Πιέρ Γκρασού

Πιέρ Γκρασού
ΣυγγραφέαςΟνορέ ντε Μπαλζάκ
ΤίτλοςPierre Grassou
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1839
Μορφήμυθιστόρημα
νουβέλα
ΣειράΗ Ανθρώπινη κωμωδία
ΧαρακτήρεςHippolyte Schinner
ΤόποςΠαρίσι
ΠροηγούμενοΣαραζίν
Δημοσιεύθηκε στοΗ Ανθρώπινη κωμωδία

Πιέρ Γκρασού (γαλλικός τίτλος:Pierre Grassou) είναι διήγημα του Γάλλου συγγραφέα Ονορέ ντε Μπαλζάκ που γράφτηκε το 1839 και δημοσιεύθηκε τον επόμενο χρόνο. Περιλαμβάνεται στις Σκηνές της Παρισινής ζωής της Ανθρώπινης κωμωδίας.[1]

Το έργο είναι μια διασκεδαστική καρικατούρα ανθρώπων που δεν είναι ικανοί να εκτιμήσουν την καλή τέχνη, ένα πορτρέτο ενός μέτριου αλλά οικονομικά επιτυχημένου ζωγράφου και μια καταγγελία ανέντιμων εμπόρων έργων τέχνης που εκμεταλλεύονται τη ματαιοδοξία ακαλλιέργητων πλούσιων αστών και την οικονομική ανάγκη του καλλιτέχνη.[2]

Παρίσι, 1832. Ο Πιέρ Γκρασού ντε Φουζέρ, από την πόλη όπου γεννήθηκε, είναι ένας μέτριος ζωγράφος που ωστόσο ζει από τη ζωγραφική του, χάρη στον ηλικιωμένο απατεώνα έμπορο έργων τέχνης Ελιάς Μαγκύς που του παραγγέλνει αντίγραφα των μεγάλων δασκάλων ( Τιτσιάνο, Ραφαήλ, Ρέμπραντ και άλλων διάσημων ζωγράφων) και τα πουλάει ως αυθεντικούς πίνακες. Λόγω της έλλειψης καλλιτεχνικού γούστου μεταξύ των νεόπλουτων αστών, που είναι οι πιο συχνοί πελάτες, το εμπόριο αποφέρει τεράστια κέρδη.[3]

Μια μέρα, ο Μαγκύς φέρνει στο εργαστήριο του Γκρασού τον φιλότεχνο εύπορο βιομήχανο κύριο Βερβέλ και τη σύζυγό του για να ζωγραφίσει τα πορτρέτα τους και τους πείθει ότι έχουν μπροστά τους έναν μεγάλο καλλιτέχνη. Ο κύριος και η κυρία Βερβέλ μαγεύονται από το εξαιρετικό ταλέντο του Γκρασού, χωρίς να συνειδητοποιούν τη φύση της δουλειάς του, και τον βλέπουν και ως ιδανικό υποψήφιο σύζυγο για τη μοναχοκόρη τους Βιρζινί. [4]

Ο Πιέρ Γκρασού προσκαλείται στο εξοχικό των Βερβέλ στη Βιλ-ντ'Αβραί, το οποίο είναι γεμάτο με έργα τέχνης. Του δείχνουν μια γκαλερί με 150 πίνακες που αξίζουν μια περιουσία αλλά προς μεγάλη έκπληξή του, αναγνωρίζει πολλά δικά του αντίγραφα, τα οποία ο Μαγκύς πούλησε ως γνήσια έργα. Όταν οι Βερβέλ ανακαλύπτουν ότι οι πίνακές τους είναι πλαστογραφίες του Γκρασού, η γνώμη τους γι'αυτόν δεν αλλάζει, αντίθετα, πολλαπλασιάζεται η αξία του ως καλλιτέχνη και γαμπρού, αφού ο Βερβέλ πιστεύει ότι ο Γκρασού διαθέτει όλο το συνδυασμένο ταλέντο των μεγάλων ζωγράφων.[5]

Αν και αδίστακτος, ο Πιερ Γκρασού έχει επίγνωση της μετριότητας του ταλέντου του και της φήμης του: οι φίλοι του μάταια τον παρότρυναν να δουλέψει για να ξεφύγει από αυτό που πιστεύουν ότι ήταν ένα καλλιτεχνικό αδιέξοδο. Έτσι, παρά το ότι τα πορτρέτα του γίνονται περιζήτητα στην αστική τάξη, παρά την επιτυχία και την περιουσία του, τον πλούσιο γάμο και τα δυο παιδιά του, τις τιμές και τον βαθμό που έφτασε τελικά, ο Πιερ Γκρασού παραμένει πικραμένος, ταπεινωμένος από την περιφρόνηση των αληθινών καλλιτεχνών και δεν μπορεί να εξαφανίσει τον πόνο της καρδιάς του στη σκέψη ότι οι καλλιτέχνες περιγελούν τα έργα του και ότι το όνομά του έχει γίνει υποτιμητικός όρος στα καλλιτεχνικά εργαστήρια. Αλλά εξακολουθεί να εργάζεται και στοχεύει στην Ακαδημία, όπου, «αναμφίβολα θα μπει». Σαν πράξη εξιλέωσης, αγοράζει αριστουργήματα συναδέλφων του που έχουν περιέλθει σε ανέχεια, με τα οποία αντικαθιστά τις πλαστογραφίες του στο εξοχικό της Βιλ-ντ'Αβραί.[6]