Η πασσακάλια ή πασακάλια είναι μουσική φόρμα της εποχής του μπαρόκ, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι το επαναλαμβανόμενο βάσιμο σε τρίσημο ρυθμό. Έλκει την καταγωγή της από την Ισπανία του 17ου αιώνα, όπου πρωτο-εμφανίστηκε ως μουσική χορού, ενώ αργότερα έλαβε τη θέση της στη σουίτα, αλλά και ως αυτόνομο οργανικό κομμάτι. Δείγματα πασσακάλιας έχουμε από τον Φρανσουά Κουπρέν, τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, τον Ντήτριχ Μπουξτεχούντε, αλλά και από σύγχρονους συνθέτες, όπως τον Γκιέργκι Λίγκετι, τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς και τον Βίτολντ Λουτοσλάφσκι.
Ο όρος πασσακάλια (ισπ. pasacalle; γαλλ. passacaille; ιτ. passacaglia, passacaglio, passagallo, passacagli, passacaglie) είναι κατά βάση σύνθετη λέξη και προέρχεται από το ρήμα της ισπανικής pasar (περπατώ) και τη λέξη calle (δρόμος). Αρχικά, αποτελούσε οργανικό ιντερλούδιο ανάμεσα σε χορούς και τραγούδια και παιζόταν συνήθως από μια κιθάρα σε τρόπο rasgueado (ρυθμική κρούση των χορδών). Αν και ισπανικής καταγωγής, οι πρώτες πασσακάλιες γράφτηκαν στην Ιταλία το 1606 [1] και αποτελούν σύντομες και απλές αρμονικές αλυσίδες σε συγχορδιακή μορφή.[2]
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1620, ο Τζιρόλαμο Φρεσκομπάλντι την αναπροσαρμόζει γράφοντας παραλλαγές πάνω σ' ένα βάσιμο, το οποίο με τη σειρά του μπορεί επίσης να παραλλάσσεται.[2] Το πρότυπο αυτό διατηρείται στους μετέπειτα συνθέτες και ορίζεται πλέον ως μια σειρά παραλλαγών πάνω σ' ένα επαναλαμβανόμενο βάσιμο, σοβαρού και δωρικού χαρακτήρα.[2] Μια παρόμοια φόρμα, η σακόν (chaconne) επίσης μορφοποιείται στα χέρια του Φρεσκομπάλντι· οι δύο φόρμες είναι συγγενείς και συχνά οι συνθέτες "χρησιμοποιούν τους δύο όρους αδιακρίτως, κάτι που καθιστά την ακριβή τους διάκριση ιστορικά αυθαίρετη και αβάσιμη".[3]
Ένα από τα γνωστότερα παραδείγματα πασσακάλιας αποτελεί το ομώνυμο έργο του Μπαχ, "Πασσακάλια και Φούγκα σε Ντο ελάσσονα, BWV 582" για εκκλησιαστικό όργανο. Εξίσου υποδειγματική είναι η χρήση της σε έργα για τσέμπαλο του Γάλλου συνθέτη Λουί Κουπρέν και του ανηψιού του Φρανσουά Κουπρέν. Άλλα παραδείγματα βρίσκουμε σε έργα για όργανο του Μπουξτεχούντε, του Γιόχαν Παχέλμπελ, του Γκέοργκ Μούφατ, του Γιόχαν Κούναου, αλλά και μετά την εποχή του Μπαρόκ στον Φέλιξ Μέντελσον-Μπαρτόλντυ, τον Μαξ Ρέγκερ, τον Ραλφ Βων Ουίλιαμς κ.ά.
Αν και οι περισσότερες είναι γραμμένες για πολυφωνικά (και δη πληκτροφόρα) όργανα, ένα εξαίρετο παράδειγμα βρίσκουμε στις "Μυστηριακές Σονάτες" του Χάινριχ Ίγκνατς Μπίμπερ, για σόλο βιολί, ενώ στο μαδριγάλι του Κλάουντιο Μοντεβέρντι "Lamento della Ninfa", το κεντρικό επεισόδιο είναι κατ' ουσίαν μια πασσακάλια.
Άλλα γνωστά παραδείγματα περιλαμβάνουν το "Λαμέντο της Διδώς" από την όπερα του Χένρι Πέρσελ "Διδώ και Αινείας", απόσπασμα από τη Σουίτα σε Σολ ελάσσονα HWV 432 για τσέμπαλο του Χαίντελ, καθώς και την τελευταία κίνηση της 4ης Συμφωνίας του Γιοχάνες Μπραμς.
|
|