Περοτέν | |
---|---|
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Pérotin (Γαλλικά)[1] |
Γέννηση | 1155 (περίπου) Παρίσι |
Θάνατος | 1230 Βασίλειο της Γαλλίας |
Χώρα πολιτογράφησης | Βασίλειο της Γαλλίας[1] |
Ιδιότητα | συνθέτης[1] και μουσικολόγος[2] |
Κίνημα | Μεσαιωνική μουσική |
Όργανα | εκκλησιαστικό όργανο |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | Μεσαιωνική μουσική |
Ο Περοτέν και παλαιότερα εξελληνισμένα Περοτίνος (γαλλ. Pérotin, fl. c. 1200) ήταν Γάλλος συνθέτης, ο οποίος θεωρείται ένας από τους κύριους εκπροσώπους της λεγόμενης Σχολής της Νοτρ Νταμ. Το έργο του, θρησκευτική μουσική σε πολυφωνικό ύφος, συνδέθηκε επίσης με το μουσικό ύφος της ars antiqua (παλαιά τέχνη), ενώ –μαζί με τον Λεονέν– αποτελεί έναν από τους ελάχιστους συνθέτες του ύστερου Μεσαίωνα που το όνομά του αποδίδεται με βεβαιότητα σε συγκεκριμένα έργα[3]. Ο Περοτέν αναφέρεται συχνά σε μουσικοθεωρητικά συγγράμματα με τη λατινική του εκδοχή και μάλιστα με το προσωνύμιο Μέγας (Magister Perotinus και Perotinus magnus), κάτι που δείχνει τον μεγάλο σεβασμό που ενέπνευσε ανά τους αιώνες στους μεταγενέστερους μελετητές· το λατινοπρεπές του ονόματος καταμαρτυρεί πως τιμήθηκε εν ζωή με τον τίτλο magister artium (μαΐστωρ τεχνών), μια σπουδαία αναγνώριση στο συνθετικό και διδακτικό του έργο. Χαριτολογώντας, είναι χρήσιμο να επισημανθεί πως το όνομα Περοτέν είναι υποκοριστικό του Pierre (Πέτρος) και κατά συνέπεια στα ελληνικά προκύπτει το οξύμωρο Πετράκος ο Μέγας.
Το ιδιαίτερο μουσικό ύφος που υπηρέτησε ο Περοτέν είναι το λεγόμενο όργκανουμ, το οποίο θεωρείται και ο πρωιμότερος τύπος πολυφωνίας στη Δυτική Ευρώπη. Στο όργκανουμ οι πρωγενέστερες μελωδίες, που χρησιμοποιούνται ήδη στο Γρηγοριανό μέλος, λαμβάνουν άλλη διάσταση με την προσθήκη ενός παράλληλου μέλους, σε διάστημα τέταρτης ή πέμπτης. Ο Περοτέν εξέλιξε αυτή την τεχνική, επινοώντας το τριπλό και τετραπλό όργκανουμ (organum triplum και organum quadruplum), το οποίο συντίθεται από τρεις και τέσσερεις φωνές αντίστοιχα.
Πιο συγκεκριμένα, η τεχνική περιλαμβάνει τη βασική μελωδία (cantus firmus) σε χρονική υπερμεγέθυνση (το υπερπολλαπλάσιο μιας δεδομένης αξίας διαρκείας), πάνω από την οποία δύο και τρεις φωνές (discantus) ηχούν σε μια περίπλοκα ρυθμική υπόσταση. Η λειτουργία του βασικού μέλους μ' αυτόν τον τρόπο εξαϋλώνεται και κατ' ουσίαν μεταμορφώνεται σε ένα είδους ισοκράτη, πάνω από τον οποίο λαμβάνει χώρα ένα πολύχρωμο μελωδικό αραβούργημα.
Το φωνητικό μέρος στο οποίο ανατίθεται η κύρια μελωδία (cantus firmus) ονομάζεται tenor, εξ' ου και ο μεταγενέστερος μουσικολογικός όρος τενόρος· στα πλαίσια του όργκανουμ ο όρος τενόρος δεν συνιστά χαρακτηριστικό της φωνητικής έκτασης και χαρακτήρα, αλλά αποδίδει τον τρόπο λειτουργίας του φωνητικού μέρους, αφού ετυμολογικά κατάγεται από το λατινικό ρήμα tenere (κρατώ), καταδεικνύοντας μ' αυτόν τον τρόπο πως υπηρετεί το κράτημα της κύριας μελωδίας (και για τούτο στα ελληνικά αποδίδεται ως κραταιά φωνή ή κραταιός). Κατ' αντιστοιχία, το άλλο φωνητικό μέρος ονομάζεται contratenor, η φωνή δηλαδή που βρίσκεται έναντι του τενόρου και επιμερίζεται αφ' ενός σε contratenor altus για το μέρος άνωθεν αυτού του τενόρου και contratenor bassus γι' αυτό που βρίσκεται κάτωθεν. Είναι προφανές, ότι στην εξέλιξη της δυτικής μουσικής η ορολογία αυτή μεταλλάχθηκε, παραδίδοντάς μας τους σημερινούς σε ευρεία χρήση όρους κοντρα-τενόρος, κοντράλτο και μπάσος, που έχουν όμως διαφορετική εφαρμογή απ' ό,τι οι πρωταρχικοί.
