Παύλος Μελάς | |
---|---|
Ο Μελάς με στολή ανθυπολοχαγού, Πολεμικό Μουσείο (Αθήνα).[1] | |
Ψευδώνυμο | Καπετάν Μίκης Ζέζας |
Γέννηση | 29 Μαρτίου 1870 Μασσαλία |
Θάνατος | 13 Οκτωβρίου 1904 Στάτιτσα (σημ. Μελάς) |
Χώρα | Βασίλειο της Ελλάδας |
Κλάδος | Ελληνικός Στρατός/Πυροβολικό |
Εν ενεργεία | 1891–1904 |
Βαθμός | Ανθυπολοχαγός |
Μάχες/πόλεμοι | Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 Μακεδονικός Αγώνας |
Σύζυγος | Ναταλία Δραγούμη |
Τέκνα | Μιχαήλ Π. Μελάς Ζωή Μελά |
Συγγενείς | Μιχαήλ Μελάς (πατέρας) Βασίλειος Μελάς (αδελφός) Άννα Μελά-Παπαδοπούλου (αδελφή) Ναταλία Μελά (εγγονή) Ίων Δραγούμης (κουνιάδος) |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Παύλος Μελάς (Μασσαλία, 29 Μαρτίου 1870 – Στάτιτσα (σημ. Μελάς), 13 Οκτωβρίου 1904) ήταν Έλληνας στρατιωτικός, αξιωματικός πυροβολικού του Ελληνικού Στρατού και μακεδονομάχος.
Γεννήθηκε στη Μασσαλία το 1870, αλλά η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τέσσερα χρόνια αργότερα. Ήταν γιος του μεγαλέμπορου Μιχαήλ Μελά, που του εμφύσησε το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Φοίτησε στη Σχολή Ευελπίδων και παντρεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη, κόρη του πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ήταν ένας από τους αξιωματικούς που το 1894, λίγο καιρό αφότου επέδραμαν στα γραφεία της εφημερίδας Ακρόπολις, συνέστησαν την Εθνική Εταιρεία, μια αλυτρωτική οργάνωση, της οποίας ήταν δραστήριο μέλος. Ως μέλος της Εθνικής Εταιρείας συμμετείχε στη διοργάνωση της εισβολής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Ελλήνων ατάκτων που προκάλεσε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο οποίος έληξε με συντριπτική ήττα της Ελλάδας και βύθισε τον Μιχαήλ Μελά σε θανάσιμη θλίψη.
Μετά την αυτοδιάλυση της Εθνικής Εταιρείας το 1900 αναμίχθηκε στις μακεδονικές υποθέσεις, πεδίο ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού, που απασχολούσαν όλα τα μέλη της οικογένειας Δραγούμη. Σε συνεργασία με τον γυναικάδελφό του Ίωνα Δραγούμη στάθηκε από τους πρωτεργάτες του Μακεδονικού Αγώνα, ενισχύοντας τις ελληνικές διεκδικήσεις με όπλα και άνδρες. Τον Μάρτιο του 1904, εν μέσω όξυνσης της εθνοθρησκευτικής διαμάχης στον απόηχο της εξέγερσης του Ίλιντεν, ήταν ένας από τέσσερεις Έλληνες αξιωματικούς που στάλθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στη δυτική Μακεδονία για να πραγματοποιήσουν μια αναγνωριστική περιοδεία, η οποία κατέληξε σε αντικρουόμενα αποτελέσματα αναφορικά με τη σκοπιμότητα αποστολής ένοπλων σωμάτων από την Ελλάδα. Τον Ιούλιο επισκέφθηκε ιδιωτικά την Κοζάνη και τη Σιάτιστα και αποφάσισε να αναλάβει αντάρτικη δράση στην περιοχή. Τον Αύγουστο ορίστηκε από το νεοϊδρυθέν Μακεδονικό Κομιτάτο αρχηγός των ελληνικών ομάδων στην περιοχή Καστοριάς και Μοναστηρίου και εισήλθε για τρίτη φορά στην οθωμανοκρατούμενη τότε περιοχή της Μακεδονίας, αυτή τη φορά επικεφαλής ένοπλου σώματος με το επιχειρησιακό ψευδώνυμο «Μίκης Ζέζας». Με τους άνδρες του περιόδευσε σε ετερόγλωσσα χωριά της περιοχής καταδιώκοντας κομιτατζήδες της βουλγαρομακεδονικής ΕΜΕΟ, πειθαναγκάζοντας εξαρχικούς σλαβόφωνους να επιστρέψουν στο Πατριαρχείο και οργανώνοντας με πόρους του Κομιτάτου ένα δίκτυο υποστηρικτικό της δράσης των ελληνικών σωμάτων. Ενώ βρισκόταν στο σλαβόφωνο χωριό Στάτιτσα ή Στάτιστα της Καστοριάς, επιδιώκοντας να συναντηθεί με την ανταρτοομάδα των Καούδη και Κύρου, το σώμα του δέχτηκε επίθεση από ένα απόσπασμα του οθωμανικού στρατού, που παραπλανημένο από τον κομιτατζή Μήτρο Βλάχο νόμιζε ότι επιτίθεται σε ομάδα της ΕΜΕΟ· ο Μελάς τραυματίστηκε από έναν πυροβολισμό και πέθανε υπό ομιχλώδεις συνθήκες. Μετά από περιπετειώδη πορεία η αποτμηθείσα κεφαλή του ενταφιάστηκε τελικά μαζί με το σώμα του στην Καστοριά, ενώ οι ακριβείς περιστάσεις του θανάτου του συσκοτίστηκαν.
Αν και η αντάρτικη δράση του Μελά στη Μακεδονία δεν είχε σημαντικά άμεσα αποτελέσματα, ο θάνατός του γνωστού μεγαλοαστού αξιωματικού ως άτακτου «κλέφτη»-ελευθερωτή συγκλόνισε την ελληνική κοινή γνώμη και έστρεψε την προσοχή της στον Μακεδονικό Αγώνα, ως το θρυλικό σύμβολο του οποίου και καθιερώθηκε. Η μορφή του συνδέθηκε με την εθνικοφροσύνη των μέσων του 20ού αιώνα και αναπλάστηκε σε πεζογραφήματα κυρίως των οικείων του και στον κινηματογράφο. Στην Ελλάδα τιμάται ως ήρωας, συνδεδεμένος με την ελληνικότητα της Μακεδονίας, και το όνομά του έχει δοθεί στο χωριό της Καστοριάς όπου σκοτώθηκε και σε ένα δήμο στη Θεσσαλονίκη.
Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στη Μασσαλία, πόλη της νότιας Γαλλίας, στις 29 Μαρτίου του 1870. Ήταν ένα από τα επτά παιδιά της Ελένης Βουτσινά, κόρης εύπορου Κεφαλλονίτη εμπόρου από την Οδησσό, και του Ηπειρώτη έμπορου Μιχαήλ Μελά,[2] γόνου σημαντικής εμπορικής οικογένειας η προέλευση της οποίας στις αρχές του 18ου αιώνα εντοπίζεται στην παλιά Πογδοριανή (σημ. Παρακάλαμος), όπου διασώζονται ερείπια πύργου των Μελάδων.[3] Η οικογένεια του Μελά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1874 και κατοίκησε σε ένα κτήριο της οδού Πανεπιστημίου, που σήμερα αποτελεί το μέγαρο της Αθηναϊκής Λέσχης.[4] Ο πατέρας του Μελά, που, όπως και άλλοι Έλληνες επιχειρηματίες της διασποράς, μετέφερε τις επιχειρήσεις του και εγκαταστάθηκε επίσης στην Αθήνα το 1876,[5] είχε ενστερνιστεί το όραμα της Μεγάλης Ιδέας,[6] της διεύρυνσης των συνόρων του ελληνικού κράτους ώστε να συμπεριλάβουν όλες τις περιοχές όπου κατοικούσαν Έλληνες.[7] Στη Μασσαλία είχε δώσει στον Παύλο το όνομα ενός προγόνου του που είχε σκοτωθεί στην έξοδο του Μεσολογγίου,[8] ενώ στην Αθήνα ανέπτυξε φιλανθρωπική και εθνική δράση[5] και το 1878 έγινε ταμίας της Εθνικής Άμυνας, μιας οργάνωσης που υποστήριζε αλυτρωτικές κινήσεις στην Ηπειροθεσσαλία και την Κρήτη. Ασχολήθηκε με την πολιτική,[6] το 1890 εκλέχτηκε βουλευτής Αττικής και τον επόμενο χρόνο δήμαρχος Αθηνών.[9] Ο Μελάς μεγάλωσε σε αυτή την ατμόσφαιρα (κάποια στιγμή μάλιστα έτυχε να ανακάλυψει στο σπίτι τους όπλα που προορίζονταν για την Κρήτη) και συχνά φανταζόταν τον εαυτό του ως αντάρτη.[6] Μεταξύ των δύο συνήθων επιλογών για τους γόνους αστικών οικογενειών, συμπεριλαμβανομένων των αδελφών του, δηλαδή της νομικής και των στρατιωτικών σπουδών, ο Μελάς, υπό την επήρεια του οικογενειακού κλίματος και του αντίκτυπου εθνικών κρίσεων επέλεξε τη στρατιωτική σταδιοδρομία.[8]
Τον Σεπτέμβριο του 1886 ξεκίνησε την πενταετή του εκπαίδευση στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων στον Πειραιά, απ' όπου αποφοίτησε ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού τον Αύγουστο του 1891.[6] Το ίδιο καλοκαίρι γνώρισε τη Ναταλία Δραγούμη,[10] κόρη του καταγόμενου από το Βογατσικό της Μακεδονίας πολιτικού και πρώην υπουργού Εξωτερικών στις κυβερνήσεις του Χαρίλαου Τρικούπη, Στέφανου Δραγούμη.[11] Ο Μελάς και η Δραγούμη παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 1892[10] και απέκτησαν δύο παιδιά, τον Μιχαήλ (χαϊδευτικά Μίκης) το 1894 και τη Ζωή[12] το 1898.[13] Απέναντι στα παιδιά του, που αποτελούσαν πηγή ικανοποίησης, ο Μελάς δε δίσταζε να συμπεριφερθεί με αγάπη και με απροσχημάτιστη παιδικότητα ακόμη και ενώπιον άλλων. Αλληλοσυμπληρούμενοι, η Ναταλία εκτιμούσε την παιδικότητα που χαρακτήριζε τον Μελά και τον στήριζε στις αποφάσεις του, ενώ ο Μελάς τις λογικές συμβουλές της και λυπόταν που δεν αισθανόταν άξιος να διαδραματίσει τον ρόλο του προστάτη της.[14] Από τις αρχές της δεκαετίας του 1890 ο Μελάς υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες ερασιτέχνες φωτογράφους, απαθανατίζοντας μεταξύ άλλων στιγμιότυπα οικογενειακού και αστικού βίου καθώς και τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896.[15] Το 1894 ο Μελάς έκτισε μία θερινή οικογενειακή κατοικία στο Στροφύλι της Κηφισιάς, στην οποία αποφάσισε το 1903 να εγκατασταθεί μόνιμα, εγκαταλείποντας την Αθήνα, απόφαση που, ωστόσο, δεν πρόλαβε να φέρει εις πέρας.[16]
