Πιέτρο Λοκατέλι | |
---|---|
![]() Ο Λοκατέλι σε πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου Κορνέλις Τρόοστ (1733, περίπου) | |
Γέννηση | 3 Σεπτεμβρίου 1695[1][2][3] Μπέργκαμο[4] |
Θάνατος | 30 Μαρτίου 1764[1][2][3] Άμστερνταμ[4] |
Χώρα πολιτογράφησης | Βενετική Δημοκρατία Ολλανδική Δημοκρατία |
Ιδιότητα | συνθέτης και βιολονίστας[4] |
Κίνημα | μπαρόκ μουσική |
Όργανα | βιολί |
Είδος τέχνης | κλασική μουσική |
Καλλιτεχνικά ρεύματα | μπαρόκ μουσική |
![]() | |
Ο Πιέτρο Αντόνιο Λοκατέλι (ιταλ. Pietro Antonio Locatelli, Μπέργκαμο, 3 Σεπτεμβρίου 1695 – Άμστερνταμ, 30 Μαρτίου 1764), ήταν Ιταλός συνθέτης και βιολονίστας, του ύστερου Μπαρόκ.
Δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για την παιδική ηλικία του Λοκατέλι. Στα νεανικά του χρόνια ήταν ο τρίτος τη τάξει βιολονίστας στο παρεκκλήσι Cappella Musicale της εκκλησίας Santa Maria Maggiore του Μπέργκαμο, όπου θεωρείτο εξαιρετικός εκτελεστής.[5] Οι πρώτοι του δάσκαλοι στο βιολί, ήσαν πιθανότατα οι Λ. Φερονάτι (Ludovico Ferronati) και Κ. Μαρίνο (Carlo Antonio Marino), μέλη του παρεκκλησίου, ενώ ο μαέστρος της εκεί ορχήστρας Φ. Μπαλαρότι (Francesco Ballarotti) μπορεί να τού είχε διδάξει σύνθεση.[6] Το φθινόπωρο του 1711, ο Λοκατέλι αναχώρησε για τη Ρώμη, αποσκοπώντας σε μεγαλύτερη αναγνώριση.[7]
Ο Λοκατέλι άρχισε να σπουδάζει εκεί από το φθινόπωρο του 1711, κατά πάσα πιθανότητα υπό τον Τζουζέπε Βαλεντίνι (Giuseppe Valentini) ή, για σύντομο χρονικό διάστημα, υπό τον φημισμένο Αρκάντζελο Κορέλι (Arcangelo Corelli), ο οποίος όμως πέθανε τον Ιανουάριο του 1713.[8] Σε μια επιστολή προς τον πατέρα του στο Μπέργκαμο, με ημερομηνία 17 Μαρτίου του 1714, ο Λοκατέλι έγραφε, ότι ήταν μόνιμο μέλος του συνόλου Compita Accademia di varj instrumenti, στο παρεκκλήσι του πρίγκιπα Μ. Καετάνι Α’ (Michelangelo I Caetani) (1685-1759), όπου ο Βαλεντίνι εργαζόταν ως εκτελεστής και συνθέτης (Suonator di Violino, e Compositore di Musica), τουλάχιστον από το 1710.[9][10] Μεταξύ των ετών 1716 και 1722, ο Λοκατέλι υπήρξε επίσης μέλος του συνόλου Congregazione generale dei Musici di S. Cecilia, υπό την προστασία του ιεράρχη και μελλοντικού καρδιναλίου Κ. Σίμπο (Camillo Cybo).[11] Επιπλέον, πιθανόν να έπαιζε και σε άλλους οίκους ή παρεκκλήσια Ρωμαίων ευγενών της εποχής, για παράδειγμα, στον καρδινάλιο Π. Οτομπόνι (Pietro Ottoboni) της εκκλησίας San Lorenzo e San Damaso, μάλλον μέχρι τις 7 Φεβρουαρίου 1723.[12]
Εκείνη την εποχή, ο Λοκατέλι έκανε το ντεμπούτο του ως συνθέτης. Το 1721, το έργο του, 12 Κοντσέρτι Γκρόσι, έργο 1 (XII Concerti Grossi Op. 1), εκδόθηκε στο Άμστερνταμ και ήταν αφιερωμένο στον Camillo Cybo.[13]
