Πiτυοφάγος (Pityophagus) | ||||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Pityophagus laevior
| ||||||||||||||||
Συστηματική ταξινόμηση | ||||||||||||||||
|
Ο Πιτυοφάγος (Pityophagus) είναι γένος εντόμων της τάξης των κολεοπτέρων και ανήκει στην οικογένεια των Nitidulidae. Το γένος Pityophagus εκπροσωπείται στην Ευρώπη με τρία είδη.[1] Συναντάμε το είδος Pityophagus laevior γύρο την δυτική και κεντρική Μεσόγειο, και μέχρι τώρα δεν βρέθηκε στην Ελλάδα.[2] Τα άλλα ευρωπαϊκά είδη του γένους, o Pityophagus ferrugineus και o Pityophagus querqus συναντάμε και στην Ελλάδα.[3][4] Έξω από την Ευρώπη υπάρχουν άλλα τρία είδη.[5]
Από τα τρία είδη έχει περιγραφεί ως πρώτος ο Pityophagus ferrugineus από τον Λινναίο το 1758 με το όνομα Dermestes ferrugineus. Ο Fabricius έσπασε το μεγάλο γένος Dermestes του Λινναίου και τοποθέτησε το είδος ferrugineus στο γένος Ips Fabr. ως Ips ferruginea. Το όνομα Ιψ του Fabricius είναι θηλυκή λέξη, και σήμερα δεν χρησιμοποιείται πια, αλλά καταστάθηκε από Glischrochilus.[6] Δεν έχει σχέση με το Ips De Geer, που είναι αρσενική λέξη και είναι το σημερινό όνομα ενός γένους της οικογένειας Curculionidae.[7] Από άλλους συγγραφείς o Dermestes ferrugineus τοποθετήθηκε στα γένη Lyctus ή Nitidula. Το πιο συχνό όνομα όμως στη παλαιότερη λογοτεχνία ήταν Ips ferruginea[8] Ο Άγγλος εντομολόγος Shuckard απέσπασε το 1839 το γένος Pityophagus με τύπο το είδος Dermestes ferrugineus του Λινναίου από το γένος Ips Fabr.. Τοποθέτησε το γένος Pytiophagus με τον αριθμό 230α πίσω από το γένος υπ αριθμό 230 Ips Fabr. και μπροστά από το γένος 231 Cryptophagus.[9] Τα άλλα δυο ευρωπαϊκά είδη περιγράφτηκαν αργοτερα, ο Pityophagus laevior 1872 από τον Abeille[2] και ο Pityophagus quercus 1877 από το Reitter.[4]
Το όνομα Pityophagus προέρχεται από την λέξη πίτυς της αρχαίας ελληνικής γλώσσας.[10] Το όνομα δόθηκε, γιατί συναντούμε τον τύπο του γένους, τον Pityophagus ferrugineus σε πεύκα. Αλλά ούτε το ακμαίο ούτε η προνύμφη καταναλώνουν το ξύλο ή τον φλοιό του δέντρου.
Το κολεόπτερο είναι στενό και λίγο κυλινδρικό. Η πάνω πλευρά δεν είναι τριχωτή. Το πιο μικρό είδος με τέσσερα μέχρι έξι χιλιοστόμετρα είναι o Pityophagus ferrugineus το πιο μεγάλο ο Pityophagus quercus με περισσότερα από πέντε μέχρι επτά χιλιοστά.
Το κεφάλι είναι πιο στενό παρά το πρόνωτο. Το άνω χείλος συντήκεται με τον κλυπαίο, τα δύο χωρίζονται μόνο με αβαθή γραμμή μεταξύ τους. Οι γναθικές προσακτρίδες είναι τετραμερείς. Οι κεραίες συνίστανται από ένδεκα μέρη. Τελειώνονται με τριμερή λίγο πεπλατυσμένο ρόπαλο. Εκφύονται μπροστά στους σύνθετους οφθαλμούς. Αυτοί είναι μικροί και επίπεδοι. Οι κρόταφοι πίσω από τα μάτια είναι μακροί. Μεγάλο μέρος του εξωσκελετού δείχνει μια πυκνή και έντονη στιγμάτωση.
Κοιτάζοντας από πάνω το πρόνωτο έχει σχήμα τετραγωνικού. Οι πλευρικές άκρες σχηματίζουν μια λεπτή ανάγλυφη γραμμή που συνεχίζεται στη βάση του προνώτου (Εικ. 4).
Τα έλυτρα στην οπίσθια άκρη είναι κομμένα με τρόπο πως δεν καλύπτουν τελείως την κοιλία. Κοντά στη ραφή των ελύτρων τρέχει μια βαθιά χαραγμένη γραμμή, που σβήνει κοντά στον θυρεό.