Τον Αύγουστο του 1894 ο Μελάς συμμετείχε μαζί με άλλους 85 αξιωματικούς στην καταστροφή των γραφείων της εφημερίδας Ακρόπολις, που μετά τον αναίτιο ξυλοδαρμό ενός πολίτη από τρεις αξιωματικούς είχε δημοσιεύσει ένα πρωτοσέλιδο άρθρο που κατήγγειλε τον αυταρχισμό τους και αμφισβητούσε τη χρησιμότητα του σώματος των αξιωματικών. Οι στρατιωτικοί παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο, αλλά τα εντάλματα της προφυλάκισής τους έμειναν ανεκτέλεστα και στο στρατοδικείο αθωώθηκαν.[17] Τον Νοέμβριο δεκατέσσερεις από αυτούς, υλοποιώντας μια ιδέα του ανθυπολοχαγού Νικόστρατου Καλομενόπουλου, ίδρυσαν την Εθνική Εταιρεία,[18][19] μια συνωμοτική οργάνωση νεαρών -αρχικά- αξιωματικών, που φιλοδοξούσαν να απαντήσουν τόσο στην πρόκληση που είχε εμφανιστεί για τον πολιτικό ρόλο του σώματος των αξιωματικών όσο και στο πολλαπλό αδιέξοδο της ελληνικής κοινωνίας λίγο μετά την πτώχευση του 1893 βρίσκοντας διέξοδο στον αλυτρωτισμό.[20] Ανάμεσα στα πρώτα μέλη της Εταιρείας, με αριθμό μητρώου 25, ήταν ο Μελάς,[19][21] ο οποίος εκείνη την περίοδο υπηρετούσε στην Χαρτογραφική Υπηρεσία στους Μύλους του Άργους.[19] Πέρα από μέλος της ιδρυτικής ομάδας της Εθνικής Εταιρείας,[19] ο Μελάς ήταν ένας από τους πιο ενεργούς αξιωματικούς της, αναφορικά με την ίδρυση νέων κατά τόπους τμημάτων στην επαρχία και τη διασφάλιση της απρόσκοπτης επικοινωνίας τους με την ηγεσία της.[22] Την ευθύνη για την ανάπτυξη της οργάνωσης στην Πελοπόννησο ανέθεσε στον Ιωάννη Μεταξά, που υπηρετούσε στο Ναύπλιο, όπου και ίδρυσε τμήμα της Εταιρείας.[19] Ο Μιχαήλ Μελάς έγινε και αυτός μέλος της Εθνικής Εταιρείας και το 1897 ορίστηκε υπεύθυνος για τη διοργάνωση ενός μεγάλου εράνου της οργάνωσης,[5] που διενεργούνταν για την αγορά όπλων.[19]
Το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1896 η Εθνική Εταιρεία είχε ξεκινήσει να αποστέλλει πολυάριθμα σώματα ατάκτων πολεμιστών στη Μακεδονία, αλλά έπαυσε τις δραστηριότητές της μετά την αντίδραση της ελληνικής κυβέρνησης.[23][24] Στις 31 Ιανουαρίου (Ι.Η.) του 1897 ο Μελάς υπηρετούσε ως αρχιφύλακας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν τον κάλεσαν να επιστρέψει με τους άνδρες του στον στρατώνα του πυροβολικού.[25] Η ελληνική κυβέρνηση, παρόλο που επιθυμούσε να μην αναμιχθεί στις ταραχές που λάμβαναν χώρα στην Κρήτη και παρά τη ρητή διπλωματική αντίθεση των Μεγάλων Δυνάμεων, ωθούμενη από την πίεση της κοινής γνώμης, που επηρεαζόταν από οργανώσεις όπως η Εθνική Εταιρεία, οι οποίες ζητούσαν την ένωση του νησιού με την Ελλάδα, και φοβούμενη μήπως κατηγορηθεί για εθνική μειοδοσία, αποφάσισε να στείλει εκεί ένα εκστρατευτικό σώμα υπό τον Τιμολέοντα Βάσσο.[26] Ο Μελάς απογοητευμένος έμαθε πως η μονάδα του δεν περιλαμβανόταν στο εκστρατευτικό σώμα. Την επόμενη ημέρα όμως ανακοινώθηκε πως η πεδινή πυροβολαρχία υπό τη διοίκηση του πρίγκηπα Νικολάου, στην οποία υπηρετούσε, θα μετέβαινε στη Λάρισα. Στις 16 Φεβρουαρίου η μονάδα αναχώρησε με πλοίο από τον Πειραιά και μέσω Χαλκίδας και με τον σιδηρόδρομο από τον Βόλο έφτασε στη Λάρισα.[27] Από τη Λάρισα πήγε στον Βόλο, απ' όπου με ευθύνη του Μελά και την κάλυψη ανωτέρων του, οργανώθηκε η μετακίνηση με μια αμαξοστοιχία 55 βαγονιών ως τα ελληνοοθωμανικά σύνορα ατάκτων της Εθνικής Εταιρείας που σκόπευαν να εισβάλλουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για να προκαλέσουν πόλεμο.[4] Καθώς δεν είχε υπακούσει σε διαταγή του διοικητή του, Νικόλαου Ζορμπά, να επιστρέψει στη Λάρισα, αλλά παρουσιάστηκε με δύο μέρες καθυστέρηση, φυλακίστηκε ως τις 5 Απριλίου.[28] Η αποτυχημένη εισβολή Ελλήνων άτακτων στη Μακεδονία στις 9 Απριλίου έδωσε στην οθωμανική κυβέρνηση την αφορμή που αναζητούσε· στις 5/17 Απριλίου ανακοινώθηκε η διακοπή των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών και η κήρυξη πολέμου.[29]
Ενταγμένος στο φρενήρες εθνικό κλίμα των ημερών, ο Μελάς, πριν την έναρξη του πολέμου, ανέμενε να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη,[28] ενώ στα ημερολόγια του εμφανίζεται ενθουσιασμένος από την έναρξη των εχθροπραξιών.[4] Ενώ η μονάδα του βρισκόταν στα σύνορα, ο ίδιος παρέμενε στη Λάρισα, όπου πληροφορήθηκε την κατάρρευση του μετώπου.[4] Η γρήγορη αρνητική τροπή των πραγμάτων, η άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού και η εκκένωση της Λάρισας απογοήτευσαν τον Μελά.[30][31] Μη αντιλαμβανόμενος την ελληνική επιχειρησιακή ανεπάρκεια, καταφερόταν εναντίον των πολιτικών και ανώτερων αξιωματικών (πλην του διαδόχου), τους οποίους θεωρούσε υπεύθυνους για την απουσία ελληνικών νικών.[31] Παρακολούθησε τη μάχη των Φαρσάλων και τη μάχη του Δομοκού. Δύο μέρες αργότερα,[4] στις 7 Μαΐου, το σύνταγμά του στρατοπέδευσε στην Αλαμάνα, αλλά ο γιατρός είδε τον Μελά εξαντλημένο και τον έστειλε στη Λαμία. Με τη συνοδεία ενός φίλου του ο Μελάς μετέβη στην Αγία Μαρίνα, όπου ελλιμενίστηκε το πλωτό νοσοκομείο Θεσσαλία, στο οποίο υπηρετούσε ως εθελόντρια νοσοκόμα η σύζυγός του Ναταλία.[32] Μαζί επέστρεψαν στο οικογενειακό του σπίτι στην Αθήνα, όπου παρέμεινε για μία εβδομάδα, και στη συνέχεια ζήτησε και επέστρεψε στη Λαμία.[33] Τον Ιούνιο έλαβε μήνυμα ότι ο πατέρας του ασθενούσε και επέστρεψε στην Αθήνα. Στις 17 Ιουνίου, δυο μέρες μετά την άφιξη του Παύλου, ο Μιχαήλ Μελάς πέθανε περίλυπος για την ελληνική ήττα.[34] Στο φέρετρο του πατέρα του ο Μελάς ορκίστηκε να προσφέρει τη ζωή του στην πατρίδα.[35] Το 1898 ο Μελάς υπηρέτησε στη Θεσσαλία, αρχικά για την ανακατάληψη των πόλεων από τις οποίες αποχωρούσε ο οθωμανικός στρατός και έπειτα ως συνοδός της περιοδείας μιας επιτροπής της βασίλισσας Όλγας που κατέγραφε το μέγεθος των καταστροφών του πολέμου.[36]
Τον Ιανουάριο του 1899 ο Μελάς έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας,[22] η οποία αυτοδιαλύθηκε τον Δεκέμβριο του 1900 μετά από γενική κατακραυγή για την ήττα του '97 και διαμάχη με την κυβέρνηση για τη διαχείριση των οικονομικών κεφαλαίων της. Ωστόσο, μετά από πρόταση του Μελά και του Νικόλαου Πολίτη, αποφασίστηκε το ΔΣ της Εταιρείας να συνεχίσει να συσκέπτεται για εθνικά ζητήματα «εισηγούμενον αναλόγους λύσεις εις την εκάστοτε Κυβέρνησιν».[4][37]
Φέροντας τύψεις για την έκβαση του πολέμου του 1897, ο Μελάς αναμίχθηκε έντονα στις μακεδονικές υποθέσεις.[38] Όσο ενισχυόταν το βουλγαρικό εθνικό κίνημα, στις διεκδικήσεις του εντάχθηκαν και περιοχές θεωρούνταν «ιστορικές ελληνικές χώρες», όπως η Μακεδονία,[39] που για τους Έλληνες συνδεόταν αναπόφευκτα με την νεοελληνική εθνική ταυτότητα, καθώς αυτή είχε συγκροτηθεί με αναφορά στην κλασική αρχαιότητα.[40] Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας το 1870 θορύβησε το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο με αποτέλεσμα το μακεδονικό ζήτημα να μετατραπεί στο σημαντικότερο ζήτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.[41] Μήλο της έριδας μεταξύ των αντιδιεκδικητών της περιοχής υπήρξαν πρωτίστως οι σλάβοι της Μακεδονίας,[42] που επικρατούσαν στην ύπαιθρο της μακεδονικής ενδοχώρας.[43] Προξενώντας μία πρωτοφανή για την περιοχή εκπαιδευτική και πολιτιστική δραστηριότητα, οι διεκδικητές της Μακεδονίας επιδόθηκαν σε έναν ανταγωνισμό για τον έλεγχο των εκκλησιών και των κοινοτικών σχολείων,[42] όπου, πέρα από τη διδασκαλία της γλώσσας, διαμορφωνόταν η εθνική ταυτότητα.[44] Το 1893 ιδρύθηκε η ΕΜΕΟ, μία βουλγαρομακεδονική επαναστατική οργάνωση, που αποσκοπούσε στο να γίνει η Μακεδονία αυτόνομη[45] και που προσανατολίστηκε στην προετοιμασία μιας ένοπλης εξέγερσης και στην οικοδόμηση ενός παράλληλου κράτους στα σλαβικά χωριά της Μακεδονίας, χρησιμοποιώντας ένοπλες ομάδες και τρομοκρατικές μεθόδους για να εδραιώσει τη βάση της, με αποτέλεσμα μέχρι τις αρχές του αιώνα να έχει αποκτήσει σημαντικά ερείσματα στην περιοχή.[46]
