Τίτλος | Περίπλους τῆς Ἐρυθράς Θαλάσσης Periplus Maris Erythraei |
---|---|
Γλώσσα | αρχαία ελληνικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1ος αιώνας 3ος αιώνας |
Θέμα | Ερυθρά Θάλασσα |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Ο Περίπλους της Ερυθράς Θάλασσας ή ο Περίπλους τῆς Ἐρυθράς Θαλάσσης κατά την πρωτότυπη του ονομασία, είναι κείμενο του 1ου με 3ου αιώνα μ.Χ., ανωνύμου συγγραφέως[1], γραμμένο στην Ελληνιστική Κοινή, το οποίο περιγράφει την πλοήγηση και τις εμπορικές δραστηριότητες από τα Ρωμαϊκά λιμάνια της Αιγύπτου, την πορεία και τους προορισμούς στις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας, τους εμπορικούς σταθμούς κατά μήκος της ανατολικής Αφρικής και της Ινδίας, καθώς και πρώιμες στοιχειώδεις περιγραφές της νοτιοανατολικής Ασίας και της Κίνας.
Υπάρχουν διαφορετικές εκτιμήσεις για την ηλικία του κειμένου, το οποίο γενικώς χρονολογείται μεταξύ του 1ου και του 3ου αιώνα μ.Χ., αλλά η πιο κοινώς αποδεκτή ημερομηνία φαίνεται να είναι τα μέσα του 1ου αιώνα. Αν και ο συγγραφέας είναι άγνωστος, είναι εμφανές πως είναι μια πρωτογενής περιγραφή από κάποιον που γνωρίζει καλά την περιοχή, και έχει τη μοναδική ιδιότητα να δίνει ακριβείς περιγραφές στο τι ο αρχαίος κόσμος γνώριζε για τις τοποθεσίες γύρω από τον Ινδικό ωκεανό.
Στη σημερινή εποχή η Ερυθρά Θάλασσα αντιστοιχεί στη θαλάσσια λωρίδα ανάμεσα στην Αφρική και την Αραβία, όμως στον αρχαίο κόσμο, ο όρος αυτός συμπεριλάμβανε ολόκληρο τον Ινδικό ωκεανό και τον Περσικό κόλπο.
Το έργο αποτελείται από 66 κεφάλαια, με αρκετά από αυτά να έχουν το μέγεθος μικρής παραγράφου. Για παράδειγμα το κεφάλαιο 9 το οποίο είναι μικρό, στο σύνολο του αναφέρει τα παρακάτω:
Ἀπὸ δὲ Μαλαὼ [η πόλη Βέρβερα της Σομαλίας] δύο δρόμοις ἐστὶν ἐμπόριον ἡ Μούνδου, ἐν ᾧ καὶ ἀσφαλέστερον ὁρμεῖ τὰ πλοῖα εἰς τὴν προκειμένην ἔγγιστα τῆς γῆς νῆσον. Προχωρεῖ δὲ εἰς αὐτὴν τὰ προειρημένα [του κεφαλαίου 8] καὶ ἐκεῖθεν ὁμοίως ἐκφέρεται τὰ προειρημένα φορτία [καὶ] θυμίαμα τὸ λεγόμενον μοκρότου [μακαράντα στα Σανσκριτικά της Ινδίας]. Οἱ δὲ κατοικοῦντες ἔμποροι σκληρότεροι
Σε πολλές περιπτώσεις, η περιγραφή των τοποθεσιών είναι αρκετά λεπτομερής έτσι ώστε να γίνει ταυτοποίηση με τις σημερινής τοποθεσίες, ενώ για κάποιες άλλες υπάρχει αρκετή συζήτηση. Για παράδειγμα, αναφέρεται μια πόλη με το όνομα Ραπτά (§16) ως η πιο μακρινή αγορά στο μέρος της Αφρικανικής ακτής με το όνομα Αζανία (σύγχρονη Τανζανία), αλλά υπάρχουν τουλάχιστον πέντε διαφορετικές τοποθεσίες οι οποίες ταιριάζουν με αυτή την περιγραφή, από την πόλη Τάνγκα της βόρειας Τανζανίας έως και στα νότια του δέλτα του ποταμού Ρουφίτζι (Rufiji) στην ίδια χώρα. Επίσης η περιγραφή της Ινδικής ακτής περιγράφει τον ποταμό Γάγγη ξεκάθαρα, αλλά μετά από αυτό το σημείο η περιγραφή είναι συγκεχυμένη, περιγράφοντας την Κίνα (§64) ως μεγάλη πόλη και συγκεκριμένα παράκειται ἐν αὐτῇ πόλις μεσόγειος μεγίστη, λεγομένη Θῖναι [Κίνα], η οποία είναι πηγή ακατέργαστου μεταξιού.
Ο Περίπλους αναφέρει πως η απευθείας θαλάσσια διαδρομή από την Ερυθρά θάλασσα προς την Ινδική χερσόνησο μέσω του ανοικτού ωκεανού ανακαλύφθηκε από τον Ίππαλο (§57), τον Έλληνα εξερευνητή του 1ου αιώνα π.Χ..