Τα πόδια είναι σχετικά κοντά και γερά. Οι κνήμες διευρύνονται προς την άκρη. Οι ταρσοί είναι πενταμερείς. Το τέταρτο μέρος (Εικ. 7, πράσινο) είναι αρκετά μικρότερο από τα υπόλοιπα μερή.[11]
Η προνύμφη του Pityophagus ferrugineus έχει καταγραφεί από το Perris, ο οποίος κατέγραφε όλα τα έντομα, τα οποία βρήκε στο πεύκο Pinus maritima (σήμερα Pinus pinaster) μαζί με τα αναπτυξιακά τους στάδια και την συμπεριφορά τους, .[12] Το κορμί είναι επιμήκης, στη μέση λίγο φαρδύτερο (Εικ. 8, σχ. 77). Το κεφάλι και το πρώτο θωρακικό δακτύλιο με εξαίρηση την πισινή άκρη έχει χρώμα της σκουριάς, το ίδιο χρώμα έχει και το τελευταίο μέρος της κοιλιάς. Η οπίσθια άκρη του πρώτου μέρους, τα άλλα δυο μέρη του θώρακα και τα πρώτα οκτώ μέρη της κοιλιάς είναι ματ λευκό. Το χρώμα προκαλείται από την παρουσία ή έλλειψη χιτίνης.
Το κεφάλι είναι περίπου τετραγωνικό. Οφθαλμίδια λείπουν. Φαίνονται δυο μακριές γραμμές που τρέχουν από τις κεραίες και συγκλίνουν προς τα πίσω.Τα άνω σαγόνια έχουν κοντά στην άκρη στην εσωτερική πλευρά δόντι (σχ. 79). Τα κάτω σαγόνια (σχ. 81 πράσινο) είναι σχετικά μεγάλα και προβάλλουν το πρώτο μέρος των τριμερών γναθικών προσακτρίδων (Εικ. 8, σχ. 81 μπλε). Το κάτω χείλος έχει σχήμα καρδιάς (Εικ. 8, σχ. 81 στη μέση). Οι χειλικές προσακτρίδες (Εικ. 8, σχ. 81 ροζ) είναι διμερείς και δεν φτάνουν στην άκρη του βασικού μέρους των γναθικών προσακτρίδων. Οι κεραίες (Εικ. 8, σχ. 80) συνίστανται από τέσσερα μέρη, το τρίτο με μερικά μικρά μαλλιά, το τέταρτο λεπτό και σχεδόν με το ίδιο μήκος όπως το δεύτερο και τρίτο μέρος μαζί. Τελειώνει με μια μεγάλη και δυο μικρότερες τρίχες.
Από τα θωρακικά μέρη μόνο το πρόνωτο είναι αρκετά χιτινισμένο και εκ τούτου πιο σκούρο. Διακρίνεται μια διαμήκης γραμμή στη μέση. Τα έξι πόδια (Εικ. 8, σχ. 82) είναι τετραμερή και τελειώνουν σε νύχι. Η κοιλία συνίσταται από εννιά μέρη. Τελειώνει με δυο εξαρτήματα σε μορφή πένσας, που στρέφεται λίγο προς τα πάνω (Εικ. 8, σχ. 83). Η πλαγγόνα απεικονίζεται στην Εικ. 8 δεξιά.
Εικ. 8: P. ferrugineus 77 προνύμφη 79 άνω σαγόνι 80 κεραία 81 πράσινο κάτω σαγόνι, μπλε γναθικές προσακτρίδες ροζ χειλικές προσακτρίδες 82 πόδι 83 τελευταία ουρομερή από την πλευρά[12] δεξιά πλαγγόνα[13] |
Τον πιτυοφάγο συναντούμε στο φλοιό αδύνατων ή άρρωστων γερασμένων δέντρων στο δάσος. Ο Pityophagus quercus αναπτύσσεται στις βελανιδιές, όπως δείχνει και το quercus. Τα δυο άλλα είδη ζουν σε κωνοφόρα, ο Pityophagus laevior ιδιαίτερα σε Pinus και Abies. Το ενήλικο Pityophagus ferrugineus εμφανίζεται την άνοιξη σε κορμούς πεύκων, που έπεσαν στο έδαφος. Κάτω από τα δέντρα αυτά το θηλυκό αποθέτει τα αυγά στις σήραγγες του Hylurgus ligniperda και του Hylastes ater. Οι προνύμφες τρέφονται από τις πρόνυμφες αυτών.[12] Υποτίθεται πως όλα τα είδη τρέφονται από άλλα έντομα του ξύλου.[14] Κυνηγούν κυρίως επιβλαβή έντομα και γι' αυτό είναι χρήσιμα. Ο βιολογικός κύκλος διαρκεί ένα χρόνο.[12]