Η υπόθεση της Μακεδονίας είχε μεγάλη σημασία για την οικογένεια Δραγούμη, οικογένεια πολιτικών, όλα τα μέλη της οποίας, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, συμμετείχαν ενεργά σε αυτή.[47] Ο Στέφανος Δραγούμης, Μακεδόνας τρίτης γενιάς, πρώην υπουργός Εξωτερικών και έκπαλαι υποστηρικτής των ελληνικών αλυτρωτικών επιδιώξεων, ήταν ένας από τους λίγους που ασκούσαν πίεση στην Αθήνα για μακεδονικά ζητήματα.[48] Το σπίτι των Δραγούμηδων, το οποίο επισκέπτονταν Μακεδονες πρόσφυγες και μεταναστες στην Αθήνα, στους οποίους ο Μελάς συνήθιζε να χαρίζει φωτογραφίες του, θεωρούνταν από όλους τους ενδιαφερόμενους το στρατηγείο για την υπόθεση της Μακεδονίας.[49] Γύρω από την οικογένεια Δραγούμη και με πρωτοβουλία του κουνιάδου του Μελά, Ίωνα, δημιουργήθηκε μια οργάνωση με σκοπό την υπεράσπιση του ελληνισμού στη Μακεδονία. Η ιδέα βρήκε μεγάλη απήχηση σε νέους αξιωματικούς και σε αξιωματικούς που είχαν υπάρξει μέλη της Εθνικής Εταιρείας, όπως ο Μελάς.[50] Αξιωματικοί που υπηρετούσαν στη Χαρτογραφική Υπηρεσία Στρατού μετέφεραν στα σύνορα όπλα που κατέληγαν στη Μακεδονία στα χέρια ανθρώπων όπως του Μητροπολίτη Καστοριά Γερμανού Καραβαγγέλη,[51] επιθετικότερου εκπροσώπου μιας ομάδας νέων ηλικιακά νεοτοποθετηθέντων επισκόπων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που υποστήριζαν τις ελληνικές θέσεις, ο οποίος από τις αρχές του 1902 προσπάθησε να διαβρώσει την ΕΜΕΟ, προσεταιριζόμενος απογοητευμένα στελέχη της και σχηματίζοντας ένοπλες ομάδες υπό οπλαρχηγούς της, με πρώτο τον Κώτα, σλαβόφωνο πατριαρχικό από τη Ρούλια της Φλώρινας.[52]
Τον Νοέμβριο του 1902 ο Ίων Δραγούμης διορίστηκε υποπρόξενος στο Μοναστήρι,[53][54] απ' όπου διατηρούσε αλληλογραφία με τον Μελά, τον οποίο ενημέρωνε επιστολικά, του ζητούσε την αποστολή όπλων, χρημάτων και συνιστούσε την εξαγορά ευρωπαϊκών εφημερίδων,[53] ενώ στις αρχές του 1903 σύστησε στο Μοναστήρι μια δική του οργάνωση με την ονομασία Άμυνα, για την αποτελεσματικότερη οργάνωση της ελληνικής προσπάθειας στη δυτική και κεντρική Μακεδονία.[55] Με επιστολή του από εκεί τον Ιανουάριο του 1903 ο Δραγούμης έγραφε στον Μελά για την επικείμενη ίδρυση και τους σκοπούς μιας Εταιρείας από «λίγους ανθρώπους, πλουσίους και καλούς».[37] Μετά από αίτημα του μητροπολίτη Καστοριάς, ο κύκλος του Δραγούμη και ο Μελάς οργάνωσαν τον Μάιο του 1903 με τη βοήθεια του Σφακιανού ανθυπολοχαγού Γεώργιου Τσόντου και τη χορηγία της Λουίζας Ριανκούρ την αποστολή στον Καραβαγγέλη ένδεκα Κρητικών μισθοφόρων, Οθωμανών υπηκόων, μεταξύ των οποίων και ο Ευθύμιος Καούδης. Οι Κρητικοί αυτοί είτε συνόδευαν ένοπλοι τον μητροπολίτη για να τελέσει με τη βία τη θεία λειτουργία σε εξαρχικά χωριά είτε επιτίθενταν σε ομάδες κομιτατζήδων της ΕΜΕΟ και, με την έναρξη της εξέγερσης του Ίλιντεν, εξεγερμένων χωρικών, ώσπου τον Αύγουστο ο Καραβαγγέλης τους έστειλε πάλι στην Αθήνα, στον Μελά και τον Στέφανο Δραγούμη, όπου φυγαδεύτηκαν με μεγάλη δυσκολία.[56]
Για την ελληνική κυβέρνηση, η εξέγερση του Ίλιντεν τον Ιούλιο του 1903, αποκορύφωμα της δράσης της ΕΜΕΟ, έσεισε τον κώδωνα του κίνδυνου να προσαρτηθεί η Μακεδονία στη Βουλγαρία.[57] Δυσανασχετώντας με τους αργούς ρυθμούς της διπλωματίας και τις επιφυλακτικές κινήσεις του ελληνικού ΥπΕξ και αμφισβητώντας την καταλληλότητα των συνταγματικών κοινοβουλευτικών θεσμών της Ελλάδας να επιτύχουν τις εθνικές επιδιώξεις, τον Οκτώβριο ο Ίων Δραγούμης έγραψε στον Μελά από τη νέα θέση του, τις Σέρρες, ζητώντας του να είναι σε ετοιμότητα για να κινηθεί στρατιωτικά, είτε εναντίον των Βουλγάρων στη Μακεδονία είτε για την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας στην Ελλάδα με επικεφαλής τον στρατηγό Τιμολέοντα Βάσσο προκειμένου να αντικατασταθεί η κυβέρνηση Ράλλη από μία φιλικότερη και να εξασφαλιστεί η Μακεδονία για την Ελλάδα.[37][58][59] Λίγες μέρες αργότερα, ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τους περιορισμούς της πραγματικότητας, έστειλε νέες διαφορετικές οδηγίες.[59]
Τον Νοέμβριο του 1903 η Υψηλή Πύλη αποδέχτηκε τη συμφωνία της Μυρστέγης που είχαν συνάψει τον προηγούμενο μήνα η Ρωσία και η Αυστρία, το τρίτο σημείο της οποίας προέβλεπε τον ανασχεδιασμό των ορίων των διοικητικών υποδιαιρέσεων της περιοχής της Μακεδονίας, μετά την ειρήνευσή της, με σκοπό την ομαλότερη κατανομή των διαφόρων εθνοτήτων.[60][61] Ενώ για τις Μεγάλες Δυνάμεις η συμφωνία αποσκοπούσε στη σταθερότητα και τη διατήρηση της ισχύουσας κατάστασης, από τους χριστιανικούς λαούς των Βαλκανίων ερμηνεύτηκε ως εγγύηση μελλοντικής βοήθειας υπέρ των διεκδικήσεών τους.[62] Τα βαλκανικά κράτη επικέντρωσαν στο τρίτο σημείο της συμφωνίας και καθώς, στην οθωμανική τάξη η εκκλησιαστική ένταξη αποτελούσε κριτήριο εθνικής κατηγοριοποίησης, η ένταξη κάποιου σε μία από τις δύο Εκκλησίες, τη βουλγαρική Εξαρχία ή το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, σήμανε τη δήλωσή του ως «Βούλγαρου» ή «Έλληνα» αντίστοιχα.[63] Η Ελλάδα απευχόταν την ταχεία ειρήνευση της περιοχής πριν την αναστροφή της, συνήθως υπό πίεση, προόδου της εξαρχικής δραστηριότητας τα τελευταία χρόνια, ενώ οι ηγέτες της ΕΜΕΟ θεώρησαν σκόπιμο να υποστηρίξουν την Εξαρχία.[64] Η οθωμανική καταστολή είχε αποδυναμώσει το εξαρχικό κίνημα και την ΕΜΕΟ, οι εναπομείνασες ομάδες της οποίας τον χειμώνα του 1903-4 συγκέντρωναν τη δράση τους στην προσπάθεια να αναγνωρίσουν την Εξαρχία χωριά που πρόσφατα είχαν επανέλθει στο Πατριαρχείο, μεταξύ άλλων στην περιοχή της δυτικής Μακεδονίας.[65] Η ακριβής ένταξη του κάθε χωριού στο Πατριαρχείο ή την Εξαρχία έγινε δυσεξακρίβωτη και δεν παρέμενε σταθερή, καθώς λόγω της δράσης ένοπλων ομάδων, επικρατούσε το ένα από τα δύο κόμματα που συνήθως συνυπήρχαν στο ίδιο χωριό, ενώ την άνοιξη του 1904 ξέσπασε βία και σημειώθηκαν σφαγές.[66]
Τον Φεβρουάριο του 1904 ήρθαν στην Αθήνα ο Κώτας, ο Φλωρινιώτης Λάκης Πύρζας και ο Παύλος Κύρου, σλαβόφωνος από το Ζέλοβο, για να παρουσιάσουν στην ελληνική κυβέρνηση την κατάσταση που επικρατούσε στη Μακεδονία,[67] και οι δύο πρώτοι συνάντησαν τον Μελά στο σπίτι των Δραγούμηδων.[68] Στις αρχές του 1904, η ελληνική κυβέρνηση, υπό την πίεση κοινής γνώμης έστρεψε το ενδιαφέρον της στη Μακεδονία και όρισε τον Αλέξανδρο Κοντούλη επικεφαλής μιας τετραμελούς ομάδας αξιωματικών που στάλθηκαν να ελέγξουν την κατάσταση στη δυτική Μακεδονία[69] και τις δυνατότητες ένοπλης ελληνικής εμπλοκής στην περιοχή.[70] Ο Κοντούλης επέλεξε ως συνοδεία του τον Αναστάσιο Παπούλα, τον Γεώργιο Κολοκοτρώνη και τον Μελά, που ήταν φίλος του,[69] παρά την αντίρρηση του υπουργού Εξωτερικών Άθω Ρωμανού, που θεωρούσε τον Μελά ακατάλληλο «ὡς ἐνθουσιώδη».[71] Παρά τη διαφωνία της Ναταλίας και τη συγκαταβατική στάση των υπόλοιπων Δραγούμηδων, ο Μελάς ήταν γεμάτος ενθουσιασμό και δέος μπροστά στην προοπτική να μεταβεί στη Μακεδονία, χώρο τον οποίο δε γνώριζε ουσιαστικά, αλλά που θα του επέτρεπε να τηρήσει τον όρκο στον πατέρα του και να αφοσιωθεί σε μια υψηλή ιδέα.[72] Η αγωνία για το μέλλον και η προοπτική της απομάκρυνσης από τα παιδιά του αναστάτωναν ψυχικά τον Μελά, αλλά τον ηρέμησε η σύζυγός του.[73]