Επίσης αναφέρονται πολλά εμπορικά αγαθά, αλλά κάποιες από τις ονομασίες των αγαθών αυτών δεν φαίνονται να εμφανίζονται πουθενά αλλού στην αρχαία βιβλιογραφία, και έτσι μπορούν να γίνουν μόνο εικασίες για το τι είδους αντικειμένου πρόκειται, όπως για παράδειγμα αναφέρεται ο λάκκος χρωμάτινος (§6). Η ονομασία αυτή εμφανίζεται ξανά στο τέλος του Μεσαίωνα στα Λατινικά -εάν πρόκειται για την ίδια και όχι απλή σύμπτωση- ως λάκκα (lacca), ως λεξικό δάνειο από το Αραβικό λακ (lakk), το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το Σανσκριτικό λακχ (lakh), και έχει τη σημασία κόκκινης χρωματικής βαφής.[2]
Το κείμενο του Περίπλου έχει διασωθεί από ένα Βυζαντινό χειρόγραφο του 10ου αιώνα, το οποίο σήμερα φυλάσσεται στη βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης[3], καθώς και από ένα άλλο αντίγραφο του 14ου ή 15ου αιώνα που διατηρείται στο Βρετανικό μουσείο[4]. Στο χειρόγραφο του 10ου αιώνα, το κείμενο αποδίδεται στον Αρριανό, πιθανόν επειδή το χειρόγραφο βρέθηκε μαζί με το κείμενο του Αρριανού Περίπλους του Ευξείνου Πόντου. Το κείμενο του Περίπλου της Ερυθράς επιμελήθηκε από τον Τσέχο Ζίγκμουντ Γκέλεν (Sigismund Gelenius)[5] και η πρώτη έντυπη έκδοση του έγινε από τον Ελβετό Ιερώνυμο Φρόμπεν (Hieronymus Froben) το 1533 στη Βασιλεία. Η έκδοση αυτή ήταν ατελής και γεμάτη σφάλματα, και χρησίμευσε ως βάση και για μετέπειτα εκδόσεις, ώσπου το αυθεντικό χειρόγραφο του 10ου αιώνα βρέθηκε ξανά και μεταφράστηκε εκ νέου το 1816.[6]
Μια ιστορική έρευνα που δημοσιεύτηκε το 1912,[7] συγκεκριμενοποίησε την ημερομηνία του κειμένου στο 60 μ.Χ.. Αν και η χρονολόγηση ενός κειμένου 2000 ετών με ακρίβεια έτους μπορεί να φαίνεται αξιοθαύμαστη για τα σύγχρονα δεδομένα, η ημερομηνία του 60 μ.Χ. βρίσκεται σε συμφωνία με τις σημερινές εκτιμήσεις σε σχέση με τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ.. Η ίδια έρευνα παραθέτει επίσης μια ιστορική ανάλυση ως προς τον συγγραφέα του αρχικού κειμένου,[8] και φτάνει στο συμπέρασμα πως ο συγγραφέας πρέπει να ήταν ένας Έλληνας της Αιγύπτου, υπό την κυριαρχία των Ρωμαίων.[9] Βάσει των υπολογισμών της ανάλυσης, η εποχή αυτή θα πρέπει να ήταν κατά τον καιρό του Βάλβιλλου, διάσημου πολιτικού της αρχαίας Ρώμης, ο οποίος συμπτωματικά ήταν επίσης Έλληνας της Αιγύπτου.
Η έρευνα συνεχίζει σημειώνοντας πως ο συγγραφέας δε μπορεί να ήταν υψηλής μόρφωσης καθώς όπως αναφέρει, είναι φανερό από τη συνεχή εναλλαγή Ελληνικών και Λατινικών λέξεων και τις αδέξιες και συχνά λανθασμένες γραμματικά συντάξεις του.[10] Επίσης εξαιτίας της απουσίας πληροφοριών για το ταξίδι από τον Νείλο και μέσω της ερήμου από την Κοπτό(σημερινή Qift) επί του Νείλου-,[10] η ερμηνεία επικεντρώνεται στην πόλη της Βερενίκης αντί της Αλεξάνδρειας.[10] Αν και δε γίνεται συγκεκριμένο σε ποια Βερενίκη η έρευνα αυτή αναφέρεται, πιθανώς πρόκειται για τη Βερενίκη Πάγχρυσο η οποία ήταν επίσης γνωστή και ως Βερενίκη η κατά Σαβάς στην επαρχία της Τρωγλοδυτικής, της οποίας τα χαρακτηριστικά περιγράφονται στο κείμενο του Περίπλου. (§2)
Επίσης, παρατηρείται στην έρευνα πως κατά τη μετάφραση του κειμένου που έγινε από το αρχικό Ελληνικό κείμενο πως το κείμενο είναι τόσο ασαφές και είναι αβέβαιο για το αν ο συγγραφέας μεταφέρει τα λόγια κάποιου άλλου, ή αν έχει χαθεί σημαντικό μέρος του κειμένου κατά την αντιγραφή στο χειρόγραφο[10] -πιθανώς όμως και κατά τις διάφορες μεταφράσεις-.
Μια σύγχρονη άποψη του 2009, υποστηρίζει πως ο Περίπλους μπορεί πλέον με βεβαιότητα να τοποθετηθεί μεταξύ του 40 και 70 μ.Χ., και πιθανώς ακόμα πιο συγκεκριμένα μεταξύ του 40 και 50 μ.Χ..[11]
Τα πλοία από τη Χιμιαρία -αρχαία τοποθεσία της Αραβίας- ταξίδευαν συχνά στην ανατολική Αφρικανική ακτή. Ο Περίπλους περιγράφει την εμπορική αυτοκρατορία της Χιμιαρίας και του Σαβά, περιοχές που ενώθηκαν από τον βασιλιά Χαριβαήλ, ο οποίος λέγεται πως διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τη Ρώμη:
Καὶ μετ ́ ἄλλας ἐννέα ἡμέρας Σαφὰρ μητρόπολις, ἐν ᾗ Χαριβαὴλ, ἔνθεσμος βασιλεὺς ἐθνῶν δύο, τοῦ τε Ὁμηρίτου [Χιμιαρίτες] καὶ τοῦ παρακειμένου λεγομένου Σαβαΐτου, συνεχέσι πρεσβείαις καὶ δώροις φίλος τῶν αὐτοκρατόρων.
