Πατριάρχης Αντώνιος Δ΄ | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 14ος αιώνας |
Θάνατος | Μαΐου 1397 Κωνσταντινούπολη |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | μεσαιωνική ελληνική γλώσσα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | ιερέας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως |
Ο Αντώνιος Δ΄ διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης κατά τα έτη 1389-1390 και 1391-1397.
Δεν είναι γνωστά πολλά για τη ζωή του πριν γίνει Πατριάρχης. Φαίνεται πως ήταν ιερομόναχος, πιθανώς στη Μονή Διονυσίου στο Άγιο Όρος.
Λίγο αφότου ανέβηκε στον Πατριαρχικό Θρόνο στις 12 Ιανουαρίου 1389[1], συνεκλήθη τον Φεβρουάριο Σύνοδος, η οποία έδωσε λύση στη σύγκρουση για το αξίωμα του Μητροπολίτη Μόσχας, παύοντας τον Ποιμένα και ορίζοντας στη θέση τον Κυπριανό. Όταν ο Ιωάννης Ζ´ ανέτρεψε τον προηγούμενο αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ το 1390, ο Αντώνιος παρέμεινε πιστός σε αυτόν και αντιπολιτευόταν τον νέο αυτοκράτορα[2]. Έτσι, καθαιρέθηκε τον Ιούλιο[3] και ο Μακάριος έγινε ξανά Πατριάρχης στις 30 Ιουλίου. Ο σφετεριστής εκθρονίστηκε μετά από έξι μόλις μήνες και ο Ιωάννης Ζ΄ πέθανε επίσης λίγο αργότερα. Το 1391 ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο γιος του, Μανουήλ Β΄, ο οποίος επανέφερε (πριν τον Αύγουστο του 1391[4])στον πατριαρχικό θώκο τον Αντώνιο Δ΄[5] και στέφθηκε από αυτόν στις 11 Φεβρουαρίου 1392. Ο Αντώνιος προχώρησε σε διωγμούς των υποστηρικτών του εκθρονισθέντα αυτοκράτορα[6].
Τα έγγραφα της Πατριαρχίας του που σώθηκαν αφήνουν να διαφανεί η πλούσια δραστηριότητά του, η διορατικότητα και η μόρφωσή του. Τον Σεπτέμβριο ή τον Οκτώβριο του 1393 έγραψε επιστολή στον Μεγάλο Δούκα της Μοσχοβίας Βασίλειο Α΄, ο οποίος θεωρούσε μεν την Αυτοκρατορία του μέρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά ζητούσε να παραλειφθεί το όνομα του Βυζαντινού Αυτοκράτορα από τη Θεία Λειτουργία. Ο Αντώνιος, από την άλλη πλευρά, εκπροσωπούσε το δόγμα που έβλεπε τον Αυτοκράτορα ως επικεφαλής της Εκκλησίας. Αυτό αιτιολόγησε στην επιστολή του, επικαλούμενος αφενός την παλαιοχριστιανική προτροπή για υποταγή στον Αυτοκράτορα[α][8], αφετέρου το γεγονός ότι στον Αυτοκράτορα είχε δοθεί εξέχουσα θέση στην Εκκλησία από την Πρώτη Σύνοδο της Νίκαιας και ήταν έκτοτε άρρηκτα συνδεδεμένος με τον Χριστιανισμό. Δεν είναι δυνατόν να είσαι Χριστιανός χωρίς να αναγνωρίζεις τον Βυζαντινό κυβερνήτη ως αρχή[9], «αγιασμένη κεφαλή της Οικουμένης». Ο ίδιος περιέγραφε τον εαυτό του ως «ορισμένο από τον Θεό Πατέρα και τους δεσπότες όλων των χριστιανών της Οικουμένης[10]». Συνολικά, προσπάθησε να τονίσει την καθολικότητα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και την ηγεμονία του Αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από τον πραγματικό στρατιωτικό και πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων[11]. Αυτή η συχνά αναφερόμενη επιστολή του είναι ένα πρωταρχικό δείγμα αυτής της θρησκευτικής και πολιτικής αξίωσης (τον 14ου αιώνα πια μόνο θεωρητικής, καθώς η πάλαι ποτέ Αυτοκρατορία είχε συρρικνωθεί στα όρια της πρωτεύουσάς της[12]), καθώς και της σύνδεσης μεταξύ πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας στο Βυζάντιο.
Ασχολήθηκε με την ανύψωση του μοναστικού βίου, ιδίως στο Άγιο Όρος, το οποίο ανεξαρτητοποίησε από την Επισκοπή Ιερισσού και εισήγαγε νέο Τυπικόν. Κατόπιν επιθυμίας του Αυτοκράτορα, αντιμετωπισε σκληρά τους αντιπάλους του ησυχασμού. Μεταξύ άλλων, αυτό οδήγησε τον Δημήτριο Κυδώνη και τον Μανουήλ Καλέκα να εγκαταλείψουν την Αυτοκρατορία. Ταυτόχρονα, ο Αντώνιος αντιμετώπισε την τάση περιορισμού των εξουσιών του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως.
Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα προβλήματα του Πατριαρχείου και ιδιαίτερα των χριστιανών της Βλαχίας και προσπάθησε να κινητοποιήσει Ευρωπαίους ηγεμόνες κατά των Τούρκων. Με επιστολή του τον Ιανουάριο του 1397, ζήτησε από τον Μητροπολίτη Μόσχας Κυπριανό να πείσει τον Μέγα Δούκα της Λιθουανίας Βλαδίσλαο Β΄ να συμμετάσχει στη Σταυροφορία της Νικόπολης. Κατά την επιχειρηματολογία του, οι Οθωμανοί απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη[13][14], πράγμα που, σύμφωνα με τον Αντώνιο, εμποδίζει την εκκλησιαστική ενότητα που επιδίωκε και ο Βλαδίσλαος, καθώς αυτή μπορούσε να αποκατασταθεί μόνο με κέντρο την Ορθόδοξη Εκκλησία. Μια άλλη επιστολή του στάλθηκε στον ίδιο τον Βλαδίσλαο. Έστειλε επίσης απεσταλμένους σε άλλες χώρες για να ζητήσουν υποστήριξη για τη σταυροφορία: Ο επίσκοπος Βηθλεέμ Μιχαήλ ταξίδεψε στη Γαλικία και τη Μολδαβία, ο Νικόλαος Νοταράς στον Κάρολο ΣΤ΄ της Γαλλίας και άλλοι στον Πάπα Βονιφάτιο Θ΄[15].
Ο Αντώνιος Δ΄ πέθανε τον Μάιο του 1397[16]. Τον διαδέχθηκε ο Κάλλιστος Β΄ Ξανθόπουλος.