Αφού επέλεξαν τέσσερεις συνοδούς, μεταξύ των οποίων ο Καούδης, οι τέσσερεις αξιωματικοί ακολούθησαν χωριστές πορείες και συναντήθηκαν στο τέλος Φεβρουαρίου στα ελληνοθωμανικά σύνορα, στο Βελεμίστι, με τον Κώτα, τον Πύρζα και τον Κύρου.[74] Για λόγους μυστικότητας οι αξιωματικοί χρησιμοποίησαν διαβατήρια με ψευδώνυμο, ο Μελάς συγκεκριμένα με το όνομα «Ζέζας»,[75] το οποίο στα αρβανίτικα σημαίνει «μαύρος» ή «μελαχρινός» και το οποίο είχε δώσει στον Μελά ο Κοντούλης, που μιλούσε τη γλώσσα.[76] Η αποστολή καθυστέρησε εξαιτίας των άσχημων καιρικών συνθηκών και διέσχισαν τον Αλιάκμονα μόλις στις 9(Ι.Η.)/22(Γ.Η.) Μαρτίου και ακολούθως κατευθύνθηκαν μέσω Σιατίστης προς το μοναστήρι του αγίου Νικολάου στο Τσιρίλοβο. Με οδηγό έναν απεσταλμένο του μητροπολίτη Καστοριάς Καραβαγγέλη έφτασαν στο χωριό Γκαμπρές στις 15/28 Μαρτίου. Την επομένη ο Μελάς και ο Κολοκοτρώνης συνέδραμαν χρηματικά τον δάσκαλο και το απόγευμα ο Κώτας, ο Κοντούλης και ο Μελάς μίλησαν στους ντόπιους υπέρ της σύνταξης με την ελληνική πλευρά. Έπειτα, προχώρησαν στη Ρούλια, το χωριό του Κώτα, την Όστιμα και το Ζέλοβο.[77] Η προσωπικότητα του Κώτα εντυπωσίασε τον νεαρό Μελά, ο οποίος τον αντιμετώπιζε με θαυμασμό και σεβασμό και ξεκίνησε να αντιλαμβάνεται την κατάσταση στη Μακεδονία σύμφωνα με την αντίληψη του Κώτα, ενός από τους τελευταίους εκπροσώπους της κλέφτικης παράδοσης και αδιαμφισβήτητου αρχηγού των ατάκτων της περιοχής.[78] Στο Ζέλοβο (σημ. Ανταρτικό) της Φλώρινας ο Μελάς διαπίστωσε την απήχηση μεταξύ των σλαβόφωνων χωρικών του κηρύγματος του Αναστάς Γιάνκοφ του Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου από τη Ζαγορίτσανη (σημ. Βασιλειάδα Καστοριάς) περί ύπαρξης ξεχωριστού μακεδονικού έθνους.[79][80] Όσο βρίσκονταν εκεί, ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης διαφώνησαν με τον Μελά και τον Κοντούλη αναφορικά με το αν τα ελληνικά συμφέροντα θα εξυπηρετούνταν με την αποστολή ένοπλων σωμάτων από την Ελλάδα, όπως υποστήριζαν οι πρώτοι, ή με την οργάνωση ντόπιων ομάδων,[81] όπως υποδείκνυε εδώ και ένα χρόνο στον Μελά ο Ίων Δραγούμης.[82] Μετά το Ζέλοβο, βρέθηκαν στο Όροβνικ, όπου -χάρη σε μία φωτογραφία του Μελά που είχε στο σπίτι του στο Πισοδέρι ο παπα-Σταύρος Τσάμης- ο ιερέας του χωριού αναγνώρισε τον Μελά ως το πρόσωπο με την άφιξη του οποίου «θα γίνουν μεγάλα πράγματα».[83]
Την ίδια μέρα έλαβαν ένα μήνυμα από τον Δραγούμη ότι ο Μελάς έπρεπε να επιστρέψει αμέσως στην Ελλάδα, επειδή οι οθωμανικές αρχές είχαν πληροφορηθεί την παρουσία του. Ο Μελάς επισκέφθηκε στο Μοναστήρι τον Δραγούμη, που τον έπεισε να υπακούσει. Απογοητευμένος, ο Μελάς πήρε το τρένο για τη Θεσσαλονίκη φορώντας ένα φέσι, σύμβολο κύρους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, και στις 29 Μαρτίου έφτασε στην Αθήνα. Πέντε βδομάδες αργότερα επέστρεψαν και οι άλλοι τρεις αξιωματικοί, μετά από διαταγή του ελληνικού ΥπΕξ, ενώ ο Καούδης παρέμεινε με τον Κώτα.[84][85] Από τη Μακεδονία οι τρεις αξιωματικοί είχαν στείλει μία αναφορά που έκανε λόγο για ευνοϊκές συνθήκες ανάληψης ελληνικής δράσης, αλλά ο Παπούλας και ο Κολοκοτρώνης είχαν στείλει κρυφά επιστολές που έκαναν λόγο για δυσμενή υποδοχή της αποστολής τους και την ακαταλληλότητα των ντόπιων για ένοπλη δράση.[86][87] Πίσω στην Αθήνα, μία λογομαχία στις 13 Μαΐου ανάμεσα στον Μελά και τον Κολοκοτρώνη για το ζήτημα της αποστολής ή όχι ενόπλων στη Μακεδονία κατέληξε στη διοργάνωση με αίτημα του Κολοκοτρώνη ανάμεσά στους δύο στις 28 του ίδιου μηνός μίας μονομαχίας[88][89] —προσφιλούς στους Έλληνες αξιωματικούς μεθόδου αποκατάστασης της τιμής την περίοδο που ακολούθησε τον ατιμωτικό για τους ίδιους πόλεμο του '97—[90] η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον ελαφρύ τραυματισμό του Κολοκοτρώνη από πυροβολισμό.[88]
Έπειτα, ο Μελάς ανέλαβε καθήκοντα στη Σχολή Ευελπίδων, αλλά μετά από ειδικό αίτημα δύο Κοζανιτών, που επισκέφθηκαν τον Στέφανο Δραγούμη το τέλος Ιουνίου και έκαναν λόγο για κατάσταση ετοιμότητας για την ανάληψη δράσης, πήρε άδεια είκοσι ημερών για να επανέλθει στη Μακεδονία,[91] προκαλώντας την έκπληξη και τη λύπη των οικείων του. Έχοντας αποκτήσει μια πρώτη εμπειρία δράσης στον μακεδονικό χώρο, ο Μελάς αναχώρησε για τη Μακεδονία αφού εμψύχωσε την «απαρηγόρητη» σύζυγό του και τους οικείους του.[92] Μαζί με τον Πύρζα, έφτασε στην Κοζάνη, πόλη σχεδόν ολοκληρωτικά ελληνική, στις 19 Ιουλίου ως ζωέμπορος,[91] με το ψευδώνυμο «Παύλος Δέδες».[93] Εκεί, ο Μελάς διαπίστωσε ότι η προετοιμασία δεν είχε προοδεύσει όπως τον είχαν πληροφορήσει, αλλά συναντήθηκε στο επισκοπικό μέγαρο της πόλης με την εξαμελή επιτροπή της Άμυνας, με την οποία συνομολόγησε την ανάγκη δημιουργίας επτά σωμάτων των δεκαπέντε ανδρών το καθένα, που θα δρούσαν στην περιοχή Καστοριάς και Βοδενών, υπό τους κλέφτες Καραλίβανο και Βισβίκη και το ύψος του μηνιαίου μισθού που θα δινόταν στους άνδρες. Ενώ ο Πύρζας έλεγχε τις απαιτήσεις ανάληψης δράσης στο Βογατσικό, το Μπλάτσι και την Καστοριά, ο Μελάς έστειλε μια αναφορά στον Στέφανο Δραγούμη ζητώντας την αποστολή χρημάτων στην Κοζάνη και επισκέφθηκε τη Σιάτιστα, όπου ενθουσιάστηκε από την τοπική επιτροπή που συνάντησε. Αν και σχεδίαζε να επισκεθεί τη Βέροια, τη Νάουσα και τα Βοδενά, καθώς εξέλιπαν οι μέρες της άδειάς του, επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου.[94]
Ενόσω ήταν στην Κοζάνη, ο Μελάς συνειδητοποίησε την ανάγκη αποστολής ενόπλων στη Μακεδονία και αποφάσισε να αναλάβει ο ίδιος αντάρτικη δράση, ακολουθώντας το παράδειγμα δύο συμμαθητών του από τη Σχολή Ευελπίδων, των ανθυπολοχαγών Τσόντου και Κατεχάκη, για τους οποίους πληροφορήθηκε ότι είχαν οριστεί επικεφαλής ένοπλων ομάδων από το Μακεδονικό Κομιτάτο.[95] Επρόκειτο για μια ημιεπίσημη αλυτρωτική οργάνωση που ιδρύθηκε τον Μάιο του 1904 από πρώην μέλη της Εθνικής Εταιρείας υπό την προεδρία του Δημήτριου Καλαποθάκη, με χρηματοδότηση από την κυβέρνηση και σκοπό την προπαρασκευή ένοπλων σωμάτων.[89][96] Τις ίδιες μέρες με την αποστολή του Μελά, μια αποστολή του Κομιτάτου κατέληξε στην ανάγκη συντονισμένης ελληνικής δράσης για την αποφυγή αντιποίνων.[97] Αν και ο ίδιος ο Μελάς, όπως και ο Στέφανος Δραγούμης, δεν έγιναν μέλη του Κομιτάτου, συνεργάστηκαν ωστόσο, με τα μέλη του χρησιμοποιώντας το δικό τους δίκτυο.[98]
Η κατάδοση στις οθωμανικές αρχές τον Ιούνιο του 1904 του Κώτα, που είχε συμβάλει τα μέγιστα στην ενίσχυση του ελληνικού κόμματος στην περιοχή, από τους πρώην συνεργούς του, τον Παύλο Κύρου υπό την καθοδήγηση του Γερμανού Καραβαγγέλη, στέρησε τα ερείσματα της δράσης της ελληνικής πλευράς στα Κορέστεια[99][100] και στο τέλος Ιουλίου αποφασίστηκε η αποστολή ένοπλων σωμάτων στη Μακεδονία από την Ελλάδα.[101] Στο εσωτερικό του Μακεδονικού Κομιτάτου μία μερίδα υπό τον Καλαποθάκη ευνοούσε τον Καούδη, ενώ μία άλλη, που προωθούσε την πρόσδεση στην κυβέρνηση, τον Μελά, που ήταν γνωστός του πρωθυπουργού Θεοτόκη.[102] Στις 14 Αυγούστου, λίγο μετά την επιστροφή του από την Κοζάνη[103] και μετά από παρέμβαση του πρωθυπουργού Γεώργιου Θεοτόκη,[4] ο Μελάς διορίστηκε από το Μακεδονικό Κομιτάτο αρχηγός όλων των σωμάτων που δρούσαν στην περιοχή του Μοναστηρίου και της Καστοριάς.[103] Ο Καούδης αρνήθηκε να ενταχθεί στο σώμα του Μελά, καθώς είχε ήδη δεσμευτεί στον Καλαποθάκη,[102] από τον οποίο έλαβε πλήρη εξουσιοδότηση για ελεύθερη δράση,[104] και στις 18 Αυγούστου διέσχισε την ελληνοοθωμανική μεθόριο επικεφαλής σώματος με οδηγό και συναρχηγό τον Κύρου.[105] Την ίδια μέρα ο Μελάς, περισσότερο ψύχραιμος απ' ότι τις δύο πρώτες φορές, αν και βέβαιος ότι δε θα επέστρεφε στην Ελλάδα, αναχώρησε με κάποια μυστικότητα και χωρίς συγκινητικούς αποχαιρετισμούς, παρά μόνο με τα παιδιά του,[106] για την τρίτη περιοδεία του στη Μακεδονία. Συνοδευόταν από τρεις Κρητικούς,[103] ανάμεσα στους οποίους ο Σφακιανός Ιωάννης Καραβίτης, που πίεσε επίμονα τον Μελά μέχρι να τον εντάξει στο σώμα του,[107] και τον Πύρζα,[103] που εντάχθηκε στο σώμα του Μελά μετά την αποτυχία του να συγκροτήσει δικό του σώμα.[108] Στη Λάρισα προστέθηκαν στη συνοδεία του τέσσερεις Μακεδόνες και ο Δεσκατιώτης κλέφτης Κατσαμάκας με έξι άνδρες.[103] Εκεί ο Μελάς φιλοξενήθηκε από τον ανθυπολοχαγό Χαράλαμπο Λούφα που, σύμφωνα με επιστολή που έστειλε ο Μελάς στη σύζυγό του, του ζήτησε να τον φωτογραφίσει. Ο Μελάς συμφώνησε και φωτογραφήθηκε στις 21 Αυγούστου από τον Λαρισαίο φωτογράφο Γεράσιμο Δαφνόπουλο ένοπλος -κρατώντας μια αραβίδα Μάουζερ, ζωσμένος ένα περίστροφο Μάουζερ Ζιγκ-Ζάγκ - και ένστολος,[109] ενδεδυμένος ένα μαύρο κεντητό ντουλαμά.[110] Ο Μελάς έστειλε το πρώτο αντίτυπο της φωτογραφίας στη σύζυγό του, «υπό τον όρον να μην ιδή το φως της ημέρας», αλλά να μείνει ως ανάμνηση για την ίδια και τα παιδιά του αν έχανε τη ζωή του στην αποστολή του,[109] βρίσκοντας ότι θα ήταν «κωμικό» και «μαρτύριο», εάν επέστρεφε άπρακτος, να βλέπει «την φάτσαν [τ]ου έτσι μασκαρεμένην».[110] Την επομένη αναχώρησαν από τη Λάρισα[111] και στις 27 έφτασαν στο μοναστήρι της Μερίτσας, όπου δέχτηκαν την απρόθυμη φιλοξενία του ηγουμένου.[103]