Η περιγραφή των Αραβικών βασιλείων περιλαμβάνει την Κανή (σύγχρονη Μπιρ Αλί στη Χαδραμούτ) και τη «Λιβανωτοφόρο Χώρα» (σύγχρονο Ομάν), η οποία περιγράφεται πως βρίσκεται ανατολικά πάνω στη νότια ακτή της Αραβικής χερσονήσου, και πως είναι λιμάνι από το οποίο διέρχονται τα πλοία που ταξιδεύουν προς την Ινδία. Ως βασιλιάς αναφέρεται ο Ελεάζος:
Ἀπὸ δὲ τῆς Εὐδαίμονος Ἀραβικῆς ἐκδέχεται συναφὴς αἰγιαλὸς ἐπιμήκης καὶ κόλπος ἐπὶ δισχιλίους ἢ πλείονας παρήκων σταδίους, Νομάδων τε καὶ Ἰχθυοφάγων κώμαις παροικούμενος, οὗ μετὰ τὴν προέχουσαν ἄκραν ἐμπόριόν ἐστιν ἕτερονπαραθαλάσσιον, Κανὴ, βασιλείας Ἐλεάζου, χώρας λιβανωτοφόρου, καὶ κατ ́ αὐτὴν ἔρημοι νῆσοι δύο, μία μὲν ἡ τῶν Ὀρνέων, ἡ δ ἑτέρα λεγομένη Τρούλλας, ἀπὸ σταδίων ἑκατὸν εἴκοσι τῆς Κανῆς. Ὑπέρκειται δὲ αὐτῆς μεσόγειος ἡ μητρόπολις Σαββαθὰ, ἐν ᾗ καὶ ὁ βασιλεὺς κατοικεῖ. Πᾶς δὲ ὁ γεννώμενος ἐν τῇ χώρᾳ λίβανος εἰς αὐτὴν ὥσπερ ἐκδοχεῖον εἰσάγεται καμήλοις τε καὶ σχεδίαις ἐντοπίαις δερματίναις ἐξ ἀσκῶν καὶ πλοίοις. Ἔχει δὲ καὶ αὐτὴ σύγχρησιν τῶν τοῦ πέραν ἐμπορίων, Βαρυγάζων καὶ Σκυθίας καὶ Ὀμάνων καὶ τῆς παρακειμένης Περσίδος.
Το Αξούμ αναφέρεται στον Περίπλου ως μια σημαντική αγορά ελεφαντόδοντου, το οποίο εξάγονταν προς τον υπόλοιπο αρχαία κόσμο:
Ἀπὸ δὲ ταύτης εἰς αὐτὴν τὴν μετρόπολιν τῶν Αὐξωμιτῶν λεγομένων ἄλλων ἡμερῶν πέντε, εἰς ἣν ὁ πᾶς ἐλέφας ἀπὸ τοῦ πέραν τοῦ Νείλου φέρεται διὰ τοῦ λεγομένου Κυηνείου, ἐκεῖθεν δὲ εἰς Ἀδουλί.
Σύμφωνα με τον Περίπλου, ο κυβερνήτης του Αξούμ τον 1ο αιώνα μ.Χ. ήταν ο Ζωσκάλης, ο οποίος, πέρα από την περιοχή που κατείχε στο Αξούμ, είχε επίσης υπό τον έλεγχο του και λιμάνια στην Ερυθρά θάλασσα. Επίσης αναφέρεται πως η Ελληνική λογοτεχνία του ήταν γνωστή:
Βασιλεύει δὲ τῶν τόπων τούτων ἀπὸ τῶν Μοσχοφάγων μέχρι τῆς ἄλλης Βαρβαρίας Ζωσκάλης, ἀκριβὴς μὲν τοῦ βίου καὶ τοῦ πλείονος ἐξεχόμενος, γενναῖος δὲ περὶ τὰ λοιπὰ καὶ γραμμάτων Ἑλληνικῶν ἔμπειρος.
Η κεντρική εμπορική τοποθεσία της Οπώνης θεωρείται πως αντιστοιχεί στο σύγχρονο Ρας Χαφούν της βόρειας Σομαλίας. Έχουν βρεθεί κεραμικά αιγυπτιακής, ρωμαϊκής και περσικής προέλευσης (από τον Περσικό κόλπο) στον χώρο από το Πανεπιστήμιο του Μίτσιγκαν. Μέρος της 13ης παραγράφου όπου και αναφέρεται η Οπώνη λέει πως:
Ἀπὸ δὲ Τάβαι μετὰ σταδίους τετρακοσίους παραπλεύσαντι χερσόνησον, καθ ́ ὃν τόπον καὶ ὁ ῥοῦς ἕλκει, ἕτερόν ἐστιν ἐμπόριον Ὀπώνη, εἰς ἣν καὶ αὐτὴν προχωρεῖ μὲν τὰ προειρημένα, τὸ δὲ πλεῖστον ἐν αὐτῇ γεννᾶται κασσία καὶ ἄρωμα καὶ μοτὼ καὶ δουλικὰ κρείσσονα, ἃ εἰς Αἴγυπτον προχωρεῖ μᾶλλον, καὶ χελώνη πλείστη καὶ διαφορωτέρα τῆς ἄλλης.