Μεταξύ 1723-1728, ο Λοκατέλι ταξίδεψε σε πολλά μέρη, κυρίως της Ιταλίας και της Γερμανίας. Μερικές από τις πόλεις που επισκέφθηκε ήσαν η Μάντοβα, η Βενετία, το Λονδίνο, το Μόναχο, η Δρέσδη, το Βερολίνο, η Φρανκφούρτη και το Κάσσελ. Πιθανώς οι περισσότερες από τις κοντσερτάντε συνθέσεις του, που δημοσιεύτηκαν αργότερα στο Άμστερνταμ, συμπεριλαμβανομένων των κοντσέρτων για βιολί και των καπρίτσιων, γράφηκαν κατά την περίοδο αυτή. Το παράδοξο είναι ότι, ενώ θεωρείται ότι οι εμφανίσεις του, τον έκαναν διάσημο, δεν υπάρχει κάποια πηγή που να αναφέρεται στην υψηλή δεξιοτεχνία του.[14] Η δραστηριότητα του Λοκατέλι στην Αυλή του αντιβασιλέα της Μάντοβα, Philipp von Hessen-Darmstadt, αποδεικνύεται από ένα έγγραφο του 1725, στο οποίο ο ίδιος τον κατονομάζει ως Virtuoso Nostro (=ο δεξιοτέχνης μας). Ωστόσο, πόσο συχνά και σε τι βαθμό ποιότητας ήσαν αυτές οι συναυλίες του Λοκατέλι, στη συγκεκριμένη Αυλή, δεν είναι γνωστά.[15] Επίσης, άγνωστος είναι και ο χρόνος της δραστηριότητάς του στη Βενετία.[16]
Μία αναφορά περιγράφει την επίσκεψή του Λοκατέλι στο Μόναχο. Στις 26 Ιουνίου 1727, ο «ξένος δεξιοτέχνης Λοκατέλι» εισέπραξε αμοιβή δώδεκα διπλών χρυσών νομισμάτων (goldguldens) από τον Διευθυντή Ορχήστρας του Εκλέκτορα.[17]
Μόλις ένα χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 1728, ο συνθέτης επισκέφθηκε την πρωσική Αυλή του Βερολίνου. Ο ίδιος, ο Αύγουστος ο Β’ (Augustus ΙΙ) και εκλεκτορική συνοδεία περίπου 500 ατόμων - συμπεριλαμβανομένων των Γιόχαν Γκέοργκ Πιζέντελ (Johann Georg Pisendel), Γιόχαν Γιόακιμ Κβαντς (Johann Joachim Quantz) και Σίλβιους Λέοπολντ Βάις (Silvius Leopold Weiss) - μεταφέρθηκαν από τη Δρέσδη στο Πότσνταμ. Μία καταγραφή σχετικά με την απόδοση του Λοκατέλι ενώπιον του Φρειδερίκου Γουλιέλμου Α’ (Frederick William I) περιγράφει γλαφυρά την εμφάνιση του μουσικού, γεμάτου από «αυτοπεποίθηση και ματαιοδοξία» φορώντας αστραφτερά, διακοσμημένα με διαμάντια ρούχα. Ωστόσο, οι ακροατές-αριστοκράτες μάλλον προτιμούσαν τον -επίσης βιολονίστα- Γιόχαν Γκότλιμπ Γκράουν (Johann Gottlieb Graun), από τον Λοκατέλι.[18]
Σύμφωνα με το μητρώο ενός πλούσιου συλλέκτη αυτογράφων, ο Λοκατέλι, βρισκόταν στις 20 Οκτωβρίου 1728 στη Φρανκφούρτη. Εκεί αναφέρεται και μια μίνι έκδοση του Andante από τη Σονάτα αρ. 3, έργο 2 για πιάνο.[11] Ο τελευταίος γνωστός σταθμός του βιολονίστα ήταν το Κάσσελ, όπου έλαβε την πολύ υψηλή αμοιβή των 80 ταλήρων (reichsthaler) μετά την επίσκεψή του στον Κάρολο Α’, την 7η Δεκεμβρίου του 1728. Χρόνια αργότερα, το 1786, ο οργανίστας, Γ. Β. Λούστιγκ (Jacob Wilhelm Lustig) δήλωσε ότι ο Λοκατέλι είχε «προβλήματα με το βιολί του», προκαλώντας «έκπληξη στους ακροατές».[19]
Το 1729 ο Λοκατέλι μετακόμισε στο Άμστερνταμ, όπου παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του. Εκεί, δεν συνέθεσε στον βαθμό που το έκανε αλλού, αλλά παρέδιδε μαθήματα βιολιού σε ερασιτέχνες και, κυρίως, επιμελήθηκε την έκδοση αρκετών έργων του (Opus 1-9), αλλά και έργα άλλων μουσικών, όπως το Opus 2 του Τζιοβάνι Μπατίστα Μαρτίνι (Giovanni Battista Martini).[21] Επίσης, έκανε και κάποιες εμφανίσεις, διευθύνοντας το Collegium Musicum, αλλά σε κλειστό κύκλο, μόνο για άτομα που αγαπούσαν τη μουσική ερασιτεχνικά, όχι για επαγγελματίες μουσικούς. Ένας Άγγλος, ο οποίος τον άκουσε το 1741, έγραψε κάποτε: «[...] φοβάται τόσο πολύ τους ανθρώπους που μαθαίνουν από αυτόν, ώστε δεν θα δεχθεί έναν αναγνωρισμένο μουσικό στις συναυλίες του». Μερικοί πλούσιοι λάτρεις της μουσικής, οι οποίοι έπαιξαν ως ερασιτέχνες μαζί του, τον βοήθησαν να γίνει πολύ εύπορος. Άλλωστε, στους αριστοκρατικούς κύκλους της εποχής, ήταν πολύ αναγνωρισμένος, τον θαύμαζαν ως δεξιοτέχνη και συνθέτη και τον υποστήριζαν.[22]