Τη νύχτα της 27ης με 28ης Αυγούστου ο Παύλος Μελάς με το επιχειρησιακό όνομα «καπετάν Μίκης Ζέζας», που παρέπεμπε στον γιο και ταυτόχρονα στον πατέρα του, και ένοπλο σώμα περίπου 35 ανδρών, Κρητικών και Μακεδόνων, διέβη τα ελληνοοθωμανικά σύνορα και εισέβαλε στα εδάφη της Μακεδονίας, κοντά στο Οστροβό,[112] (σημ. Αγναντιά Τρικάλων).[113] Όπως και στις δύο πρώτες εξορμήσεις του στη Μακεδονία, ο Μελάς βρισκόταν κατά το ήμισυ σε ρυθμούς οικογενειακής ζωής· διατήρησε την ώρα Ελλάδας στο ρολόι του και αναλογιζόταν τις ασχολίες του καθενός μέλους της οικογένειάς του κατά τη διάρκεια της ημέρας.[114] Στο σώμα του Μελά βρίσκονταν ντόπιοι κλέφτες και Κρητικοί παρόμοιων ενασχολήσεων, οι οποίοι κινούνταν και δρούσαν όπως οι κλέφτικες ομάδες. Διαβαίνοντας τα σύνορα, ο Μελάς προσπάθησε να υιοθετήσει την κλέφτικη στάση, απεκδύθηκε τη στολή του αξιωματικού[115] και επέλεξε ως μόνιμη ενδυμασία του το ντουλαμά, με αποτέλεσμα να κερδίσει τον σεβασμό των αντρών του σώματός του.[110] Παρότι δεν ήταν πρακτική, ιδίως στην κακοκαιρία, η παραδοσιακή κλέφτικη φορεσιά τον έκανε να αισθάνεται πιο άνετα, βρίσκοντας, όπως πολλοί Μακεδονομάχοι, ότι εμψύχωνε τους άντρες του.[116] Στις 30 Αυγούστου ο ληστής Θανάσης Βάγιας, τον οποίο ο Μελάς είχε προσλάβει ως οδηγό, λιποτάκτησε και στη συνέχεια κατέδωσε το σώμα του Μελά στους Οθωμανούς.[117] Για πάνω από μία εβδομάδα το ένοπλο σώμα του Μελά περιπλανήθηκε στην περιοχή της Σαμαρίνας, ορειβατώντας τη νύχτα, συχνά υπό βροχή, για να περνά απαρατήρητο, με τον ασυνήθιστο σε κακουχίες Μελά να καταπονείται ιδιαίτερα.[118] Στις 5 Σεπτεμβρίου, ύστερα από πορεία πολλών ημερών, κατά την οποία αντιμετώπισαν την καχυποψία του τοπικού πληθυσμού[119] ο Μελάς και οι σύντροφοι του έφθασαν στο χωριό Ζάνσκο, όπου τους βοήθησε και εφοδίασε πρόσωπο της εμπιστοσύνης τους.[120] Στις 7 διέβησαν τον Αλιάκμονα και με ενδιάμεσες στάσεις στο ελληνόφωνο πατριαρχικό Κωσταράτσι, όπου έμειναν για τρεις μέρες δεχόμενοι αιτήματα βοήθειας από γειτονικά χωριά, στο Βογατσικό και στη μονή του Αγίου Νικολάου στο Τσιρίλοβο, προπύργιο των ελληνικών σωμάτων της περιοχής, έφτασαν στις 13 Σεπτεμβρίου στο αλβανόφωνο πατριαρχικό χωριό Λέχοβο. Εκεί συνάντησαν τον ντόπιο κλέφτη Ζήση Δημουλιό, που με την άδεια των οθωμανικών αρχών διατηρούσε ένα σώμα εννιά ανδρών και εργαζόταν υπέρ των πατριαρχικών συμφερόντων,[121] ενώ στο σπίτι του είχε αναρτημένη μεταξύ άλλων τη φωτογραφία της πριγκίπισσας Σοφίας και του Στέφανου Δραγούμη.[122] Με τον Πύρζα ο Μελάς συζήτησε διστακτικά την ανάγκη αντεκδίκησης του φόνου του ιερέα του σλαβόφωνου χωριού Στρέμπενο, ο οποίος είχε δολοφονηθεί από κομιτατζήδες τον Νοέμβριο του 1901.[123]
Για τον Μελά, όπως και άλλους Έλληνες αξιωματικούς που κατευθύνθηκαν από το ελεύθερο ελληνικό βασίλειο στη Μακεδονία, η σιωπηρή άρνηση σλαβόφωνων χωρικών να αναγνωρίσουν ως θρησκευτικό τους ηγέτη τον Βούλγαρο Έξαρχο αντί του Οικουμενικού Πατριάρχη ήταν απόδειξη του ελληνικού τους «φρονήματος». Ο Μελάς θεωρούσε τους σλαβόφωνους χωρικούς εξίσου Έλληνες με τους ελληνόφωνους Κρητικούς που τον συνόδευαν και πίστευε ότι είχαν αλλοφωνήσει ως αποτέλεσμα της ξένης κυριαρχίας, μεταναστεύσεων και έλλειψης ελληνικής εκπαίδευσης.[124] Τους αποκαλούσε «Μακεδόνες», εννοώντας ότι είναι κάτοικοι της Μακεδονίας, και τη γλώσσα τους «μακεδονική» και τους θεωρούσε όμοιους με το υπόλοιπο αλλόφωνο ποίμνιο του Πατριάρχη.[125] Συνειδητοποιώντας τη δυσκολία ταύτισης των χωρικών με έννοιες εθνικές, ο Μελάς εξήγησε στους άνδρες του ότι βάση του αγώνα που θα διεξήγαγαν ήταν η θρησκεία, η οποία προσβαλλόταν από τη δράση των Βουλγάρων. Ο ίδιος επέλεξε στη σφραγίδα του, που ζήτησε να του στείλει ο Καραβαγγέλης, να υπάρχει ο σταυρός και, επηρεασμένος από την παρόμοια σφραγίδα της Εθνικής Εταιρείας, η επιγραφή «Εν τούτω νίκα», σύμβολα κατανοητά από τους χωρικούς που αποσκοπούσε να προσεταιριστεί.[126]
Στις 15 Σεπτεμβρίου ο Μελάς πραγματοποίησε την πρώτη του επιχείρηση στο Στρέμπενο, όπου συνέλαβε δύο καταζητούμενους εξαρχικούς, που είχε ταυτοποιήσει χάρη στη βοήθεια του Ζήση, και νωρίς το βράδυ το σώμα εισέβαλε στο χωριό. Μετά από ικεσίες ντόπιων, αποφάσισε τελικά να μην σκοτώσει τους δύο καταζητούμενους υπό τον όρο πως θα πήγαιναν στην ελληνική Μητρόπολη και θα δήλωναν υποταγή στον εκεί Μητροπολίτη,[127] όπως τους έβαλε να ορκιστούν σε μία βίβλο ότι θα πράξουν.[128] Ταυτόχρονα, έδωσε στους παρόντες στην πρόχειρη αυτή δίκη πρόκριτους του χωριού διορία δέκα ημερών να αναγνωρίσουν τον Έλληνα Μητροπολίτη της Καστοριάς και να του ζητήσουν την αποστολή δασκάλου και ιερέα, ώστε να επανέλθει το χωριό στο Πατριαρχείο.[129] Ενίσχυσε επίσης χρηματικά συγγενείς των θυμάτων, διέλυσε την τοπική επιτροπή της ΕΜΕΟ και στη θέση της συνέστησε και εξόπλισε μία «επιτροπή άμυνας» πατριαρχικών.[130] Η επιεικής αυτή στάση του Μελά προκάλεσε τη μήνιν των πατριαρχικών του χωριού, που προσέβλεπαν σε πράξεις αντεκδίκησης για τις πράξεις βίας που είχαν διαπράξει τα προηγούμενα χρόνια εις βάρος τους τα ένοπλα βουλγαρικά σώματα,[128] και έκανε τον Καραβίτη να αμφιβάλλει για το αν ο Μελάς είχε τη σωματική και ψυχική σκληρότητα που απαιτούνταν από τις περιστάσεις. Παρά τις αμφιβολίες των ανταρτών για τις ικανότητες του Μελά ως στρατιωτικού, αναγνώριζαν την ηθική του καθαρότητα και ευγένεια, με αποτέλεσμα να απολαμβάνει την εκτίμησή τους.[131] Στις 17 Σεπτεμβρίου ο Μελάς προσπάθησε να οργανώσει επίθεση στο χωριό Αετόζι, καθώς ήταν κέντρο εξαρχικών αυτονομιστών, όμως η απροθυμία συνεργασίας του Ζήση από το Λέχοβο του άλλαξε τα σχέδια.[132] Μη διαθέτοντας κανέναν άνδρα που να γνωρίζει την περιοχή και μη έχοντας τη δυνατότητα να ακολουθήσει τις φευγαλέες κινήσεις των εξαρχικών σωμάτων, υποχρεώθηκε να στραφεί στην τιμωρητική δράση κατά μεμονωμένων ατόμων και αποφάσισε την ίδια μέρα να μεταβεί στην Πρεκοπάνα (σημερινή Περικοπή).[133][134] Εκεί περικύκλωσε τον τοπικό πληθυσμό, που εκείνη την ώρα παρακολουθούσε μια κηδεία και συνέλαβε τον εξαρχικό δάσκαλο και τον εξαρχικό ιερέα[135] ποπ-Νικόλα, ο οποίος τον Ιούλιο του 1903 είχε δολοφονήσει τον προκάτοχό του, παπα-Χρίστο.[136] Εν μέρει λόγω του φόβου τους, όπως αντιλήφθηκε ο Μελάς, οι κάτοικοι του χωριού και οι πρόκριτοι δήλωσαν την αποστροφή τους για την Εξαρχία και ο Μελάς απαίτησε να ορκιστούν ότι θα δηλώσουν πίστη στον Έλληνα Μητροπολίτη και θα ζητήσουν την αποστολή πατριαρχικού ιερέα και δασκάλου, απειλώντας, όπως είχε κάνει και στο Στρέμπενο, ότι θα επανερχόταν για να τιμωρήσει τυχόν επίορκους.[137] Η εκτέλεση των δύο κομιτατζήδων από άνδρες του σώματός του λίγο έξω από το χωριό[138] φαίνεται να συγκλόνισε τον Μελά, που είχε ενδοιασμούς αναλογιζόμενος την αναντιστοιχία ανάμεσα στο «ωραίο και ευγενές έργο» που είχε αναλάβει και «τας σκληράς ανάγκας» προκειμένου αυτό να υλοποιηθεί.[139]
Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στην Μπελκαμένη (σημ. Δροσοπηγή), χωριό Αλβανών και Βλάχων. Ο Μελάς τους εκφώνησε ομιλία, οργάνωσε μια επιτροπή «άμυνας» και επέβαλε το κλείσιμο του ρουμανικού σχολείου του χωριού.[133][140][141][142] Ακολούθως, ο Μελάς σχεδίαζε να συλλάβει πέντε κομιτατζήδες της ΕΜΕΟ στο σλαβόφωνο χωριό Νερέτ (σημερινός Πολυπόταμος) και οι άνδρες του Μελά εισήλθαν κρυφά στο χωριό, δίχως να καταφέρουν να συναντήσουν τους ντόπιους πατριαρχικούς. Το σχέδιο δράσης τους ανατράπηκε άμα τη ενάρξει της εφαρμογής του, όταν αντιλήφθηκαν πως στο χωριό βρισκόταν σημαντική δύναμη του οθωμανικού στρατού.[133][140] Λόγω της απειρίας του Μελά στον ανταρτοπόλεμο,[143] κατά τη διάρκεια της άτακτης φυγής τους τραυματίστηκε θανάσιμα ο Φίλιππος Καπετανόπουλος, μέλος της επιτροπής Άμυνας του Μοναστηρίου, ο οποίος είχε ενταχθεί στο σώμα του Μελά στην Μπελκαμένη την προηγούμενη μέρα.[140][144][145] Ο Μελάς τον σκέπασε με την κάπα του, στην οποία είχε αφήσει από αμέλεια ένα γράμμα του ίδιου του Καπετανόπουλου προς τον Δημήτριο Καλλέργη, τον Έλληνα πρόξενο στο Μοναστήρι. Η εύρεση της επιστολής οδήγησε αργότερα σε διάβημα της Υψηλής Πύλης προς την ελληνική κυβέρνηση και την ανάκληση του Καλλέργη.[146] Σύμφωνα με μία απολογιστική του έκθεση, που έμεινε ανολοκλήρωτη, ο Μελάς έγραψε στον καϊμακάμη της Φλώρινας ότι μοναδικός σκοπός της δράσης του ήταν «η τιμωρία των δολοφόνων Βουλγάρων και η προστασία των αδελφών μας από τας ορδάς αυτών».[4][147] Η δράση του σώματος του Μελά προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των πολιτικών, αλλά όχι και των στρατιωτικών Οθωμανών αξιωματούχων και δε μεταφράστηκε στην ανάληψη δράσης για την εξουδετέρωσή του.[148]