Κατά την αρχαία εποχή, η Οπώνη λειτουργούσε ως ένα κομβικό λιμάνι για εμπόρους από τη Φοινίκη, Αίγυπτο, Ελλάδα, Περσία, Υεμένη, Ναβαταία, Αζανία, και Ρώμη, καθώς διέθετε μια στρατηγική τοποθεσία πάνω στη θαλάσσια διαδρομή από την Αζανία προς την Ερυθρά θάλασσα. Έμποροι από πολύ μακρινές τοποθεσίες όπως αυτές της Ινδονησίας και της Μαλαισίας περνούσαν από την Οπώνη, φέρνοντας πλούσια πραμάτεια με μπαχαρικά, μετάξια και άλλα πολλά αγαθά, πριν να αναχωρήσουν νοτίως προς την Αζανία, ή βορείως προς την Υεμένη ή Αίγυπτο στις εμπορικές οδούς του Ινδικού ωκεανού. Ήδη από το 50 μ.Χ., η Οπώνη ήταν γνωστή ως κέντρο για το εμπόριο κανέλας, καθώς και για το εμπόριο γαρύφαλλων και άλλων μπαχαρικών, ελεφαντόδοντου, δερμάτων από εξωτικά άγνωστα ζώα, και θυμιαμάτων.
Το αρχαίο λιμάνι της Μαλαώ, το οποίο βρίσκεται στη σημερινή Βερβέρα της βορειοδυτικής Σομαλίας, αναφέρεται επίσης στον Περίπλου:
Μετὰ δὲ τὴν Αὐαλίτην ἕτερον ἐμπόριόν ἐστι τούτου διαφέρον ἡ λεγομένη Μαλαὼ, πλοῦν ἀπέχουσα σταδίων ὡς ὀκτακοσίων· ὁ δὲ ὅρμος ἐπίσαλος, σκεπόμενος ἀκρωτηρίῳ τῷ ἐξ ἀνατολῆς ἀνατείνοντι· οἱ δὲ κατοικοῦντες εἰρηνικώτεροι. Προχωρεῖ δὲ εἰς τοῦτον τὸν τόπον τὰ προειρημένα καὶ πλείονες χιτῶνες, σάγοι Ἀρσινοητικοὶ γεγναμμένοι καὶ βεβαμμένοι καὶ ποτήρια καὶ μελίεφθα ὀλίγα καὶ σίδηρος καὶ δηνάριον οὐ πολὺ χρυσοῦν τε καὶ ἀργυροῦν. Ἐκφέρεται δὲ ἀπὸ τῶν τόπων τούτων καὶ σμύρνα καὶ λίβανος ὁ περατικὸς ὀλίγος καὶ κασσία σκληροτέρα καὶ δούακα καὶ κάγκαμον καὶ μάκειρ, τὰ εἰς Ἀραβίαν προχωροῦντα, καὶ σώματα σπανίως.
Σύγχρονες αρχαιολογικές έρευνες στην Τανζανία[12][13], ανακάλυψαν ένα μεγάλο αριθμό ευρημάτων που σχετίζονται με το Ρωμαϊκό εμπόριο, κοντά στην εκβολή του Ποταμού Ρουφίτζι και το κοντινό νησί της Μάφιας, και αποτελεί ισχυρή ένδειξη πως το αρχαίο λιμάνι των Ραπτών βρισκόταν στις όχθες του Ρουφίτζι, μόλις στα νότια του Νταρ ες Σαλάμ.
Ο Περίπλους αναφέρει πως:
Ἀφ ́ ἧς μετὰ δύο δρόμους τῆς ἠπείρου τὸ τελευταιότατον τῆς Ἀζανίας ἐμπόριον κεῖται, τὰ Ῥαπτὰ λεγόμενα, ταύτην ἔχον τὴν προσωνυμίαν ἀπὸ τῶν προειρημένων ῥαπτῶν πλοιαρίων, ἐν ᾧ καὶ πλεῖστός ἐστιν ἐλέφας καὶ χελώνη.
Σύμφωνα με τις ίδιες έρευνες, η περιοχή της πρωτεύουσας της Αζανίας, των Ραπτών, παραμένει άγνωστη. Όμως υπάρχουν ενδείξεις πως βρισκόταν επί της Τανζανικής ακτής, και αν η περιοχή της Μενουθίας που αναφέρεται στην παράγραφο 15 πρόκειται για τη Ζανζιβάρη, τότε ένα σύντομο ταξίδι προς τα νότια θα κατέληγε στο Ρουφίτζι. Επίσης υπάρχει ο ισχυρισμός πως ο γεωγράφος Κλαύδιος Πτολεμαίος του 2ου αιώνα, έχει οριοθετήσει τα Ραπτά στον 8ο παράλληλο στο νότο, το οποίο συμπίπτει με το νησί της Μαφίας.[14]
Παρόλα αυτά, υπάρχει και η άποψη πως η σύγχρονη Κουαλιμάνε (Quelimane) στη Μοζαμβίκη είναι η τοποθεσία των αρχαίων Ραπτών,[15] αναφέροντας πως η ακτογραμμή εκεί έχει κατεύθυνση προς το νότο. Επίσης με την ονομασία Πυραλάων νήσων (§15) αναφέρεται στα ενεργά ηφαιστειακά νησιά των νήσων Κομόρες, στην είσοδο του κόλπου της Μοζαμβίκης. Επίσης αναφέρει πως η πόλη Μενουθίας δε μπορεί να είναι η Ζανζιβάρη, και αντιπροτείνει τη Μαδαγασκάρη ως πιο πιθανή τοποθεσία.
