:10.1385/NCC:2:2:124. PMID 16159054. 
  4. «Reactivity of the human internal thoracic artery to vasodilators in coronary artery bypass grafting». Eur. J. Cardiothorac. Surg. 26 (5): 956–9. Νοέμβριος 2004. doi:10.1016/j.ejcts.2004.07.047. PMID 15519189. http://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S1010-7940(04)00621-9. 
  5. Desvaux, P (2005). «An overview of the management of erectile disorders». Presse medicale (Παρίσι 1983) 34 (13 Suppl): 5–7. PMID 16158020. 
  6. Bella, A.J.; Brock, G.B. (2004). «Intracavernous Pharmacotherapy for Erectile Dysfunction». Endocrine 23 (2–3): 149–155. doi:10.1385/ENDO:23:2-3:149. PMID 15146094. 
  7. Kim, E.; Elrashidy, R.; McVary, K. (1995). «Papaverine Topical Gel for Treatment of Erectile Dysfunction». The Journal of Urology 153 (2): 361–5. doi:10.1097/00005392-199502000-00019. PMID 7815584. 
  8. «Sucrose promotes the functional activity of blood vessels after cryopreservation in DMSO-containing fetal calf serum». Naunyn Schmiedebergs Arch. Pharmacol. 345 (5): 594–7. Μάιος 1992. doi:10.1007/bf00168954. PMID 1528275. https://archive.org/details/sim_naunyn-schmiedebergs-archives-of-pharmacology_1992-05_345_5/page/594. 
  9. «Cryopreservation of human bronchi». J Asthma 30 (6): 451–7. 1993. doi:10.3109/02770909309056754. PMID 8244915. 
  10. Brockbank K.G. (Φεβρουάριος 1994). «Effects of cryopreservation upon vein function in vivo». Cryobiology 31 (1): 71–81. doi:10.1006/cryo.1994.1009. PMID 8156802. http://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0011-2240(84)71009-1. 
  11. «Cryopreservation prevents arterial allograft dilation». Ann Vasc Surg 16 (6): 762–7. Νοέμβριος 2002. doi:10.1007/s10016-001-0072-1. PMID 12391500. https://archive.org/details/sim_annals-of-vascular-surgery_2002-11_16_6/page/762. 
  12. «Accelerating tissue expansion by application of topical papaverine cream». Plast. Reconstr. Surg. 114 (5): 1166–9. 2004. doi:10.1097/01.PRS.0000135854.48570.76. PMID 15457029. 
  13. Sillanpää, M.; Koponen, M. (1978). «Papaverine in the prophylaxis of migraine and other vascular headache in children». Acta paediatrica Scandinavica 67 (2): 209–12. doi:10.1111/j.1651-2227.1978.tb16304.x. PMID 343489. 
  14. Vijayan, N. (1977). «Brief therapeutic report: papaverine prophylaxis of complicated migraine». Headache 17 (4): 159–162. doi:10.1111/j.1526-4610.1977.hed1704159.x. PMID 893088. https://archive.org/details/sim_headache_1977-09_17_4/page/159. 
  15. Poser, C.M. (1974). «Letter: Papaverine in prophylactic treatment of migraine». Lancet 1 (7869): 1290–1222. doi:10.1016/S0140-6736(74)90045-2. PMID 4134173. 
  16. «Inhibition of the striatum-enriched phosphodiesterase PDE10A: a novel approach to the treatment of psychosis». Neuropharmacology 51 (2): 386–96. Αύγουστος 2006. doi:10.1016/j.neuropharm.2006.04.013. PMID 16780899. http://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0028-3908(06)00106-7. 
  17. «Phosphodiesterase 10A inhibition is associated with locomotor and cognitive deficits and increased anxiety in mice». Eur Neuropsychopharmacol 18 (5): 339–63. Μάιος 2008. doi:10.1016/j.euroneuro.2007.08.002. PMID 17913473. http://linkinghub.elsevier.com/retrieve/pii/S0924-977X(07)00172-1. 
  18. «Evaluating the antipsychotic profile of the preferential PDE10A inhibitor, papaverine». Psychopharmacology (Berl.) 203 (4): 723–35. Μάιος 2009. doi:10.1007/s00213-008-1419-x. PMID 19066855. 
  19. «SID 149219 — PubChem Substance Summary». 
  20. «Paradoxical aggravation of vasospasm with papaverine infusion following aneurysmal subarachnoid hemorrhage. Case report». J. Neurosurg. 84 (4): 690–5. April 1996. doi:10.3171/jns.1996.84.4.0690. PMID 8613866. http://thejns.org/doi/abs/10.3171/jns.1996.84.4.0690?url_ver=Z39.88-2003&rfr_id=ori:rid:crossref.org&rfr_dat=cr_pub%3dncbi.nlm.nih.gov. [νεκρός σύνδεσμος]
  21. «SID 660767 — PubChem Substance Summary». 
  22. «SID 660767 — PubChem Substance Summary — Depositor-Supplied Synonyms: All». 
  23. «Neo-Bilagit». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιανουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2016.