Από το Νερέτ το σώμα του Μελά κατευθύνθηκε στο πατριαρχικό Λέχοβο και έπειτα στη Νεγκοβάνη (σημερινό Φλάμπουρο), χωριό αρβανιτο-βλάχικο και επίσης κατά πλειοψηφία πατριαρχικό, όπου έμεινε για αρκετές μέρες λόγω της αδιάκοπης βροχόπτωσης, οργανώνοντας την άμυνα της ευρύτερης περιοχής.[149][150] Εκεί τους συνάντησαν στις 30 Σεπτεμβρίου πρόκριτοι του βλάχικου χωριού Νέβεσκα (σημερ. Νυμφαίο Φλώρινας), που τους εφοδίασαν με τρόφιμα και ενδύματα.[151] Ο Μελάς βασίστηκε, λόγω της σύνθεσης του πληθυσμού τους, στο Λέχοβο, όπου βρισκόταν ο Ζήσης, και στη Νεγκοβάνη, όπου ανέλαβε με τα χρήματα του Μακεδονικού Κομιτάτου τη μισθοδοσία του οπλαρχηγού Κόλε Πίνα, που είχε εργαστεί για τον Καραβαγγέλη. Ως κέντρο τους όρισε τη Νέβεσκα, όπου διόρισε μία πενταμελή επιτροπή άμυνας, όπως έπραξε και σε άλλα χωριά, όμοια με την οργάνωση Άμυνα του Ίωνα Δραγούμη. Έργο των επιτροπών αυτών ήταν η τροφοδοσία των αντάρτικων σωμάτων, η φύλαξη των χωριών και η προπαγανδιστική δράση στη γύρω περιοχή. Με τους πόρους του Κομιτάτου μισθοδότησε στα χωριά πέρα από ένοπλες φρουρές, αγγελιαφόρους και κατασκόπους της βουλγαρικής δράσης.[152] Την ίδια περίοδο ενεργούσε στην περιοχή των Κορεστείων η ανταρτοομάδα των Καούδη και Κύρου, που ανάγκασε πολλούς κομιτατζήδες να εγκαταλείψουν τα χωριά όπου βρίσκονταν. Στις 18 Σεπτεμβρίου(Ι.Η.)/1 Οκτωβρίου(Γ.Η.) η ομάδα αυτή επιτέθηκε αιφνιδιαστικά στην Όστιμα (σημερ. Τρίγωνο Φλώρινας) στον Μήτρο Βλάχο, που μετά από πολύωρη μάχη κατάφερε να διαφύγει, χάνοντας ωστόσο περίπου είκοσι άνδρες.[153][154] Ευρισκόμενος στο Λέχοβο, ο Μελάς πληροφορήθηκε την επικράτηση του Καούδη, στον οποίο είχε στείλει μηνύματα διατάζοντάς τον να τον συναντήσει, τα οποία ο Καούδης, που επίσης προσέβλεπε στην ανάληψη κοινής δράσης, δεν είχε λάβει, κάνοντας τον Μελά να νομίζει ότι η έλλειψη απάντησης ήταν σκόπιμη.[155] Λόγω της ανυπαρξίας σταθερών διαύλων επαφής, τρεις προσπάθειες συνάντησης μετά την πρώτη μεταξύ τους επικοινωνία στις 25 Σεπτεμβρίου έμειναν ανεπιτυχείς.[156]
Απογοητευμένος από τις άσχημες καιρικές συνθήκες, τις συναντήσεις με τον οθωμανικό στρατό, τις ικανότητες διαφυγής των αντιπάλων του, την απροθυμία των ντόπιων να τον συνδράμουν και την απουσία ενισχύσεων σε χρήματα και άνδρες από το Κομιτάτο,[157] ο Μελάς σχεδίαζε να επιστρέψει στην Αθήνα και να επανέλθει στη Μακεδονία τον Μάρτιο με νέο σώμα, αφήνοντας ολιγάριθμες φρουρές στα χωριά της περιοχής. Στις 9 Οκτωβρίου, όμως, έλαβε αναπάντεχα ενισχύσεις από την Ελλάδα,[4] όταν έφτασε στη Νεγκοβάνη ο Καραλίβανος με περίπου σαράντα άνδρες, με αποτέλεσμα το σώμα του Μελά να ξεπεράσει τους 70 το πλήθος και να δρα κατατετμημένο σε τέσσερεις ομάδες υπό τον Καραλίβανο, τον Γιοβάνη, τον Πουλάκα και τον Πύρζα.[151] Ο Μελάς περιέγραψε τη θέλησή του να παραμείνει στην περιοχή σε ένα γράμμα -το τελευταίο του-, που έστειλε στην κουνιάδα του Έφη Καλλέργη, κόρη του Στέφανου Δραγούμη και σύζυγο του αξιωματικού του ιππικού Γιάννη Καλλέργη,[158] με την οποία ο Μελάς είχε ερωτικό δεσμό τους τελευταίους μήνες της ζωής του.[159] Έχοντας οργανώσει την άμυνα των χωριών της Καστοριάς, σκόπευε να αφήσει περίπου πενήντα άνδρες να ελέγχουν την περιοχή και ο ίδιος να περάσει μέσα από το Ζέλοβο και το Πισοδέρι στην περιοχή του Μεγάροβου και του Μοναστηρίου, για να εκδιώξει από εκεί τις ανταρτοομάδες των κομιτατζήδων και να οργανώσει την άμυνά τους για τον χειμώνα.[158] Σε έκθεσή του προς το Κομιτάτο έγραψε ότι μετά το Μοναστήρι σχεδίαζε να κινηθεί προς τα Βοδενά και τη Βέροια, ώστε να αναπτύξει δράση σε όλη την περιοχή της οποίας είχε οριστεί υπεύθυνος.[160] Δύο μέρες αργότερα με δύναμη 60 ανδρών επιτέθηκε εναντίον προγραμμένων μελών των κομιτάτων στο Νερέτ (σημ. Πολυπόταμο),[4] όπου τους ειδοποίησε ότι κρύβονταν τρεις συμμορίες κομιτατζήδων ο γιος του δολοφονημένου ιερέα του χωριού, που είχε στοχοποιηθεί και ο ίδιος από την ΕΜΕΟ.[161] Η επιχείρηση απέβη άκαρπη και κατά την υποχώρηση του το ελληνικό σώμα δέχτηκε επίθεση κομιτατζήδων με αποτέλεσμα να τραπεί σε φυγή.[4]
Μετά την αποτυχημένη επιδρομή στο Νερέτ, ο Μελάς έμεινε με τους μισούς άνδρες του,[4] διανυκτέρευσε υπό βροχήν στο Βίτσι[162] και κινήθηκε προς τη Στάτιτσα (σημερινός Μελάς), όπου συνάντησε τον Ντίνα ή Ντίνε Στεργίου,[162][163] έναν εικοσιτετράχρονο πρώην κομιτατζή και μέλος της ομάδας του Μήτρου Βλάχου, που είχε φύγει από αυτή για λόγους αντιζηλίας και, συστημένος από τον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό Καραβαγγέλη, είχε ενταχθεί τον περασμένο Αύγουστο στο σώμα των Καούδη και Κύρου, δίχως να έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη τους για το οριστικό της μεταστροφής του στην ελληνική πλευρά.[162][163] Ο Ντίνας προσκάλεσε τον Μελά να καταλύσουν στη Στάτιτσα,[162] χωριό τότε σλαβόφωνο και μικτού πληθυσμού πατριαρχικών και εξαρχικών,[158][164] που διέθετε οργανωμένο βουλγαρικό πυρήνα.[162] Παρά την αντίρρηση του Πύρζα ότι θα ήταν ασφαλέστερο να μην μπουν στη Στάτιτσα, καθώς ήταν πέρασμα των οθωμανικών δυνάμεων που μετακινούνταν τακτικά από το Ζέλοβο στο Κονομπλάτι, ο Μελάς επέμενε να εισέλθουν στο χωριό.[158] Από εκεί έστειλε μήνυμα στον Κύρου και τον Καούδη να συναντηθούνε τα χαράματα της 14ης Οκτωβρίου κοντά στη Στάτιτσα.[158][162] Ο Καούδης ετοιμάστηκε να μεταβεί στη Στάτιτσα, νομίζοντας ότι ο Μελάς είχε έρθει για να ενισχύσει το σώμα του, αλλά ο Κύρου, που αφενός δεν ήθελε να απομακρυνθούν από το χωριό του, το πατριαρχικό Ζέλοβο, που ήταν εκτεθειμένο σε επιθέσεις εξαρχικών σωμάτων, αφετέρου είχε ψυχρανθεί με τον Μελά, που τον είχε κατηγορήσει για την προδοσία του Κώτα, αντιτάχθηκε και τελικά στάλθηκαν μόνο δύο άτομα για να οδηγήσουν το σώμα του Μελά στο Ζέλοβο.[165]
Στη Στάτιτσα το σώμα του Μελά δέχτηκε τη φιλοξενία προκρίτων του χωριού και του Ντίνε,[158] που θα οδηγούσε το σώμα του Μελά στον τόπο συνάντησης με τον Καούδη και τον Κύρου στις 14 Οκτωβρίου και βοήθησε τον Μελά να μοιράσει τους άνδρες της ομάδας σε πέντε σπίτια.[162][163] Το απόγευμα της 13ης Οκτωβρίου, όταν πληροφορήθηκαν ότι ένα οθωμανικό απόσπασμα είχε αναχωρήσει από το Κονοπλάτι, ο Μελάς δεν ανησύχησε, γνωρίζοντας ότι δεν ήταν οθωμανική πολιτική να επιτίθενται σκόπιμα στις ελληνικές ομάδες, που τους απάλλασσαν από το καθήκον καταδίωξης των κομιτατζήδων. Ωστόσο, το απόσπασμα είχε κινητοποιηθεί μετά την παραλαβή ένός παραπλανητικού γράμματος γραμμένου στα ελληνικά που είχε συντάξει και στείλει με μια χωρική ο επικηρυγμένος Μήτρος Βλάχος, ο κομιτατζής, και έγραφε ότι στη Στάτιτσα βρισκόταν ο ίδιος, υπολογίζοντας ότι ο τούρκος λοχαγός θα επετίθετο στη Στάτιτσα για να λάβει το ποσό με το οποίο είχε επικηρυχθεί ο Μήτρος Βλάχος, προξενώντας, ωστόσο, τον θάνατο του Μελά.[158][166][167] Το χωριό περικυκλώθηκε από οθωμανικό απόσπασμα κάποιων δεκάδων ανδρών και ξεκίνησαν αψιμαχίες. Το ξημέρωμα της επόμενης ημέρας θα έβρισκε τον Μελά νεκρό υπό ομιχλώδεις συνθήκες.[168]