Ο Περίπλους αναφέρει επίσης πως στα Ραπτά, τα οποία ήταν υπό τον έλεγχο του Άραβα βασιλιά των Μουζών, συλλέγονταν φόροι, και ήταν η πόλη ήταν στελεχωμένη με εμπορικά πλοιάρια στα οποία υπηρετούσαν Άραβες ναυτικοί, οι οποίοι μέσω συνεχών επιμειξιών και γάμων, γνωρίζουν καλά την περιοχή και τη γλώσσα της.
Νέμεται δὲ αὐτὴν, κατά τι δίκαιον ἀρχαῖον ὑποπίπτουσαν τῇ βασιλείᾳ τῆς πρώτης γινομένης Ἀραβίας, ὁ Μοφαρείτης τύραννος. Παρὰ δὲ τοῦ βασιλέως ὑπόφορον αὐτὴν ἔχουσιν οἱ ἀπὸ Μούζα, καὶ πέμπουσιν εἰς αὐτὴν ἐφόλκια τὰ πλείονα κυβερνήταις καὶ χρειακοῖς Ἄραψι χρώμενοι τοῖς καὶ συνήθειαν καὶ ἐπιγαμβρίαν ἔχουσιν ἐμπείροις τε οὖσι τῶν τόπων καὶ τῆς φωνῆς αὐτῶν.
Αναφέρεται πως η Αζανία -η οποία συμπεριελάμβανε τα Ραπτά- κυβερνώνταν από τον Χαριβαήλ, τον βασιλιά των Σαβαίων και των Χιμιαριτών στα νοτιοδυτικά της Αραβίας. Το βασίλειο αυτό ήταν γνωστό για τη συμμαχία του με τη Ρώμη αυτή τη περίοδο, και αναφέρεται πως δεχόταν συχνά τις Ρωμαϊκές αντιπροσωπείες και τα δώρα που ανταλλάσσονταν.
Καὶ μετ ́ ἄλλας ἐννέα ἡμέρας Σαφὰρ μητρόπολις, ἐν ᾗ Χαριβαὴλ, ἔνθεσμος βασιλεὺς ἐθνῶν δύο, τοῦ τε Ὁμηρίτου καὶ τοῦ παρακειμένου λεγομένου Σαβαΐτου, συνεχέσι πρεσβείαις καὶ δώροις φίλος τῶν αὐτοκρατόρων.
Το εμπόριο με το Ινδικό λιμάνι των Βαρύγαζων (σύγχρονο Μπαρούτς στην Ινδία) περιγράφεται εκτεταμένα στις παραγράφους του Περίπλου. Ως βασιλιάς της περιοχής αναφέρεται ο Μαμβάρος (Ναχαπάνα στα Ινδικά) ή Ναμβάνος σύμφωνα με άλλες εκδοχές αναλυτών του κειμένου,[16] ο οποίος ήταν ο ηγεμόνας των δυτικών σατραπειών του Ινδοσκυθικού βασιλείου και ο κυρίαρχος της περιοχής γύρω από τα Βαρύγαζα:
Μετὰ δὲ τὸν Βαράκην εὐθύς ἐστιν ὁ Βαρυγάζων κόλπος καὶ ἡ ἤπειρος τῆς Ἀριακῆς χώρας, τῆς Μαμβάρου βασιλείας ἀρχὴ καὶ τῆς ὅλης Ἰνδικῆς οὖσα. Ταύτης τὰ μὲν μεσόγεια τῇ Σκυθίᾳ συνορίζοντα Ἀβηρία καλεῖται, τὰ δὲ παραθαλάσσια Συραστρηνή. Πολυφόρος δὲ ἡ χώρα σίτου καὶ ὀρύζης καὶ ἐλαίου σησαμίνου καὶ βουτύρου καὶ καρπάσου καὶ τῶν ἐξ αὐτῆς Ἰνδικῶν ὀθονίων τῶν χυδαίων· βουκόλια δὲ ἐν αὐτῇ πλεῖστα καὶ ἄνδρες ὑπερμεγέθεις τῷ σώματι καὶ μέλανες τῇ χροιᾷ. Μητρόπολις δὲ τῆς χώρας Μιννάγαρα, ἀφ ́ ἧς καὶ πλεῖστον ὀθόνιον εἰς Βαρύγαζα κατάγεται.