Το 1741 άνοιξε ένα κατάστημα πωλήσεων για χορδές βιολιού και κέρδισε περίπου 1500 φιορίνια (gulden) το 1742 και μόνο, το υψηλότερο εισόδημα από όλους τους μουσικούς στο Άμστερνταμ. Είναι άγνωστο γιατί, από το 1744, όταν κυκλοφόρησε το Op. 8, μέχρι το 1762, όταν κυκλοφόρησε το Op. 9, δεν υπήρξαν αναφορές από ακροατές, καθώς και τους μουσικούς δημοσιογράφους και αναλυτές για τη δράση του.[23]
Ο Λοκατέλι πέθανε το 1764 στο σπίτι του στην οδό Prinsengracht, του Άμστερνταμ.
Μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με πάνω από χίλια έγγραφα που δείχνει το ενδιαφέρον του για τη λογοτεχνία και την επιστήμη, βρέθηκε στην κατοχή του Λοκατέλι. Περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, έργα θεολογικά, εκκλησιαστικής ιστορίας, πολιτικά, γεωγραφικά, ιστορίας της τέχνης, μαθηματικών, ακόμη και ορνιθολογίας! Η καθαρά μουσική θεωρητική βιβλιογραφία του χρονολογείται από τον 16ο αιώνα, ενώ είχε έργα όλων των μεγάλων συγγραφέων από τον Δάντη και μετά. Ανάμεσα στις πολλές παρτιτούρες -δημοσιευμένες και άδετες- υπήρχε μια συλλογή έργων του Αρκάντζελο Κορέλλι. Επίσης υπήρχαν φωτογραφίες από ολλανδούς, ιταλούς και γάλλους δασκάλους (masters). Μεγάλο μέρος της συλλογής του βγήκε σε πλειστηριασμό τον Αύγουστο του 1765.[24]
Στο Άμστερνταμ, ο Λοκατέλι βρέθηκε στην πόλη-κέντρο των ευρωπαϊκών μουσικών εκδόσεων. Εκεί εξέδωσε τα έργα του 2 έως 6, 8 και 9, καθώς και μια νέα έκδοση του εργου 1, και το έργο 7 στη γειτονική πόλη του Λέιντεν. Γενικά, πολύ προσεκτικά ασχολήθηκε με άψογες εκδόσεις, δίνοντας τα καλώς οργανωμένα έργα του σε διαφορετικούς εκδότες, ενώ ο ίδιος επιμελήθηκε και πούλησε τα λιγότερο οργανωμένα έργα του.
Τα έργα του Λοκατέλι μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες:
Στην πρώτη κατηγορία, παραδείγματα είναι τα Κοντσέρτα για Βιολί, έργο 3 -με τα συνοδά Καπρίτσια- και οι Σονάτες για Βιολί, έργο 6 με ένα Καπρίτσιο. Και τα δύο έργα, και ιδιαίτερα το έργο 3, έχουν προδιαγραφές για δεξιοτέχνες και, έκαναν γνωστό τον συνθέτη σε όλη την Ευρώπη. Τα Καπρίτσια (Capricci) ήσαν πολύ σημαντικά κομμάτια για μελέτη και εξάσκηση, αλλά δεν συνετέθησαν για δημόσιες εκτελέσεις.[25] Εκεί φαίνεται η μεγάλη επιρροή στον Παγκανίνι, λ.χ. το Καπρίτσιο του Παγκανίνι έργο 1, αρ. 1 είναι παρόμοιο με το Καπρίτσιο αρ 7. του Λοκατέλι.
Τα Κοντσέρτα των έργων 1, 4 και 7, βασίζονται στο έργο 6 του Κορέλι. Τα έργα αυτά συνέβαλαν πολύ στο να φέρουν το Μπαρόκ σε μια ύστερη φάση Μανιερισμού. Ειδικά το έργο 4 ακολουθεί τη μορφή της ναπολιτάνικης συμφωνικής όπερας.[26]
Έργα χωρίς αριθμό:
Επίσης, αρκετά έργα του συνθέτη έχουν χαθεί.
