Το περιτόναιο είναι ένας λεπτός ορογόνος υμένας που επενδύει την κοιλιακή κοιλότητα και περιβάλλει τα σπλάχνα.[1] Συγκεκριμένα περιβάλλει όργανα της κοιλιάς (δηλαδή καλύπτει εσωτερικά το κοιλιακό τοίχωμα) όπως το λεπτό και το παχύ έντερο εκτός από ένα μέρος του ορθού, του ήπατος και του στομάχου.[2]
Αποτελείται από δύο πέταλα, το σπλαχνικό και το τοιχωματικό και ανάμεσα σε αυτά τα δύο πέταλα υπάρχει η περιτοναϊκή κοιλότητα η οποία περιέχει μικρή ποσότητα υγρού (χρήσιμο για λίπανση και ολίσθηση).[1][3]
Το περιτόναιο χρησιμεύει για την υποστήριξη των οργάνων της κοιλιάς και λειτουργεί ως αγωγός για τη διέλευση των νεύρων, των αιμοφόρων αγγείων και των λεμφαγγείων.[1]
Το περιτόναιο ευθυγραμμίζει το πρόσθιο και το οπίσθιο τοίχωμα της κοιλιακής κοιλότητας, πάνω από αυτό καλύπτει το κάτω τμήμα του διαφράγματος και από κάτω καλύπτει τη λεκάνη. Οι δομές της κοιλιάς ταξινομούνται ως ενδοπεριτοναϊκές ή εξωπεριτοναϊκές. Οι δεύτερες μπορούν να είναι υποπεριτοναϊκές (βρίσκονται κάτω από το περιτόναιο) όπως η ουροδόχος κύστη και οπισθοπεριτοναϊκές (πίσω από το περιτόναιο) όπως ο νεφρός.[5] Η κοιλιακή κοιλότητα χωρίζεται σε δύο μέρη: μείζων επιπλοϊκός θύλακος, και ελάσσων επιπλοϊκός θύλακος, ο οποίος είναι μικρότερος και βρίσκεται πίσω από το στομάχι. Οι δύο κοιλότητες επικοινωνούν μέσω του επιπλοϊκού τρήματος (του Winslow).
Τα όργανα της κοιλιάς μπορούν να ταξινομηθούν ανάλογα με τη θέση τους και το εάν είναι επενδεδυμένα από το σπλαχνικό περιτόναιο ή όχι σε δύο ομάδες: ενδοπεριτοναϊκά και εξωπεριτοναϊκά. Τα ενδοπεριτοναϊκά όργανα όπως το λεπτό έντερο έχουν κάποιο βαθμό κινητικότητας, ενώ στα οπισθοπεριτοναϊκά όργανα η θέση είναι σταθερή.[6]
Διατομή ανθρώπινου σώματος όπου είναι εμφανές το σπλαχνικό πέταλο (κάτω) και το τοιχωματικό πέταλο (πάνω) με μπλε χρώμα. Στο ενδιάμεσο βρίσκεται η περιτοναϊκή κοιλότητα (greater sac).Απεικόνιση μεσεντερίου.
Το περιτόναιο είναι μία συνεχής μεμβράνη, που σχηματίζει δύο πέταλα και έναν χώρο μεταξύ τους: την περιτοναϊκή κοιλότητα. Η κοιλότητα αυτή περιέχει ορώδες υγρό (περίπου 50 ml), το οποίο ενεργεί ως λιπαντικό και έχει αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες.[7]
Τα δύο πέταλα σχηματίζουν διπέταλες πτυχές για τη διέλευση των αγγείων και νεύρων ενδοκοιλιακών οργάνων, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη στήριξη ή στην κινητικότητα των οργάνων. Δεν αποτελούν μέρη της πεπτικής οδού. Παράδειγμα αποτελεί ο δρεπανοειδής σύνδεσμος του ήπατος.
Απεικόνιση του παχέος εντέρου, όπου είναι εμφανές το εγκάρσιο κόλον (transverse colon) και το σιγμοειδές κόλον (sigmoid colon).
Αποτελούν πτυχές που συγκρατούν τα όργανα στο οπίσθιο τοίχωμα του περιτοναίου.
Μεσεντέριο: αποτελεί διπλό πέταλο του περιτοναίου που περικλείει το ελικώδες έντερο (νήστιδα και ειλεός) και το συνδέει με το οπίθιο κοιλιακό τοίχωμα. Βοηθά στην αποθήκευση λίπους και επιτρέπει στα αιμοφόρα αγγεία, λεμφαγγεία και νεύρα να επικοινωνούν με το έντερο.[8]
Μεσόκολο ή μεσεντέριο του σιγμοειδούς[9]: Αποτελεί συνέχεια του μεσεντερίου, ενώ ενώνει το κόλον με το οπίσθιο κοιλιακό τοίχωμα.[10][11] Χωρίζεται σε τρία μέρη: μεσοτυφλό ή μεσεντέριο της σκωληκοειδούς (περιτόναιο της σκωληκοειδούς απόφυσης), εγκάρσιο μεσόκολο (περιτόναιο του εγκάρσιου κόλου), και μεσοσιγμοειδές (περιτόναιο του σιγμοειδούς κόλου).[12]
Το μείζον επίπλουν (greater omentum) και το ελάσσον επίπλουν (lesser omentum).