Υπό τους δυτικούς σατράπες, τα Βαρύγαζα ήταν ένα από τα κύρια κέντρα του Ρωμαϊκού εμπορίου στην Ινδία. Ο Περίπλους περιγράφει πολλά από τα αγαθά που ανταλλάσσονταν στη τοποθεσία αυτή:
Προχωρεῖ δὲ εἰς τὸ ἐμπόριον οἶνος προηγουμένως Ἰταλικὸς καὶ Λαοδικηνὸς καὶ Ἀραβικὸς καὶ χαλκὸς καὶ κασσίτερος καὶ μόλυβδος, κοράλλιον καὶ χρυσόλιθον, ἱματισμὸς ἁπλοῦς καὶ νόθος παντοῖος, πολύμιτοι ζῶναι πηχυαῖαι, στύραξ, μελίλωτον, ὕαλος ἀργὴ, σανδαράκη, στίμμι, δηνάριον χρυσοῦν καὶ ἀργυροῦν, ἔχον ἀλλαγὴν καὶ ἐπικέρδειάν τινα πρὸς τὸ ἐντόπιον νόμισμα, μύρον οὐ βαρύτιμον οὐδὲ πολύ· τῷ δὲ βασιλεῖ κατ ́ ἐκείνους τοὺς καιροὺς εἰσφερόμενα βαρύτιμα ἀργυρώματα καὶ μουσικὰ καὶ παρθένοι εὐειδεῖς πρὸς παλλακίαν καὶ διάφορος οἶνος καὶ ἱματισμὸς ἁπλοῦς πολυτελὴς καὶ μύρον ἔξοχον. Φέρεται δὲ ἀπὸ τούτων τῶν τόπων νάρδος, κόστος, βδέλλα, ἐλέφας, ὀνυχίνη λιθία καὶ μουρρίνη καὶ λύκιον καὶ ὀθόνιον παντοῖον καὶ Σηρικὸν καὶ μολόχινον καὶ νῆμα καὶ πέπερι μακρὸν καὶ τὰ ἀπὸ τῶν ἐμπορίων φερόμενα. Ἀποπλέουσι δὲ κατὰ καιρὸν οἱ ἀπὸ τῆς Αἰγύπτου εἰς τὸ ἐμπόριον ἀναγόμενοι περὶ τὸν Ἰούλιον μῆνα, ὅς ἐστιν Ἐπιφί.
Μεγάλες ποσότητες εμπορευμάτων επίσης έρχονταν και από τα βόρεια, την Οζήνη (Ουτζαΐν στα Ινδικά), την πρωτεύουσα των σατραπών της δυτικής Ινδίας:
Ἔνι δὲ αὐτῇ καὶ ἐξ ἀνατολῆς πόλις λεγομένη Ὀζήνη, ἐν ᾗ καὶ τὰ βασίλεια πρότερον ἦν· ἀφ ́ ἧς πάντα τὰ πρὸς εὐθηνίαν τῆς χώρας εἰς Βαρύγαζα καταφέρεται καὶ τὰ πρὸς ἐμπορίαν τὴν ἡμετέραν, ὀνυχίνη λιθία καὶ μουρρίνη καὶ σινδόνες Ἰνδικαὶ καὶ μολόχιναι καὶ ἱκανὸν χυδαῖον ὀθόνιον.
Ο Περίπλους περιγράφει πολυάριθμα Ελληνικά κτίσματα και οχυρώσεις στα Βαρύγαζα, και τα αποδίδει λανθασμένα στον Μέγα Αλέξανδρο, ο οποίος δεν έφτασε ποτέ τόσο νότια. Αν οι αναφορές είναι ακριβής τότε πρόκειται για την επέκταση του Ινδοελληνικού βασιλείου (πρώην Ελληνικό βασίλειο της Βακτριανής) προς τα νότια, στο Γκουτζαράτ της Ινδίας, και το οποίο είχε τα θεμέλια του από τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Μητρόπολις δὲ τῆς χώρας Μιννάγαρα, ἀφ ́ ἧς καὶ πλεῖστον ὀθόνιον εἰς Βαρύγαζα κατάγεται. Σώζεται δὲ ἔτι καὶ νῦν τῆς Ἀλεξάνδρου στρατιᾶς σημεῖα περὶ τοὺς τόπους, ἱερά τε ἀρχαῖα καὶ θεμέλιοι παρεμβολῶν καὶ φρέατα μέγιστα.
Ο Περίπλους αναφέρει επίσης πως κυκλοφορούσαν Ελληνικά νομίσματα δραχμών στη περιοχή των βασιλέων Απολλοδότου και Μενάνδρου μετά τον Αλέξανδρο
Καὶ Ἀλέξανδρος ὁρμηθεὶς ἀπὸ τῶν μερῶν τούτων ἄχρι τοῦ Γάγγους διῆλθε, καταλιπὼν τήν τε Λιμυρικὴν καὶ τὰ νότια τῆς Ἰνδικῆς· ἀφ ́ οὗ μέχρι νῦν ἐν Βαρυγάζοις παλαιαὶ προχωροῦσι δραχμαὶ, γράμμασιν Ἑλληνικοῖς ἐγκεχαραγμέναι ἐπίσημα τῶν μετ Ἀλέξανδρον βεβασιλευκότων Ἀπολλοδότου καὶ Μενάνδρου.
Η Ελληνική πόλη της Αλεξάνδρειας Βουκεφάλας στον ποταμό Υδάσπη, αναφέρεται επίσης στον Περίπλου (όπως και στον μετέπειτα Πευτιγγεριανό Πίνακα, μια Ρωμαϊκή αναπαράσταση των γνωστών διαδρομών ανάμεσα σε Ευρώπη, βόρεια Αφρική και μέρη της Ασίας, ο οποίος δημιουργήθηκε τον 4ο με 5ο αιώνα).
Ἐπίκειται δὲ τοῖς Βαρυγάζοις κατὰ τὰ μεσόγεια πλείονα ἔθνη, τό τε τῶν Ἀρατρίων καὶ Ἀραχωσίων καὶ Γανδαραίων καὶ τῆς Προκλαΐδος, ἐν ᾗ ἡ Βουκέφαλος Ἀλεξάνδρεια.
