Ως πετριχώρ ή πετριχώρας ονομάζεται η οσμή που αναδύεται από το έδαφος όταν πέφτουν πάνω του οι σταγόνες της βροχής. Η ετυμολογία της λέξης προκύπτει από τον συνδυασμό των ελληνικών λέξεων πέτρα και ιχώρ, όπου κατά την ελληνική μυθολογία ο ιχώρας ήταν το χρυσό υγρό που έρεε στις φλέβες των θεών αντί αίματος.
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1964 από Αυστραλούς ερευνητές (ως petrichor) για τους σκοπούς ενός επιστημονικού άρθρου που έγραψαν για το περιοδικό Nature,[1][2][3] και στο οποίο ανέλυσαν πώς η συγκεκριμένη οσμή αναδύεται από ένα έλαιο το οποίο παράγεται από κάποια φυτά κατά την διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, και το οποίο απορροφάται από τα μαλακά πετρώματα του εδάφους. Όταν πέφτει η βροχή, τα έλαια αυτά απελευθερώνονται και διαφεύγουν στον αέρα μαζί με γεωσμίνη, η οποία είναι οργανική χημική ένωση που παράγεται από κάποιες ομάδες ακτινομυκήτων στο έδαφος. Ο συνδυασμός του ελαίου και της γεωσμίνης παράγει τη χαρακτηριστική μυρωδιά του υγρού εδάφους μετά από βροχή, ενώ σε περίπτωση όπου υπάρχουν αστραπές απελευθερώνεται και το στοιχείο του όζοντος η οσμή του οποίου γίνεται αντιληπτή λίγο πριν βρέξει.[4]
Η απελευθέρωση της οσμής καταγράφηκε σε πείραμα του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Μασαχουσέτης το 2015,[5][6] και σύμφωνα με την έρευνα όταν η βροχή πέφτει σε πορώδες έδαφος, ο αέρας από τους πόρους σχηματίζει μικρές φυσαλλίδες οι οποίες ανεβαίνουν στην επιφάνεια και απελευθερώνουν αερολύματα,[5] τα οποία είναι αυτά που μεταφέρουν τη μυρωδιά μαζί με βακτήρια του εδάφους.[5] Η βροχή στην οποία οι σταγόνες πέφτουν με αργό ρυθμό απελευθερώνει μεγαλύτερη ποσότητα αερολυμάτων, κάτι που συμβαδίζει με την εμπειρική παρατήρηση πως ο πετριχώρας εμφανίζεται πιο συχνά μετά από βροχές μικρής έντασης.[5]