Ο Παρουίρ Σεβάκ (αρμενικά: Պարույր Սևակ, φιλολογικό ψευδώνυμο του Παρουίρ Γκαζαριάν, 1924–1971) ήταν σημαντικός[3] Αρμένιος ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας που έζησε κατά τη περίοδο της Σ.Σ.Δ. της Αρμενίας.
Γεννήθηκε στις 24[4] ή 26 Ιανουαρίου[5] του 1924 στο Τσανακτσί (νυν Ζανγκακατούν) της Αρμενίας, η οποία εκείνη την περίοδο αποτελούσε κομμάτι της ΕΣΣΔ και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Γκαζαριάν[5]. Πραγματοποίησε φιλολογικές σπουδές στο Γερεβάν και τη Μόσχα και εμφανίστηκε στη λογοτεχνία το 1948. Μετά την αποφοίτησή του από το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας εργάστηκε ως καθηγητής. Το 1960 επέστρεψε στην Αρμενία και εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Γερεβάν[6]. Από το 1966 μέχρι και τον θάνατό του κατείχε τη θέση του γραμματέα της Ένωσης Συγγραφέων Αρμενίας[4].
Σκοτώθηκε στις 17 Ιουνίου του 1971 σε τροχαίο δυστύχημα, όταν το αυτοκίνητο που οδηγούσε και στο οποίο επέβαινε η οικογένειά του συγκρούστηκε με φορτηγό. Στο ίδιο συμβάν έχασε τη ζωή της και η σύζυγός του, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά[6]. Το περιστατικό και οι συνθήκες[7] υπό τις οποίες προήλθε έχουν οδηγήσει σε διάφορες θεωρίες περί κρατικής δολοφονίας, κυρίως λόγω των επικρίσεων του Σεβάκ προς τις σοβιετικές αρχές πάνω σε διάφορα ζητήματα[3][6][8].
Ο Σεβάκ εμφανίστηκε στα γράμματα το 1948, μέσω της πρώτης του ποιητικής συλλογής[4]. Το ψευδώνυμό του ήταν φόρος τιμής στον Ρουμπέν Σεβάκ, λογοτέχνη των αρχών του 20ού αιώνα και θύμα της της γενοκτονίας των Αρμενίων. Εμβληματικό έργο του Παρουίρ Σεβάκ θεωρείται το «Ασίγαστο καμπαναριό», το οποίο είναι εμπνευσμένο από τη ζωή του Κομιτάς: αποτελείται από 7000 στίχους, κυκλοφόρησε στα τέλη του 1959 χάρη στη συμβολή του Χαμό Σαχιάν και επανεκδόθηκε επαυξημένο το 1966[5][9]. Άλλα έργα του είναι τα «Άνθρωπος στην παλάμη»[4] (1963), «Γενηθήτω φως» (1969) κλπ[6].
Ως κριτικός λογοτεχνίας, ο Σεβάκ πραγματοποίησε τη διδακτορική του διατριβή πάνω στον ποιητή Σαγιάτ-Νοβά, την οποία αργότερα εξέδωσε. Ακόμη συμμετείχε στην επιμέλεια, τον σχολιασμό και την έκδοση των απάντων του Μπεντρός Ντουριάν. Ακόμη, μετέφρασε στην αρμενική γλώσσα έργα Ρώσων λογοτεχνών όπως οι Πούσκιν, Λερμόντοφ και Μαγιακόφσκι[6].
Τη δεκαετία του 1990, μετά την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αρμενίας, ήρθαν στην επιφάνεια ορισμένα αδημοσίευτα ποιήματα του Σεβάκ, όπως και άλλων λογοτεχνών της σοβιετικής περιόδου.