Το χαμένο λιμάνι της Μουζιρίς (κοντά στο σημερινό Κοτσί της Ινδίας) στο βασίλειο των Τσέρα (Chera), καθώς και το πρώιμο βασίλειο των Παντγιάν (Pandyan), αναφέρονται στον Περίπλου ως μεγάλα κέντρα εμπορίου, πιπεριών και άλλων μπαχαρικών, μεταλλουργίας και ημιπολύτιμων λίθων, ανάμεσα στην Ινδία και τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Σύμφωνα με τον Περίπλου, πολλοί Έλληνες ναυτικοί είχαν σημαντική εμπορική δραστηριότητα στη Μουζιρή:
Εἶτα Νάουρα καὶ Τύνδις τὰ πρῶτα ἐμπόρια τῆς Λιμυρικῆς, καὶ μετὰ ταύτας Μουζιρὶς καὶ Νέλκυνδα, αἱ νῦν πράσσουσαι. Βασιλείας δ ́ ἐστὶν ἡ μὲν Τύνδις Κηπροβότρου, κώμη παραθαλάσσιος ἔνσημος· ἡ δὲ Μουζιρὶς βασιλείας μὲν τῆς αὐτῆς, ἀκμάζουσα δὲ τοῖς ἀπὸ τῆς Ἀριακῆς εἰς αὐτὴν ἐρχομένοις πλοίοις καὶ τοῖς Ἑλληνικοῖς· κεῖται δὲ παρὰ ποταμὸν, ἀπέχουσα ἀπὸ μὲν Τύνδεως διὰ τοῦ ποταμοῦ καὶ διὰ θαλάσσης σταδίους πεντακοσίους, ἀπὸ δὲ τοῦ * κατ ́ αὐτὴν εἴκοσι.
— παράγραφοι 53-54
Η περιοχή που αναφέρεται ως Λιμυρική είναι η χώρα των Ταμίλ (Ταμιλαγκάμ, தமிழகம்). Επιπλέον, η περιοχή αυτή ήταν χρήσιμη ως κόμβος για το εμπόριο με το εσωτερικό της Ινδίας, στις πεδιάδες από όπου περνούσε ο ποταμός Γάγγης:
Φέρεται δὲ πέπερι μονογενῶς ἐν ἑνὶ τόπῳ τούτων τῶν ἐμπορίων γεννώμενον πολὺ, τῇ λεγομένῃ Κοττοναρικῇ· φέρεται δὲ καὶ μαργαρίτης ἱκανὸς καὶ διάφορος καὶ ἐλέφας καὶ ὀθόνια Σηρικὰ καὶ νάρδος ἡ Γαγγητικὴ καὶ μαλάβαθρον ἐκ τῶν ἔσω τόπων εἰς αὐτὴν, καὶ λιθία διαφανὴς παντοία καὶ ἀδάμας καὶ ὑάκινθος καὶ χελώνη ἥ τε Χρυσονησιωτικὴ καὶ ἡ περὶ τὰς νήσους θηρευομένη τὰς προκειμένας αὐτῆς τῆς Λιμυρικῆς. Πλέουσι δὲ εἰς αὐτὴν οἱ κατὰ καιρὸν ἀναγόμενοι ἀπ ́ Αἰγύπτου περὶ τὸν Ἰούλιον μῆνα, ὅ ἐστιν Ἐπιφί.
Ο Περίπλους επίσης περιγράφει τις ετήσιες εκδηλώσεις που γινόταν στη βορειοανατολική Ινδία, στα σύνορα με την Κίνα.
Κατ ́ ἔτος δὲ παραγίνεται ἐπὶ τὴν συνορίαν τῆς Θινὸς ἔθνος τι, τῷ μὲν σώματι κολοβοὶ καὶ σφόδρα πλατυπρόσωποι, ἐννοίαις δὲ λῷστοι· αὐτοὺς [δὲ] λέγεσθαί [φασι] Σησάτας, παρομοίους ἀνημέροις· παραγίνονται σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις, βαστάζοντες φορτία μεγάλα [καὶ] ταρπόνας ὠμαμπελίνοις παραπλησίας, εἶτ ́ ἐνεπιμένουσιν ἐπί τινα τόπον τῆς συνορίας αὐτῶν καὶ τῶν ἐπὶ τῆς Θινὸς, καὶ ἑορτάζουσιν ἐπί τινας ἡμέρας, ὑποστρώσαντες ἑαυτοῖς τὰς ταρπόνας, καὶ ἀπαίρουσιν εἰς τὰ ἴδια εἰς τοὺς ἐσωτέρους τόπους.
Οι Σησάτες[17] είναι η πηγή του αρωματικού φυτού μαλάβαθρο.
Οἱ δὲ ταῦτα δοκεύοντες τότε παραγίνονται ἐπὶ τοὺς τόπους καὶ συλλέγουσι τὰ ἐκείνων ὑποστρώματα, καὶ ἐξινιάσαντες καλάμους τοὺς λεγομένους πέτρους ἐπὶ λεπτὸν ἐπιδιπλώσαντες τὰ φύλλα καὶ σφαιροειδῆ ποιοῦντες διείρουσι ταῖς ἀπὸ τῶν καλάμων ἴναις. Γίνεται δὲ γένη τρία· ἐκ μὲν τοῦ μείζονος φύλλου τὸ ἁδρόσφαιρον μαλάβαθρον λεγόμενον, ἐκ δὲ τοῦ ὑποδεεστέρου τὸ μεσόσφαιρον, ἐκ δὲ τοῦ μικροτέρου τὸ μικρόσφαιρον. Ἔνθεν τὰ τρία μέρη τοῦ μαλαβάθρου γίνεται καὶ τότε φέρεται εἰς τὴν Ἰνδικὴν ὑπὸ τῶν κατεργαζομένων αὐτά.
