Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Τα παραισθησιογόνα (βλ. επίσης ενθεογόνο) είναι μια γενική κατηγορία φαρμακολογικών παραγόντων που μπορεί να διακριθεί σε τρεις μεγάλες κατηγορίες: ψυχοδηλωτικά, αποσυνδετικά και δηλητήρια. Κοινό γνώρισμα των τριών αυτών τάξεων ψυχοδραστικών ουσιών είναι ότι μπορούν να προκαλέσουν αντικειμενικές νοητικές, συναισθηματικές και συνειδησιακές αλλαγές.[1]
Σε αντίθεση με άλλες ψυχοδραστικές ουσίες όπως τα στεροειδή και τα οπιοειδή, αυτά δεν διευρύνουν απλά τις οικείες γνωστικές ικανότητες, αλλά μάλλον παράγουν εμπειρίες ποιοτικά διάφορες αυτών της κανονικής συνείδησης. Αυτές οι εμπειρίες συχνά παραλληλίζονται με ασυνήθεις μορφές συνειδητότητας, όπως η ύπνωση, ο διαλογισμός και το ονείρεμα.
Τα κριτήρια του Χόλιστερ, βάσει των οποίων μπορεί μια ουσία να θεωρηθεί παραισθησιογόνος είναι: -σε σύγκριση με την όποια άλλη επίδραση, κυριαρχούν οι αλλαγές στη σκέψη, την αντίληψη και τη διάθεση, μηδαμινή διανοητική και μνημονική εξασθένηση, αποχαύνωση, νάρκωση ή υπερδιέγερση, μόνο μερική, μηδαμινές παρενέργειες στο αυτόνομο νευρικό σύστημα, απουσία εθιστικής λαχτάρας.
Σημειωτέον ότι δεν προκαλούν όλα τα ναρκωτικά την ίδια επίδραση και ακόμη και το ίδιο ναρκωτικό μπορεί να επενεργήσει διαφορετικά στο ίδιο άτομο ανάλογα την περίσταση.
Ο όρος παραισθησιογόνα είναι εσφαλμένος επειδή οι ουσίες αυτές δεν προκαλούν παραισθήσεις κατά τη συνήθη δοσολογία. Με τον όρο παραισθήσεις στην κυριολεξία εννοούμε αντιλήψεις ανυπόστατες, που όμως εμφανίζονται ως απολύτως ρεαλιστικές. Οι τυπικές «παραισθήσεις» που προξενούνται από τις ψυχεδελικές ουσίες μπορούν με μεγαλύτερη ακρίβεια να περιγραφούν ως μεταλλαγές της κανονικής αντιλήψεως, καθώς το υποκείμενο έχει συνήθως επίγνωση της απατηλής και προσωπικής φύσης των αντιλήψεών του. Δηλητήρια όπως η διφενυδραμίνη και η ατροπίνη μπορεί να προκαλέσουν παραισθήσεις με την κυριολεκτική έννοια. Τα ψυχοδηλωτικά, αποσυνδετικά και δηλητήρια έχουν μακρά ιστορία χρήσης στο πλαίσιο των θεραπευτικών και θρησκευτικών παραδόσεων όλου του κόσμου. Χρησιμοποιούνται σε σαμανικές τελετουργικές μορφές ίασης και μαντικής, σε ιεροτελεστίες μυήσεως και σε θρησκευτικές τελετές συγκριτιστικών κινημάτων, όπως η União do Vegetal (Ενότητα των Φυτών), η Santo Daime και η Ιθαγενής Αμερικανική Εκκλησία (Πεγιοτισμός). Όταν οι ψυχεδελικές –ή και άλλες– ουσίες χρησιμοποιούνται για θρησκευτικούς σκοπούς αναφέρονται ως ενθεογόνες. Επίσης, σε κάποιες πολιτείες ή σε κάποιες ειδικές ζώνες κάποιες ουσίες όπως το πεγιότ, κρίνονται ως αναπόσπαστο μέρος της θρησκευτικής εθιμοτυπίας, και γι' αυτό θεωρούνται νόμιμες.
Οι παραισθησιογόνες ουσίες εξακολουθούν μέχρι και σήμερα -και παρά τις τόσες απαγορεύσεις- να εξετάζονται ως θεραπευτικοί παράγοντες για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης, της διαταραχής μετατραυματικού στρες, της ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής, του αλκοολισμού, της οπιομανίας, της αθροιστικής κεφαλαλγίας («αυτοκτονικοί πονοκέφαλοι») και άλλων ασθενειών.
Παλιότερες στρατιωτικές έρευνες εστίασαν στη χρησιμοποίηση αυτών των ουσιών ως παραγόντων ανικανότητας, χωρίς αποτέλεσμα, ενώ μυστικές υπηρεσίες δοκίμασαν τα παραισθησιογόνα με την ελπίδα ότι παρέχουν ένα αποτελεσματικό ανακριτικό μέσο, και πάλι όμως χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.
Όμως η πιο δημοφιλής και η πιο στιγματισμένη χρήση των ψυχεδελικών στον Δυτικό Κόσμο συνδέθηκε με την αναζήτηση άμεσων θρησκευτικών εμπειριών, αυξημένης δημιουργικότητας, προσωπικής ανάπτυξης και «διεύρυνσης του πνεύματος».
Η χρήση ψυχεδελικών ναρκωτικών ήταν από τα βασικά εργαλεία της αντικουλτούρας της δεκαετίας του 1960, καθώς συνδέθηκε με διάφορα κοινωνικά κινήματα και με τη γενικευμένη ατμόσφαιρα εξέγερσης και του χάσματος των γενεών.
Παρά την απαγόρευση, η αναζωογονητική, πνευματική και θεραπευτική χρήση των ψυχεδελικών συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Οργανώσεις όπως η Διεπιστημονική Ένωση Ψυχεδελικών Ερευνών (MAPS) και το Ίδρυμα Ερευνών του Χέφτερ (Heffter Research Institute), προσανατολίζονται στο να ενθαρρύνουν την έρευνα παρέχοντας προστασία και αποδοτικότητα, ενώ ομάδες νομικής βοήθειας, όπως το Κέντρο Γνωστικής Ελευθερίας και Δεοντολογίας (Center for Cognitive Liberty and Ethics) πιέζουν για τη νομιμοποίησή τους.
Πέρα όμως από τη δράση των υπέρμαχων, οι παραισθησιογόνες ουσίες χρησιμοποιούνται ευρύτατα στη βασική επιστημονική έρευνα για την κατανόηση της νοητικής και εγκεφαλικής λειτουργίας. Παρ' όλα αυτά, από τη διακοπή κάθε πειράματος που αφορούσε τις παραισθησιογόνες ουσίες προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η έρευνα πάνω στις θεραπευτικές εφαρμογές τους ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, μέχρι και τις αρχές τις τελευταίας δεκαετίας οπότε αφέθηκε να συνεχιστεί. Σε μερικές περιπτώσεις, περιλαμβάνει έρευνα που αφορά ανθρώπινα υποκείμενα, όπως αυτή που διεξήγαγε ο Ρόλαντ Γκρίφιθς κι οι συνεργάτες του.