Για τις ακριβείς συνθήκες του θανάτου του Μελά υπάρχει πλήθος εκδοχών.[169] Το οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε ένα από τα κρησφύγετα των Ελλήνων και ξέσπασαν πυροβολισμοί.[169] Περικύκλωσε επίσης το σπίτι όπου έμεναν ο Μελάς, ο Νικόλαος Πύρζας, ο Ντίνας,[158] ο Πέτρος Χατζητάσης[170] και ένας Κρητικός ονόματι Στρατινάκης, το οποίο καταδεικνυόταν σαφώς στο γράμμα του Μήτρου Βλάχου.[158] Οι περισσότερες αφηγήσεις συντρόφων του Μελά αμφισβητούν το ότι υπήρξε σημαντική μάχη και είναι αμφίβολο αν ο Μελάς και όσοι ήταν μαζί του συμμετείχαν. Όλες οι εκδοχές συγκλίνουν πως κάποια στιγμή τη νύχτα ο Μελάς προσπάθησε να διαφύγει, όμως τραυματίστηκε θανάσιμα. Οι μαρτυρίες ποικίλουν για το αν ο Μελάς τραυματίστηκε από βόλι του οθωμανικού αποσπάσματος ή των ανδρών του σώματός του, συγκεκριμένα από εκπυρσοκρότηση του όπλου του Πύρζα.[168][169] Μετά τον τραυματισμό του ο Μελάς ζήτησε από τον Πύρζα να παραδώσει τον σταυρό του στη σύζυγό του, το τουφέκι του στον γιο του και το κωνσταντινάτο του στην Έφη Καλλέργη.[159][171] Οι μαρτυρίες ποικίλουν επίσης για το αν, ύστερα από τον τραυματισμό του, ο Μελάς απεβίωσε, αυτοκτόνησε, ζήτησε από τον Ντίνα να τον αποτελειώσει ή ο τελευταίος τον σκότωσε αυτόβουλα.[169][172] Φαίνεται πως ο Μελάς ήταν ο μοναδικός νεκρός της ελληνικής πλευράς. Όλοι οι άνδρες του σώματός του διέφυγαν, εκτός από τους επτά που βρίσκονταν στο σπίτι που πολιόρκησε ο οθωμανικός στρατός, οι οποίοι παραδόθηκαν και το 1905 καταδικάστηκαν σε φυλάκιση πέντε ετών για σύσταση συμμορίας.[169] Οι σύνοικοι του Μελά άφησαν στον αχυρώνα του σπιτιού όπου βρίσκονταν τη σορό του Μελά, η οποία τάφηκε από χωρικούς της Στάτιτσας ενδεχομένως την ίδια νύχτα, και κατευθύνθηκαν προς το κοντινό Ζέλοβο.[173]
Το πρωί της επομένης (14η Οκτωβρίου) οι τέσσερεις σύνοικοι του Μελά φτάσαν στο Ζέλοβο (σημ. Ανταρτικό) όπου συνάντησαν τον Καούδη και τον Κύρου και τους πληροφόρησαν για τον θάνατο του αρχηγού τους.[169][173] Την ίδια μέρα ο Ντίνας στάλθηκε στη Στάτιτσα, απ' όπου επέστρεψε δυο μέρες αργότερα λέγοντας ότι υπήρχε κίνδυνος να «πάρουν το κεφάλι» της σορού.[173] Το βράδυ της 17ης αναχώρησαν για την Μπελκαμένη (σημ. Δροσοπηγή) όλοι οι Μακεδονομάχοι, εκτός από τον Κύρου που παρέμεινε στο Ζέλοβο, ενώ ο Ντίνας στάλθηκε πάλι στη Στάτιτσα εφοδιασμένος από τον Καούδη με πέντε λίρες για να ανακτήσει τη σορό του Μελά.[142][173] Το πρωί της 18ης Οκτωβρίου ο Ντίνας εμφανίστηκε στο Ζέλοβο φέροντας το κεφάλι του Μελά και λέγοντας στον Κύρου και στον υπάλληλο του ελληνικού προξενείου του Μοναστηρίου, που μόλις λίγες ώρες πριν είχε έρθει στο χωριό, ότι, ενώ έκανε την εκταφή του νεκρού, στο χωριό εμφανίστηκε οθωμανικός στρατός και γι' αυτό έκοψε βιαστικά το κεφάλι του νεκρού και έφυγε.[173]
Το κεφάλι του Μελά τάφηκε στο παρεκκλήσι του ναού της Αγίας Παρασκευής στο χωριό Πισοδέρι[174][175] από τον παπα - Σταύρο Τσάμη,[176] ενώ μετά από έρευνα στη Στάτιτσα στις 23 Οκτωβρίου ο οθωμανικός στρατός εντόπισε το ακέφαλο σώμα και το μετέφερε στην Καστοριά.[177] Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανού Καραβαγγέλη, ο καϊμακάμης της Καστοριάς εντόπισε πάνω στο νεκρό του Μελά γράμματα προς τον «κύριο Τζέτζα», ψευδώνυμο του Μελά, χάρη στα οποία ο Καραβαγγέλης αντιλήφθηκε την ταυτότητα του νεκρού και επέμεινε να παραδοθεί στον ίδιο για να τον κηδεύσει ως Έλληνα. Μπροστά στην επιμονή του καϊμακάμη να τον παραδώσει σε Βούλγαρο ιερέα, ο Καραβαγγέλης κινητοποίησε τη νεολαία της Καστοριάς και στη συνέχεια ζήτησε τη μεσολάβηση των ντόπιων μπέηδων, προειδοποιώντας ότι μπορεί να συμβούν ταραχές που θα έβλαπταν την ειρηνική συμβίωση Τούρκων και Ελλήνων. Οι μπέηδες της Καστοριάς ανάγκασαν τον καϊμακάμη να παραδώσει στον Καραβαγγέλη το σώμα του Μελά, το οποίο και τάφηκε στον περίβολο από το βυζαντινό παρεκκλήσι των Ταξιαρχών κοντά στο Μητροπολιτικό Μέγαρο Καστοριάς.[174][175] Το 1907 ο Στέφανος Δραγούμης ζήτησε από τον Καραβαγγέλη να παρευρεθεί η Ναταλία στην μετά τριετία εκταφή του σώματος του συζύγου της καθώς και να του δοθεί το κεφάλι του Μελά. Ο Καραβαγγέλης φρόντισε να έρθει το κεφάλι του Μελά από το Πισοδέρι στην Καστοριά και η Ναταλία επιβεβαίωσε, χάρη σε τρία χρυσά δόντια που η αδερφή του δεσπότη, Κλεονίκη, εντόπισε στο στόμα του, ότι επρόκειτο για το κεφάλι του Μελά, το οποίο ο Καραβαγγέλης έθαψε στην Καστορια μαζί με το υπόλοιπο σώμα, κάτω από την Αγία Τράπεζα του μητροπολιτικού ναού της πόλης.[173][178] Τον Ιούλιο του 1950 τα οστά του Μελά μεταφέρθηκαν σε τάφο στο εσωτερικό του παρεκκλησίου των Ταξιαρχών.[179]
Στις 16 Οκτωβρίου ο Πύρζας έστειλε με καθυστέρηση ενημερωτική επιστολή στο προξενείο του Μοναστηρίου, το τηλεγράφημα του οποίου της 17ης Οκτωβρίου προς το ελληνικό ΥπΕξ έφθασε στην Αθήνα στις 18, οπότε και ενημερώθηκαν για τον θάνατο του Μελά οι Δραγούμηδες, ενώ την επομένη το νέο δημοσιεύθηκε στον τύπο.[177][181] Σύμφωνα με την αφήγηση που κυριάρχησε, ο Μελάς βρήκε εκούσιο θάνατο αψηφώντας χάρη στη φιλοπατρία του τους κινδύνους που διέτρεχε,[182] καθώς ο αθηναϊκός τύπος έγραψε ότι ο Μελάς πυροβολήθηκε αφότου είχε διασπάσει μαζί με το σώμα του τις γραμμές των τούρκων στρατιωτών.[169] Η διασπορά πολλών διαφορετικών φημών σχετικά με το γεγονός και η προσπάθεια απόκρυψης ενοχλητικών λεπτομερειών[162] —όπως του ότι οι μακεδονομάχοι ανέμεναν να μη δεχτούν επίθεση των οθωμανικών αρχών και του ότι αυτές τους επιτέθηκαν επειδή νόμιζαν ότι είναι βουλγαρική ομάδα, που "ευλόγως", κατά τον Έλληνα πρόξενο στο Μοναστήρι, αποκρύφθηκαν από την ελληνική κοινή γνώμη—[169] κάλυψαν κάτω από ένα πέπλο μυστηρίου τις συνθήκες θανάτου του Μελά.[162]
Στα μέσα Νοεμβρίου ανέλαβε ως διάδοχος του Μελά στη θέση του αρχηγού των ελληνικών σωμάτων στη δυτική Μακεδονία ο Γεώργιος Τσόντος, που έγινε γνωστός ως «καπετάν Βάρδας», κατάφερε τα πρώτα αξιόλογα πλήγματα στον αντίπαλο, αποκατέστησε το κύρος της ελληνικής πλευράς στα μάτια των ντόπιων και αναδείχθηκε ο σημαντικότερος αξιωματικός του Μακεδονικού Αγώνα.[183] Το 1907 ο Τσόντος-Βάρδας πληροφορήθηκε ότι δύο χρόνια νωρίτερα, το 1905, φοβούμενος για τη ζωή του, επειδή είχε θανατώσει τον Μελά, ο Ντίνε μετανάστευσε στις ΗΠΑ.[163][177] Τρία χρόνια αργότερα, ένας Έλληνας πράκτορας έγραψε στον πεθερό του Μελά, Στέφανο Δραγούμη, ότι συνέχιζε να αναζητεί τον Ντίνε αποφασισμένος να του δώσει «οικτρόν θάνατον» ως προδότη και υπεύθυνο για τον θάνατο του Μελά.[163]
Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του Μελά, δημοσιεύθηκαν στις εφημερίδες ποιήματα γνωστών και άσημων ποιητών για τον Μελά,[184] ενώ η Ακρόπολις δημοσίευσε σχετικό ποίημα του Κωστή Παλαμά που εντάχθηκε στη σχολική ύλη.[185][186] Στις εκκλησίες της Ελλάδας τελέστηκαν μνημόσυνα για τον Μελά, ενώ στα σχολεία εκφωνήθηκε μια ομιλία συνταγμένη από την «Επίκουρο των Μακεδόνων Επιτροπή» που τον εξυμνούσε ως γενναίο «Βουλγαροκτόνο», απόστολο της Μεγάλης Ιδέας και φιλόπατρι θυσιασθέντα υπέρ της ελευθερίας, αντάξιο των μεγάλων ανδρών της αρχαίας Ελλάδας.[182] Πάνω από 100.000 άνθρωποι συμμετείχαν στο οργανωμένο από μια δημοσιογραφική ένωση μνημόσυνό του στην Αθήνα, προσδίδοντάς του χαρακτήρα διαδήλωσης.[187] Ο θάνατός του Μελά αποτέλεσε επίσης θέμα θεατρικών έργων,[185][188] ποιημάτων Μακεδόνων ποιητών[189] και δημοτικών τραγουδιών από όλες τις περιοχές της Ελλάδας.[190] Σε συνθήκες μυστικότητας ο Καστοριανός φωτογράφος Λεωνίδας Παπάζογλου φωτογράφησε τον Νοέμβριο του 1904 τον στεφανωμένο τάφο του Μελά και οι παραχθείσες εικόνες διοχετεύθηκαν από τον αδερφό του Μελά, Κωνσταντίνο, στον ελληνικό τύπο και κατόπιν αναπαρήχθησαν μαζικά ως καρτ ποστάλ, όπως συνέβη και με διάφορες απεικονίσεις του Μελά.[191][192]
Η φωτογραφία του Μελά της 21ης Αυγούστου με αντάρτικη περιβολή αποτέλεσε την έμπνευση για πορτρέτο που αναπαρήχθη στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας Άστυ και ακολούθως σε επιστολικά δελτάρια,[185] αλλά και πρότυπο μίμησης για τις φωτογραφίες κατοπινών Μακεδονομάχων.[193] Την ίδια χρονιά ο Γεώργιος Ιακωβίδης φιλοτέχνησε κατά παραγγελία της Λουίζας Ριανκούρ ένα πορτρέτο του Μελά με βάση τη φωτογραφία του Μελά στη Λάρισα,[110][194] ενώ με την ενδυμασία του Μακεδονομάχου ο Μελάς εικονίστηκε ως εθνομάρτυρας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα και από τον ζωγράφο Θεόφιλο.[195] Κατά τον ιστορικό Βασίλη Γούναρη, η ιστορία και η σημασία της φωτογραφίας αυτής, που μαζί με τον πίνακα του Ιακωβίδη έγιναν το γνωστότερο και μακροβιότερο σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα, «είναι το καλύτερο παράδειγμα της απόστασης που χωρίζει τη συμβολική, σχεδόν μυθική, σημασία του Μακεδονικού Αγώνα από την ιστορία του».[110]