Την περιοχή ανατολικά της Ινδίας και μετά τον Γάγγη (Ινδοκίνα) την αποκαλεί Χρυσή
Μετὰ δὲ ταῦτα, εἰς τὴν ἀνατολὴν [πλεόντων] καὶ τὸν ὠκεανὸν ἐν δεξιοῖς ἐχόντων, εὐώνυμα δὲ τὰ λοιπὰ μέρη ἔξωθεν παραπλεόντων, ὁ Γάγγης ἀπαντᾷ καὶ ἡ περὶ αὐτὴν ἐσχάτη τῆς ἀνατολῆς ἤπειρος, ἡ Χρυσῆ.
και συνεχίζει παρακάτω στην ίδια παράγραφο αναλύοντας πως η περιοχή είναι πλούσια σε χρυσό και η ανατολικότερη γη που υπάρχει:
Λέγεται δὲ καὶ χρυσωρύχια περὶ τοὺς τόπους εἶναι, νόμισμά τε χρυσοῦ, ὁ λεγόμενος κάλτις. Κατ ́ αὐτὸν δὲ τὸν ποταμὸν νῆσός ἐστιν ὠκεάνιος, ἐσχάτη τῶν πρὸς ἀνατολὴν μερῶν τῆς οἰκουμένης, ὑπ αὐτὸν ἀνέχοντα τὸν ἥλιον, καλουμένη Χρυσῆ, χελώνην ἔχουσα πάντων τῶν κατὰ τὴν Ἐρυθρὰν τόπων ἀρίστην.
Η αφήγηση αποκαλεί την Κίνα ως μεγάλη πόλη,
Μετὰ δὲ ταύτην τὴν χώραν ὑπ ́ αὐτὸν ἤδη τὸν βορέαν, ἔξωθεν εἰς Θινός τινα τόπον ἀποληγούσης τῆς θαλάσσης, παράκειται ἐν αὐτῇ πόλις μεσόγειος μεγίστη, λεγομένη Θῖναι
και συνεχίζει παρακάτω στην ίδια παράγραφο πως πρόκειται για μια μακρινή περιοχή στην οποία σπάνια φτάνουν οι εξερευνητές, και πως βρίσκεται κάτω από τη Μικρή Άρκτο, και αναφέρει πως πρόκειται για την αντίποδα του Πόντου και της Κασπίας:
Εἰς δὲ τὴν Θῖνα ταύτην οὐκ ἔστιν εὐχερῶς ἀπελθεῖν· σπανίως γὰρ ἀπ ́ αὐτῆς τινὲς οὐ πολλοὶ ἔρχονται. Κεῖται δὲ ὁ τόπος ὑπ ́ αὐτὴν τὴν μικρὰν ἄρκτον, λέγεται δὲ συνορίζειν τοῖς ἀπεστραμμένοις μέρεσι τοῦ Πόντου καὶ τῆς Κασπίας θαλάσσης
δίνει μια φυσική περιγραφή της εντύπωσης που αποκόμισε από τους Κινέζους:
Κατ ́ ἔτος δὲ παραγίνεται ἐπὶ τὴν συνορίαν τῆς Θινὸς ἔθνος τι, τῷ μὲν σώματι κολοβοὶ καὶ σφόδρα πλατυπρόσωποι, ἐννοίαις δὲ λῷστοι· αὐτοὺς [δὲ] λέγεσθαί [φασι] Σησάτας, παρομοίους ἀνημέροις· παραγίνονται σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις, βαστάζοντες φορτία μεγάλα [καὶ] ταρπόνας ὠμαμπελίνοις παραπλησίας, εἶτ ́ ἐνεπιμένουσιν ἐπί τινα τόπον τῆς συνορίας αὐτῶν καὶ τῶν ἐπὶ τῆς Θινὸς, καὶ ἑορτάζουσιν ἐπί τινας ἡμέρας, ὑποστρώσαντες ἑαυτοῖς τὰς ταρπόνας, καὶ ἀπαίρουσιν εἰς τὰ ἴδια εἰς τοὺς ἐσωτέρους τόπους.
καθώς και μια περιγραφή της εμπορική δραστηριότητα των Κινέζων προς την Ινδία:
Γίνεται δὲ γένη τρία· ἐκ μὲν τοῦ μείζονος φύλλου τὸ ἁδρόσφαιρον μαλάβαθρον λεγόμενον, ἐκ δὲ τοῦ ὑποδεεστέρου τὸ μεσόσφαιρον, ἐκ δὲ τοῦ μικροτέρου τὸ μικρόσφαιρον. Ἔνθεν τὰ τρία μέρη τοῦ μαλαβάθρου γίνεται καὶ τότε φέρεται εἰς τὴν Ἰνδικὴν ὑπὸ τῶν κατεργαζομένων αὐτά.
Οι χώρες που βρίσκονται πέρα της Κίνας, αναφέρεται πως είναι αδύνατο να εξερευνηθούν λόγω των κάκιστων καιρικών συνθηκών και της πολύ δύσκολης πρόσβασης
Τὰ δὲ μετὰ [τούτους] τοὺς τόπους, διά τε ὑπερβολὰς χειμώνων καὶ πάγους μεγίστους δύσβατα ὄντα, εἴτε καὶ θείᾳ τινὶ δυνάμει θεῶν, ἀνερεύνητά ἐστιν.