Κατά τον ανώνυμο –σύγχρονο του Περοτέν– μουσικοθεωρητικό μελετητή (γνωστός στη νεότερη βιβλιογραφία ως Ανώνυμος Δ΄), στον Περοτίνο αποδίδονται τα εξής τέσσερα έργα: τα τετράφωνα Viderunt omnes και Sederunt principes, καθώς και τα τρίφωνα Alleluia «Posui adiutorium» και Alleluia «Nativitas».[4] Άλλα εννέα έργα –πάντα σε ύφος οργκάνουμ– τού αποδίδονται από μεταγενέστερους μελετητές βασιζόμενοι στο υφολογικό τους στοιχείο, αλλά και το δίφωνο Dum sigillum summi Patris καθώς και το μονοφωνικό Beata viscera, το οποίο είναι σε ύφος κοντούκτους (τύπος υμνωδίας με επαναλαμβανόμενες μελωδικές φράσεις επί ομοιοκατάληκτου κειμένου).[5]
Τα έργα αυτά εμπεριέχονται στο λεγόμενο Magnus Liber (Μεγάλο Βιβλίο), μια ανθολογία πολυφωνικής μουσικής του 12ου - 13ου αιώνα, μέρος της συλλογής βιβλίων και χειρογράφων της Νοτρ Νταμ στο Παρίσι, όπου συμπεριλαμβάνονται και έργα του προγενέστερου Λεονέν. Τα περιεχόμενα της ανθολογίας συναποτελούν τη λεγόμενη «Σχολή της Νοτρ Νταμ», χωρίς όμως να πιστοποιούν αδιαμφισβήτητα ότι ο Περοτέν υπήρξε όντως μουσικός στην Παναγία των Παρισίων. Στην πραγματικότητα μάς είναι ελάχιστα γνωστά για την προσωπική του ζωή και τα περιστασιακά στοιχεία που μαρτυρούν την ύπαρξή του προέρχονται κυρίως από κάποια έδικτα της Παρισινής Αρχιεπισκοπής.
Κάποιοι μελετητές ταυτοποιούν στο πρόσωπο του Περοτέν τα εξής δύο ιστορικά πρόσωπα της Νοτρ Νταμ: είτε τον θεολόγο Petrus Cantor (ελλ. αποδ. Πέτρος ο Μελωδός, † 1197), είτε τον Petrus, ο οποίος μάς είναι γνωστός ως δευτεραναγνώστης (succentor) της Νοτρ Νταμ από το 1207 έως περ. το 1238. Ο δεύτερος είναι μάλλον πιθανότερο να ταυτίζεται με τον Περοτέν, καθώς συμπίπτει καλύτερα χρονικά, αλλά κυρίως επειδή η ιδιότητα του δευτεραναγνώστη ήταν ακριβώς η επίβλεψη του μουσικού μέρους της λειτουργείας.[6]
Η πολυφωνία υπήρξε καταλυτικός παράγοντας στη μουσική εξέλιξη της Δυτικής Ευρώπης, αφού έσπασε ένα κατεστημένο αιώνων βασισμένο στη μονοφωνία· η νέα αισθητική τάση είχε τόσο υπέρμαχους, όσο και πολέμιους, πολλοί από τους οποίους καταμαρτυρούν σε γραπτά τους τις επικρατούσες για την εποχή εντυπώσεις. Ο Επίσκοπος της Σαρτ, φιλόσοφος και καθηγητής θεολογίας στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων, Ιωάννης του Σώλσμπερι (1120-1180) μάς δίνει στο έργο του De nugis curialiam μια περιγραφή της μουσικής της περιόδου από πρώτο χέρι:
Όταν ακούς τις γλυκιές αρμονίες των διάφορων τραγουδιστών, άλλοι στα ψηλά, άλλοι στα χαμηλά [μουσικά μέρη], άλλοι να προηγούνται και άλλοι να έπονται, άλλοι με παύσεις και άλλοι με κρατημένες νότες, φαντάζεται κανείς περισσότερο μια συναυλία από σειρήνες παρά από άνδρες. Οι δυνατότητες της φωνής είναι πραγματικά αξιοθαύμαστες ... ούτε τα μελωδικότερα των πτηνών δεν μπορούν να συγκριθούν. Είναι εντυπωσιακή η ευκολία με την οποία ανεβοκατεβαίνουν τις μουσικές κλίμακες, υποδιαιρούν ή πολλαπλασιάζουν τις ρυθμικές αξίες, επαναλαμβάνουν τις μουσικές φράσεις και τονίζουν τη σημασία του κειμένου: οι υψίφωνες διαπεραστικές νότες είναι τόσο καλά αναμεμειγμένες με τις μεσαίες [τενόροι] και τις χαμηλές [μπάσοι], που τα αυτιά απωλύουν [χάνουν] κάθε γνώμονα κρίσης. Όταν όλα αυτά γίνονται στον υπερθετικό βαθμό είναι μάλλον πιο ταιριαστά για να διαγείρουν τον πόθο παρά την κατάνυξη· μα όταν γίνονται με μετριοπάθεια, ξεχνά κανείς τα χαλεπά της επίγειας ζωής, προσφέρει γαλήνη στην ψυχή, χαρά, ειρήνη και δόξα εν ονόματι του Κυρίου και μεταφέρει την ψυχή στην κοινωνία των αγγέλων.[7]