Αν και ο Μελάς ήταν ιδανικός για το έργο της προώθησης του ελληνισμού στη Μακεδονία, τα άμεσα αποτελέσματα της δράσης του ως οπλαρχηγού ήταν πενιχρά.[197] Ο θάνατος, όμως, ενός γνώριμου στους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους μεγαλοαστού αξιωματικού κατά τον τύπο του παραδοσιακού «παλληκαριού», του «κλέφτη»-ελευθερωτή, ιδιότητα με την οποία ο Μελάς συνειδητά επιδίωξε να ταυτιστεί κατά την έξοδό του στη Μακεδονία το φθινόπωρο του 1904, σε μια περίοδο κατά την οποία ο τακτικός στρατός θεωρούνταν άνευ αξίας, ενώ οι άτακτοι πολεμιστές ο αληθινός «στρατός του έθνους», ανέδειξε τον Μελά ως μέλος του ελληνικού εθνικού πανθέου, συγκλόνισε την κοινή γνώμη της εποχής, εξώθησε πολλούς εθελοντές να ακολουθήσουν το παράδειγμά του και κατέστησε αδύνατο για τις ελληνικές κυβερνήσεις να παραβλέψουν την υπόθεση της Μακεδονίας.[169][198] Ήδη πριν την ένταξη της Μακεδονίας στο ελληνικό κράτος, ο Μελάς είχε γίνει εθνικός ήρωας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.[199]
Την περίοδο του Μεσοπολέμου, όταν η εν εξελίξει προσπάθεια αφομοίωσης των σλαβόφωνων στο ελληνικό έθνος και η συνέχιση ύπαρξης διαμαχών μεταξύ των πολιτικά ενεργών Μακεδονομάχων οδηγούσε στον αποκλεισμό του Μακεδονικού Αγώνα από τον επίσημο δημόσιο λόγο, η απότιση φόρου τιμής στον Μελά λειτούργησε ως υποκατάστατο της δημόσιας μνημόνευσης του Μακεδονικού Αγώνα.[199][201] Επί μακεδονικού εδάφους, το 1920 τοποθετήθηκε στο κενοτάφιό του Μελά στην Καστοριά, μετά από παραγγελία της Ναταλίας και με συγχρηματοδότηση του εκεί δήμου, μία προτομή του επί ενεπίγραφης στήλης που τον παρουσίαζε ως «πρωτομάρτυρα της μακεδονικής ελευθερίας», κατ' αναλογίαν με «εθνομάρτυρες», όπως ο Ρήγας και ο Γρηγόριος Ε΄.[202] Το όνομα του Μελά δόθηκε το 1927 στη Στάτιστα, το χωριό όπου σκοτώθηκε, που ονομάζεται σήμερα Μελάς,[203] και σε μία εθνικόφρονα και, υπό την επίδραση της θέσης του ΚΚΕ για ανεξάρτητη Μακεδονία, αντικομμουνιστική «Εθνική Οργάνωση» ντόπιων κυρίως Μακεδονομάχων που ιδρύθηκε τον ίδιο χρόνο, γρήγορα εξαπλώθηκε σε πόλεις και κωμοπόλεις της Μακεδονίας και στόχευε στην ικανοποίηση μέσω πελατειακών δικτύων αιτημάτων υλικής αποκατάστασης των μελών της.[204] Το 1931 ένα στρατόπεδο στο δυτικό τμήμα της Θεσσαλονίκης μετονομάστηκε προς τιμήν του σε «στρατόπεδο Παύλου Μελά».[205] Το 1934 ανεγέρθηκε στον πρώτο τάφο του Μελά, στη Στάτιστα, ένα μνημείο, που τον Οκτώβριο του ίδιου έτους καταστράφηκε από αγνώστους (ο βενιζελικός γερουσιαστής Λεωνίδας Ιασωνίδης καταλόγισε την ευθύνη σε «βουλγαρίζοντας βουλγαροφώνους» της περιοχής), αλλά ανεγέρθηκε εκ νέου από την τοπική κοινότητα.[206][207] Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1940 η στοχευμένη παρουσίαση των κομμουνιστών ως "Βουλγάρων" και η θεώρηση του εμφυλίου πολέμου ως επανάληψης της ελληνοβουλγαρικής διένεξης των αρχών του αιώνα είχε ως αποτέλεσμα την επιστράτευση στην εθνικόφρονα ρητορική της εποχής των συμβολικών μορφών του Δραγούμη και του Μελά, το όνομα του οποίου δόθηκε σε μία σειρά από τοπόσημα και διοργανώσεις.[208]
Το 1907 ο κουνιάδος του Μελά, Ίων Δραγούμης, δημοσίευσε με το ψευδώνυμο «Ίδας» το πρώτο αφηγηματικό κείμενο για τον Μελά, το βιβλίο Μαρτύρων και ηρώων αίμα,[209] στο οποίο παρουσίαζε τον Μελά ως το μοναδικό ως τον θάνατό του υποστηρικτή της ελληνικής υπόθεσης στη Μακεδονία και τον προέβαλλε ως «παλληκάρι» άξιο μίμησης και θαυμασμού από τους νέους της εποχής,[210] ενώ η Πηνελόπη Δέλτα, ακροάτρια των αναμνήσεων του Δραγούμη, έκανε τον θάνατο του Μελά κεντρικό συμβάν του μυθιστορήματος Ο Μάγκας.[209] Το 1926 δημοσιεύθηκε ανώνυμα στην Αλεξάνδρεια και το 1963 επώνυμα στην Αθήνα μία βιογραφία του Μελά γραμμένη από τη σύζυγό του, Ναταλία Δραγούμη, συνοδευόμενη από την επιστολογραφία του και εικονογραφημένη από τον Φώτη Κόντογλου.[4][211] Η Ναταλία επενέβη στη γλώσσα του σημειωματαρίου του Μελά και των επιστολών του, ώστε να είναι περισσότερο κατάλληλη για δημοσίευση, και λογόκρινε αναφορές που υπήρχαν σε προσωπικές στιγμές του Μελά με την ίδια, τα παιδιά του ή την Έφη Καλλέργη, καθώς και σε πρακτικές που μπορούσαν να απομυθοποιήσουν τον Μακεδονικό Αγώνα στην κοινή γνώμη, όπως την παροχή χρημάτων σε εμπλεκόμενους στον Αγώνα ή διηγήσεις του Μελά για την ανευθυνότητα πολλών από αυτούς.[212] Ο Μελάς ενέπνευσε επίσης τη μυθοπλασία της μεταπολεμικής πεζογραφίας, από τα διηγήματα του Γεώργιου Μόδη ως και, ενενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, το μυθιστόρημα Η κεφαλή του Νίκου Μπακόλα.[213] Την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας γυρίστηκε η ταινία Παύλος Μελάς, ένα ηρωικό πολεμικό μελόδραμα αμφισβητούμενης ιστορικής ακρίβειας, που είχε ως θέμα την προσωπικότητα και τη δράση του Μελά,[214][215][216][217] σε σκηνοθεσία Φίλιππου Φυλακτού με τον Λάκη Κομνηνό στον πρωταγωνιστικό ρόλο.[218] Η ταινία αποτελούσε παραγγελία της στρατιωτικής κυβέρνησης και παραγωγή του Αρχηγείου Στρατού (που συγκάλυψε τον ρόλο του)[215][219][220] και αποσκοπούσε στην προπαγάνδιση της θέσης της συνεχούς και αποκλειστικής ελληνικότητας της Μακεδονίας. Προβλήθηκε για σύντομο χρονικό διάστημα το 1974,[216] υποχρεωτικά στο σύνολο των μαθητών,[215] προκαλώντας την αντίδραση της Βουλγαρίας[220] και αποσπώντας αρνητικές κριτικές στον τύπο της εποχής για την καλλιτεχνική της αξία, αλλά θετικές για το ιδεολογικό της περιεχόμενο.[216]
Το σπίτι όπου βρήκε τον θάνατο ο Μελάς μετατράπηκε σε μουσείο το 1963 και έκτοτε κάθε χρόνο τελείται στον Μελά μνημόσυνο, το οποίο παρακολουθεί πολύς κόσμος και αξιωματούχοι.[173][221] Με βασιλικό διάταγμα του 1969 η πρώτη Κυριακή μετά την επέτειο θανάτου του Μελά, 13 Οκτωβρίου, έχει οριστεί ως «Ημέρα του Μακεδονικού Αγώνος», δημόσια εορτή για τη Μακεδονία και τη Θράκη.[222] Την περίοδο του Μακεδονικού, στις αρχές της δεκαετίας του '90, μετά την ανεξαρτητοποίηση της Γιουγκοσλαβικής Μακεδονίας, σημειώθηκε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τον Μελά και η ενενηκοστή επέτειος του θανάτου του κηρύχθηκε σχολική αργία.[223] Ο Μελάς συχνά παρουσιάζεται, ως συνδεόμενος με τον αγώνα υπεράσπισης της ελληνικότητας της Μακεδονίας, μαζί με τον Μέγα Αλέξανδρο, όπως τους απεικόνισε και ο Νίκος Εγγονόπουλος στον πίνακα «Οι δύο Μακεδόνες».[224] Πλήθος από ανδριάντες έχουν αναγερθεί σε πλατείες πόλεων, οδοί και πλατείες ανά την Ελλάδα φέρουν το όνομά του,[225] ενώ πολλά προσωπικά του αντικείμενα εκτίθενται τώρα στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα Θεσσαλονίκης.[226] Στη Θεσσαλονίκη, με το πρόγραμμα «Καλλικράτης» οι δήμοι Σταυρούπολης, Πολίχνης και Ευκαρπίας ενώθηκαν το 2010 σε έναν δήμο, στα όρια του οποίου ανήκει το στρατόπεδο «Παύλου Μελά» (που έπαψε να λειτουργεί το 2006) και ο οποίος έχει την ονομασία Παύλος Μελάς.[227][228] Γνωρίζοντας ευρεία απήχηση στην ελληνική κοινωνία, τον 21ο αιώνα η ανάδειξη της μορφής του Μελά ως ενσάρκωσης συντηρητικών αξιών και ηρωικού προτύπου εθνικής αυτοθυσίας έγινε σημείο σύγκλισης πτερύγων της δεξιάς.[159] Ως ρήση του Μελά παρουσιάζεται από Έλληνες ακροδεξιούς μία δήλωση ενός βασιλόφρονα Γάλλου στρατηγού της εποχής της Γαλλικής Επανάστασης για ανυποχώρητη μάχη μέχρις εσχάτων,[229] ενώ η Χρυσή Αυγή έχει εντάξει τον Μελά σε ένα πάνθεο αναγνωριζόμενων από το κράτος και την εθνική ιστοριογραφία ηρώων,[230] προς τιμήν των οποίων οργανώνει περιστασιακά εκδηλώσεις μνήμης.[231] Στα συλλαλητήρια εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών ακούστηκαν συνθήματα για τον Μελά,[232] ενώ αναφορές στον Μελά έγιναν και στη σχετική κοινοβουλευτική συζήτηση.[4] Το σπίτι του Μελά στην Κηφισιά εγκαταλείφθηκε, αλλά το 2009 αναγνωρίστηκε ως μνημείο,[233] δωρήθηκε στο Υπουργείο Άμυνας και το 2020 αποκαταστάθηκε.[234]