Πεδίο Απολιθωμάτων Μέσσελ | |
---|---|
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ. | |
Χώρα μέλος | Γερμανία |
Τύπος | Φυσική Ιστορία |
Κριτήρια | viii |
Ταυτότητα | 720 |
Περιοχή | Ευρώπη |
Ιστορικό εγγραφής | |
Εγγραφή | 1995 (19η συνεδρίαση) |
Το πεδίο απολιθωμάτων Μέσσελ (γερμ. Grube Messel) είναι το μέχρι σήμερα πλουσιότερο απολιθωματοφόρο πεδίο παγκοσμίως, στο οποίο ανευρίσκονται απολιθώματα του Ηωκαίνου, ηλικίας από 57 ως 36 εκατομμυρίων ετών. Θεωρείται ότι παρέχει μοναδικές πληροφορίες σχετικά με τα πρώτα στάδια εξέλιξης των θηλαστικών, ενώ σε αυτό ανευρίσκονται πάρα πολύ καλά διατηρημένα απολιθώματά τους, εκτεινόμενα από ιδιαίτερα πλήρεις σκελετούς ως περιεχόμενα στομάχων ζώων της περιόδου αυτής.[1]
Το πεδίο Μέσσελ βρίσκεται στη Γερμανία, στις βορειότερες υπώρειες του Όντενβαλκ (Odenwalk), νότια της Φρανκφούρτης πολύ κοντά στο Ντάρμσταντ, στο κρατίδιο της Έσσης (Hesse), στο οποίο υπάγεται διοικητικά. Η βόρεια πλευρά του πεδίου οριοθετείται από σιδηροδρομική γραμμή, ενώ στα νότια και τα δυτικά του υπάρχουν βιομηχανικές επιχειρήσεις. Στην ανατολική του πλευρά υπάρχει δασική έκταση.[2]
Το πεδίο έχει μήκος, από βορρά προς νότο, περίπου 1000 μ. και πλάτος, από ανατολάς προς δυσμάς, περίπου 700 μ. Αποτελείται από ιζήματα παλαιάς λίμνης, τα οποία επικαλύπτουν ερυθρό ψαμμίτη ηλικίας 270 - 290 εκατομ. ετών, με κρυσταλλικά πετρώματα προερχόμενα από μαγματικές διεισδύσεις. Η αρχική λεκάνη του πεδίου υπέστη ρηγματώσεις, οι οποίες είχαν ως συνέπεια τον σχηματισμό νέων υπερκείμενων ιζημάτων σημαντικού πάχους. Το στρώμα των βιτουμενιούχων σχιστολίθων εκτείνεται μέχρι τα 190 μ. Ο σχηματισμός ιζημάτων πάνω από αυτό το διατήρησε χωρίς σημαντικές διαβρώσεις, σε αντίθεση με τα ιζήματα στις αύλακες που συνέδεαν τις επιμέρους λεκάνες, των οποίων τα ιζήματα έχουν τελείως διαβρωθεί. Στις υπώρειες του πεδίου εμφανίζονται προεξοχές με πετρώματα παλαιότερα του Ηωκαίνου, σχετικά ανώμαλες λόγω των κατολισθήσεων που τα παραμόρφωσαν. Όλες αυτές οι μεταβολές οδήγησαν στο να παραμείνει ανέπαφο μόνο τμήμα της στρωματογραφικής διάταξης του πεδίου. Στο ανατολικό του τμήμα εξακολουθεί να υφίσταται μια μικρή λίμνη.[2]
Η αρχική θέση του πεδίου δεν ήταν η σημερινή, αλλά βρισκόταν αρκετά νοτιότερα. Γι' αυτό και το κλίμα που επικρατούσε τότε εκεί ήταν τροπικό / υποτροπικό.[1]
Ήδη από το 1859 εξορύσσονταν από το πεδίο αρχικά λιγνίτης και στη συνέχεια βιτουμενιούχος σχιστόλιθος. Γύρω στα 1900 άρχισε να γίνεται γνωστό για τα άφθονα απολιθώματά του, αλλά δεν αναλήφθηκε καμία σοβαρή επιστημονική έρευνα πριν τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν οι τιμές των πετρελαιοειδών σημείωσαν διεθνώς πτώση και η εξόρυξη του σχιστολίθου κατέστη αντιοικονομική. Η εξόρυξη σταμάτησε το 1971, ενώ δεν ευδοκίμησε και η κατασκευή ενός εργοστασίου τσιμέντου στην περιοχή. Στη συνέχεια αποφασίστηκε το πεδίο να χρησιμοποιηθεί ως χωματερή, ενώ το κρατίδιο της Έσσης επέτρεπε σε ερασιτέχνες να το επισκέπτονται και να συλλέγουν απολιθώματα. Τελικά το κρατίδιο αγόρασε την έκταση το 1991[3] Τελικά, λόγω των εξαιρετικών απολιθωμάτων που βρίσκονται στο πεδίο, η UNESCO το ανακήρυξε σε Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 1995[1] και σήμερα το Μέσσελ είναι το μοναδικό μνημείο ΠΚ που απέκτησε αυτό τον τίτλο χάρη στα απολιθώματά του, ενώ ζητήθηκε και από τους ερασιτέχνες να επιστρέψουν οικειοθελώς όσα απολιθώματα είχαν συλλέξει, προκειμένου αυτά να δοθούν στους παλαιοντολόγους προς εξέταση και φύλαξη.
