Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Πλέι μέικερ (αγγλ.: play maker) ονομάζεται ο αθλητής που αγωνίζεται σε μια από τις 5 παραδοσιακές θέσεις μιας ομάδας μπάσκετ. Στη σύγχρονη μπασκετική ορολογία αναφέρεται και ως πόιντ γκαρντ (αγγλ.: point guard). Η Ελληνική μετάφραση του play maker είναι δημιουργός φάσεων και του point guard είναι φύλακας σημείων. Στα ελληνικά ονομάζεται άσος.
Ο στόχος του πλέι μέικερ είναι η σωστή οργάνωση του παιχνιδιού με αποτέλεσμα τη σωστή τροφοδότηση των συμπαικτών του, την επιλογή του συστήματος του παιχνιδιού και το στήσιμο της ομάδας στον αγωνιστικό χώρο. Αυτό απαιτεί καλή γνώση του αθλήματος, γι' αυτό πολλοί αποκαλούν τους μεγάλους πλέι μέικερ "προπονητές εντός γηπέδου".
Ο άψογος χειρισμός της μπάλας αλλά και η επιδέξια ντρίμπλα είναι βασικά στοιχεία που πρέπει να διαθέτει ένας πλέι μέικερ. Το καλό σουτ είναι ένα πλεονέκτημα για τον πλέι μέικερ, όταν δεν μπορεί να έχει κάποια καλύτερη λύση. Ο πλέι μέικερ που μπορεί να αγωνιστεί και ως σούτινγκ γκαρντ, λέγεται κόμπο γκαρντ (combo guard).
Συνήθως ο πλέι μέικερ είναι ο πιο κοντός αθλητής της ομάδας, έχει ύψος 1,80 με 1,95 μέτρα και είναι γρήγορος.
Στους πλέι μέικερ που άφησαν εποχή στο παγκόσμιο μπάσκετ συμπεριλαμβάνονται οι Αμερικάνοι: Μάτζικ Τζόνσον, Τζον Στόκτον, Μπομπ Κούζι, Άλεν Άιβερσον και Στέφεν Κάρι, οι Ευρωπαίοι: Αλεξάντερ Τζόρτζεβιτς, Σαρούνας Γιασικέβιτσιους και Τόνι Πάρκερ, ενώ στην Ελλάδα ξεχώρισαν οι Δημήτρης Διαμαντίδης,Παναγιώτης Γιαννάκης, Θοδωρής Παπαλουκάς και ο Βασίλης Σπανούλης.
Αυτό το λήμμα σχετικά με την Καλαθοσφαίριση χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |