Πατριάρχης Αντώνιος Β΄ ο Καυλέας | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 829 Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 12 Φεβρουαρίου 901 Κωνσταντινούπολη |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Eορτασμός αγίου | 12 Φεβρουαρίου |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιερέας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως |
Ο Αντώνιος Β΄ ο Καυλέας (829 - 12 Φεβρουαρίου 901) ήταν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 893 έως το 901.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη[1] το 829 και ανήκε σε επιφανή οικογένεια[2] με φρυγική καταγωγή[3]. Ο πατέρας του, μετά τον γάμο του, χειροτονήθηκε ιερέας[4]. Ο Αντώνιος έλαβε την βασική εκπαίδευση στην Κωνσταντινούπολη και, μετά τον θάνατο της μητέρας του[5], σε ηλικία 12 ετών, εκάρη μοναχός και μπήκε σε μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης[6]. Εκεί ακολούθησε θεολογικές σπουδές και, αφού χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Μεθόδιο ή τον Ιγνάτιο[7], έφτασε να γίνει ηγούμενος[3].
Ήταν άνθρωπος πράος και ευσεβής και διακρίθηκε για την οσιότητα της ζωής του[1]. Υπέπεσε στην προσοχή του Στυλιανού Ζαούτζης, του πανίσχυρου υπουργού του Αυτοκράτορα Λέοντα του Σοφού. Υποστήριξε τον Αυτοκράτορα Λέοντα έναντι του Πατριάρχη Φωτίου, αλλά συνέβαλε και στην ειρήνευση της Εκκλησίας, εργαζόμενος για τη συμφιλίωση των οπαδών των Πατριαρχών Φωτίου και Ιγνατίου. Για τους λόγους αυτούς, μόλις πέθανε ο Πατριάρχης Στέφανος Α΄[8], αδελφός του Λέοντα του Σοφού, ο τελευταίος τον προώθησε στον Οικουμενικό Θρόνο. Εξελέγη στις 3 Αυγούστου του 893[9].
Ως Πατριάρχης, συνεκάλεσε Σύνοδο, την οποία παρακολούθησαν και απεσταλμένοι της Ρώμης, η οποία θεώρησε ότι το σχίσμα που προκλήθηκε από τον Φώτιο και τον Ιγνάτιο είχε λήξει, χωρίς όμως να καταδικαστεί κανείς εκ των πρωταγωνιστών του[10]. Όταν ο Αυτοκράτορας Λέων ο Σοφός αποφάσισε να παντρευτεί την Ζωή Ζαούτζαινα, ο Πατριάρχης Αντώνιος αρνήθηκε να ευλογήσει τον νέο γάμο και μάλιστα καθαίρεσε τον ιερέα που τέλεσε το μυστήριο[11]. Το έτος 900 όμως τέλεσε ο ίδιος τον τρίτο γάμο του Αυτοκράτορα[12]. Υποστήριξε τον μοναχισμό και θεμελίωσε (ή ανακαίνισε) τη Μονή Καυλέα ή Καλλέως ή Καλλίου[13].
Πέθανε στις 12 Φεβρουαρίου 901 και ετάφη στη Μονή αυτή. Θεωρείται ότι είχε το χάρισμα της προφητείας[14] και ότι ήταν θαυματουργός μετά θάνατον[15]. Ανακηρύχθηκε άγιος και η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου και από την Καθολική και από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Βιογραφία του συνέγραψε ο Νικηφόρος Γρηγοράς[16] το 1347[6].