Η περιοχή γύρω από το πεδίο Μέσσελ πιστεύεται ότι κατά το Ηώκαινο ήταν γεωλογικά και τεκτονικά ιδιαίτερα ενεργή. Σήμερα υποστηρίζεται από κορυφαίους επιστήμονες ότι τα αίτια θανάτου των απολιθωμένων όντων στην περιοχή ήταν οι εκπομπές ηφαιστειακών αερίων (σε αναλογία με το φαινόμενο της λίμνης Nyos στην Αφρική το 1986), προκειμένου να εξηγηθεί το μεγάλο πλήθος των απολιθωμένων χερσαίων οργανισμών. Την άποψη αυτή ενισχύει και η παρουσία μαγματικών διεισδύσεων στα ιζηματογενή στρώματα.
Έχουν ταυτοποιηθεί, ως το επίπεδο οικογένειας, περίπου 31 φυτά: Βρύα της οικογένειας Selaginellaceae, φτέρες των οικογενειών Osmundaceae και Schizaeaceae, κυπαρίσσια της οικογενείας των Κυπαρισσιδών (Cupressaceae), ιτάμους (οικογένεια Κεφαλοταξοειδών (Cephalotaxaceae) και ένα είδος καρυδιάς (οικογένεια Juglandaceae)[2].
Το πρώτο ζωικό απολίθωμα εντοπίστηκε το 1875 και ανήκε σε ένα είδος κροκοδείλου. Σε εκσκαφές που ακολούθησαν, εντοπίστηκαν περίπου 40 είδη, όπως το μαρσιποφόρο οπόσσουμ Paradectes και τα είδη:
(όλοι οι ιχθύες ανήκουν στους οστεϊχθύες)
Αποτελούν τον μεγαλύτερο πληθυσμό απολιθωμάτων, με μερικά από αυτά να έχουν διατηρηθεί σε εξαιρετική κατάσταση τόσο από πλευράς σωματικής δομής όσο και από πλευράς χρωμάτων.
Στο πεδίο Μέσσελ εντοπίστηκε απολίθωμα προανθρώπου, ηλικίας 47 εκατομ. ετών, το οποίο ονομάστηκε «Darwinius masillae» και επονομάστηκε "Ida". Πρόκειται για ένα από τα παλαιότερα απολιθώματα προανθρώπου που έχουν εντοπιστεί και αποτελεί ένα "μεταβατικό" είδος, που παρουσιάζει χαρακτηριστικά από την πολύ αρχαϊκή, μη ανθρώπινη εξελικτική ακολουθία, όπως οι λεμούριοι, διαθέτει όμως και, συγκριτικά περισσότερα, χαρακτηριστικά ανθρωποειδών. Δεδομένου ότι το σκελετικό απολίθωμα είναι κατά 95% πλήρες, αποτελεί σημαντικό εύρημα για την κατανόηση των παλαιοβιολογίας του Ηωκαίνου.[4]
Κατάλογος προς πώληση απολιθωμάτων από το πεδίο Μέσσελ