Για τις δεξιοτεχνικές ικανότητες του Λοκατέλι, έχουν ειπωθεί διάφορα, με κάποια αρνητικά σχόλια (βλ. Ταξίδια σε Ιταλία και Γερμανία), αλλά τις περισσότερες φορές με διθυραμβικές κριτικές. Υπάρχει αναφορά ότι δεν έπαιξε ποτέ «λάθος νότα»! στο βιολί, εκτός από μία φορά, όταν το μικρό του δάκτυλο γλίστρησε και άγγιξε τη γέφυρα του οργάνου.[27]
Οι περισσότερες από τις συνθέσεις του είναι έργα για βιολί. Πιο γνωστό, είναι η Τέχνη του Βιολιού, έργο 3, μια συλλογή από δώδεκα Κοντσέρτα για σόλο βιολί, έγχορδα και μπάσο κοντίνουο. Η συλλογή περιλαμβάνει ένα σύνολο από 24 Καπρίτσια μεγάλης τεχνικής δυσκολίας, που τοποθετούνται στο τέλος του 1ου και του 3ου μέρους κάθε κοντσέρτου ως καντέντσα (cadenza) σόλο, με μεγάλο ενδιαφέρον στην ανάπτυξη της τεχνικής του οργάνου που, από τον 19ο αιώνα έχει μια μεγάλη σειρά από δημοσιεύσεις και, χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα σε συναυλίες ή ως μέθοδος μελέτης στην ανώτερη μουσική εκπαίδευση.
Ο Λοκατέλι έγραψε, επίσης, σονάτες για βιολί και μπάσο κοντίνουο, τρίο σονάτες, κοντσέρτι γκρόσι και μια συλλογή από σονάτες για φλάουτο (έργο 2). Τα πρώιμα έργα του δείχνουν την επίδραση του Κορέλι, ενώ η πιο ώριμη παραγωγή του έχει μια πιο διεθνή, gallante γεύση. Το πέρασμα από την επίδραση του Κορέλι, σε πρότυπα του Βιβάλντι, πραγματοποιείται στο Κοντσέρτο αρ. 12 του έργου 1, όπου το κοντσέρτο, από γκρόσο, γίνεται a quattro, χάρη στην παρουσία 4 βιολιών που παίζουν, σε μεγάλο τμήμα, ανεξάρτητα.[30]
Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία της παραγωγής του, είναι το μέρος που κλείνει το κοντσέρτο αρ, 6 του έργου 7, με τίτλο Η κραυγή της Αριάδνης. Αν και πρόκειται για αποκλειστικά οργανική σύνθεση (ένα σύνολο εγχόρδων χωρίζεται σε "Concertino" και "Concerto grosso"), η γραφή είναι τέτοια που, συνήθως, αναφέρεται σε φωνητική σύνθεση, με αποτέλεσμα να ακούγεται κάπως σαν είδος τραγουδιού χωρίς κείμενο, διαιρούμενο σε ρετσιτατίβι και άριες. Οι φωνητικές μελωδίες ήσαν εκείνη την εποχή μια συνεχής πηγή έμπνευσης για τους συνθέτες οργανικών κομματιών και, το αποτέλεσμα είναι μια ιδιαίτερα δραματική μουσική, ορμητικής έκφρασης.
Το σύγχρονο κοινό γνωρίζει, πιθανόν, τον Λοκατέλι από ένα μυθιστόρημα, την «Πρώτη Εντολή», του Πάτρικ Ο 'Μπράιαν, όπου υπάρχει η φράση: «Η αίθουσα μουσικής του σπιτιού του κυβερνήτη στο Port Mahon, ένα οκτάγωνο ψηλό, όμορφο και μυτερό, ήταν γεμάτο με θριαμβευτικούς ήχους, από το πρώτο μέρος του Κουαρτέτου σε Ντο Μείζονα του Λοκατέλι». Στην πραγματικότητα, ποτέ δεν υπήρξε καν τεκμηριωμένο κουαρτέτο που γράφηκε από τον συνθέτη, αν και μερικά κοντσέρτι γκρόσι μπορούν να «αποπνέουν την αίσθηση» κάποιου κουαρτέτου εγχόρδων.
Ο μεγάλος Ολλανδός ζωγράφος Κορνέλις Τρόοστ (Cornelis Troost), δημιούργησε ένα πορτρέτο του Λοκατέλι, που βρίσκεται στο Κρατικό μουσείο (Rijksmuseum) του Άμστερνταμ.