Είναι ένα διπλό στρώμα περιτοναίου που ενώνει δύο κοιλιακά όργανα μεταξύ τους και από το οποίο περνούν σημαντικά αιμοφόρα αγγεία. Χωρίζεται στο μείζον επίπλουν (ενώνει το στομάχι με το εγκάρσιο κόλον) και στο ελάσσον επίπλουν (ενώνει το στομάχι με το ήπαρ).[13]
Το περιτόναιο εκτελεί πολλές σημαντικές λειτουργίες:
Χρησιμεύει ως στήριγμα για πολλά από τα υπάρχοντα όργανα στην κοιλιακή κοιλότητα και καθιστά δυνατή την κινητικότητά τους.
Επιτρέπει στα αιμοφόρα αγγεία να φτάσουν στα όργανα της κοιλιάς. Αυτή η λειτουργία έχει ιδιαίτερη σημασία στο μεσεντέριο από το οποίο περνούν οι κλάδοι της άνω μεσεντέριου αρτηρίας που τροφοδοτεί το λεπτό έντερο.
Λειτουργεί ως προστατευτικός και αμυντικός φραγμός έναντι μικροοργανισμών, με σημαντικές ανοσολογικές λειτουργίες για άμυνα έναντι βακτηρίων και ιών.
Λειτουργεί ως θερμομονωτικό διατηρώντας σταθερή τη θερμοκρασία των οργάνων της κοιλιάς.
Έχει συνολική επιφάνεια περίπου 1,7 m². Λειτουργεί ως ημιπερατή μεμβράνη που επιτρέπει τη διέλευση μικρών μορίων. Χάρη σε αυτή την ιδιότητα, η τεχνική της περιτοναϊκής κάθαρσης είναι δυνατή για τη θεραπεία ασθενών που πάσχουν από νεφρική ανεπάρκεια.[14]
Οι παθήσεις του περιτοναίου είναι σπάνιες. Περιλαμβάνουν την περιτονίτιδα (φλεγμονή του περιτοναίου), τον καρκίνο του περιτοναίου, και τις επιπλοκές της περιτοναϊκής κάθαρσης.[15] Άλλες παθήσεις του περιτοναίου είναι οι εξής:
Πνευμοπεριτόναιο: Η παρουσία αερίων στην περιτοναϊκή κοιλότητα, που προκαλείται από διάτρηση στομάχου ή εντέρου, ονομάζεται πνευμοπεριτόναιο και αποτελεί σοβαρό κίνδυνο.
Αιμοπεριτόναιο: Η παρουσία αίματος στην περιτοναϊκή κοιλότητα ονομάζεται αιμοπεριτόναιο.
Ασκίτης: Η συσσώρευση περίσσειας υγρού στην περιτοναϊκή κοιλότητα ονομάζεται ασκίτης.
Περιτονίτιδα: Μπορεί να προκληθεί είτε από διάτρηση είτε από εξάπλωση μόλυνσης μέσω του τοιχώματος ενός από τα κοιλιακά όργανα.
Καρκίνος του περιτοναίου: Υπάρχει ένας πολύ σπάνιος τύπος πρωτοπαθούς καρκίνου του περιτοναίου, που ονομάζεται περιτοναϊκό μεσοθηλίωμα. Μπορεί επίσης να εμφανιστεί η περιτοναϊκή καρκινωμάτωση, η οποία συνίσταται στην μετάσταση στο περιτόναιο ενός πρωτοπαθούς καρκίνου ενός κοντινού οργάνου, για παράδειγμα καρκίνου του παχέος εντέρου, καρκίνου των ωοθηκών ή καρκίνου του στομάχου.[16]
Σκληρυντική περιτονίτιδα: Μια ασθένεια που προκαλεί έντονη ίνωση της περιτοναϊκής μεμβράνης, η οποία προκαλεί ανώμαλη πρόσφυση μεταξύ των κοιλιακών οργάνων και μπορεί να προκαλέσει εντερική απόφραξη. Η αιτία δεν είναι απολύτως ξεκάθαρη, αλλά μερικές φορές σχετίζεται με την περιτοναϊκή κάθαρση, τη χρήση ορισμένων φαρμάκων και την έκθεση στον αμίαντο.[17][18]
Η περιτοναϊκή κάθαρση είναι μια τεχνική θεραπείας για τη νεφρική ανεπάρκεια. Συνίσταται στην εισαγωγή, μέσω ενός καθετήρα μικρής διαμέτρου, ενός ειδικού διαλύματος στην κοιλότητα του περιτοναίου. Το διάλυμα αυτό αφήνεται μέσα στο περιτόναιο για αρκετό χρόνο ώστε να απορροφήσει τις άχρηστες ουσίες και αργότερα αποβάλλεται μέσω του ίδιου καθετήρα από την περιτοναϊκή κοιλότητα προς το έξω κοιλιακό τμήμα.[19]