Ο πληθυντικός ευγενείας αποτελεί απευθυντικό τρόπο συνομιλίας, που υφίσταται στην Ελληνική καθώς και σε άλλες γλώσσες, κύριος στόχος του οποίου είναι να καταδείξει ευγένεια, σεβασμό ή επιπλέον κοινωνική απόσταση και έλλειψη οικειότητας.
Ο πληθυντικός ευγενείας αποτελεί έναν από τους απευθυντικούς τύπους ευγενείας, που είναι γνωστοί με τον αγγλικό γλωσσολογικό όρο honorifics (HON, στη βιβλιογραφία) και έχουν ορισμένες φορές αποδοθεί «τιμητικοί όροι», αν και δεν πρέπει να συγχέονται με τους τιμητικούς τίτλους. Πρόκειται για γραμματικές ή μορφοσυντακτικές λειτουργίες που εμπεριέχουν έμμεση δήλωση σχετικά με την κοινωνική θέση των συνομιλητών, καθώς και με τις προθέσεις τους για τη συζήτηση. Οι απευθυντικοί τύποι ευγενείας μπορούν να υποδηλώσουν επισημότητα, κοινωνική απόσταση, ευγένεια, ταπεινοφροσύνη, αδιαφορία ή σεβασμό με σειρά επιλογών που διαφέρουν από γλώσσα σε γλώσσα. Οι επιλογές αυτές περιλαμβάνουν διαφορετικά επιθήματα, πτώσεις, αλλαγή προσώπου ή αριθμού (όπως στην Ελληνική) ή ακόμη και εντελώς διαφορετικές λέξεις. Το στοιχείο-κλειδί είναι ότι οι εν λόγω τύποι επιτρέπουν στον ομιλητή να μεταφέρει την ίδια τυπική πληροφορία αλλά διαφορετικό μήνυμα χρησιμοποιώντας τύπους οικειότητας ή τύπους ευγενείας[1].
Οι απευθυντικοί τύποι ευγενείας εντάσσονται στo γλωσσολογικό φαινόμενο που αποκαλείται δείξη, καθώς προϋποθέτουν την κατανόηση της κοινωνικής θέσης ή του σχετικού ρόλου των συνομιλητών και των παρισταμένων σε κάποια συζήτηση. Η λειτουργίας τους έχει κωδικοποιηθεί γλωσσολογικά με τους όρους Τ-τύποι (ανεπίσημοι) και V-τύποι (επίσημοι), ονοματολογία που έχει την αφετηρία της στα αρχικά γράμματα των τύπων Τu «εσύ» και Vos «εσείς» τής Λατινικής.
Όπως καταδεικνύουν οι γλωσσολογικές μελέτες, ο πληθυντικός ευγενείας έχει την αφετηρία του στον πληθυντικό της μεγαλοπρεπείας (pluralis majestatis), ο οποίος πρωτοπαρουσιάστηκε στη διάκριση των λατινικών αντωνυμιών tu (εσύ) και vos (εσείς). Ο πληθυντικός της μεγαλοπρεπείας είναι αρχαϊκό συντακτικό σχήμα και απαντά ήδη στη Βιβλική Εβραϊκή. Κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα αναπτύχθηκε η συνήθεια να απευθύνονται στον Ρωμαίο αυτοκράτορα με τον πληθυντικό vos αντί του ενικού tu. Βαθμηδόν η χρήση τού πληθυντικού έγινε χαρακτηριστικό των ανωτέρων τάξεων, τύπος που οι ευγενείς απηύθυναν ο ένας στον άλλον. Συγχρόνως μεταχειρίζονταν ενικό όταν μιλούσαν σε κατωτέρους τους, υποδηλώνοντας έτσι ότι ο πληθυντικός δεν δήλωνε μόνο σεβασμό αλλά και απόσταση σε αντιδιαστολή προς την οικειότητα[2].
Όπως εξηγούν οι Brown & Gilman, η χρήση τού πληθυντικού προς τον Ρωμαίο αυτοκράτορα τον 4ο αιώνα πιθανώς ευνοήθηκε από περιπτώσεις στις οποίες υπήρχαν δύο ή περισσότεροι συναυτοκράτορες (λατ. augusti ή caesares), σημειώνουν όμως ότι επρόκειτο για γνωστό και ήδη αρχαίο απευθυντικό τρόπο. Υπογραμμίζουν, ωστόσο, ότι η χρήση του δεν σταθεροποιήθηκε πριν από τον 12ο αιώνα, οπότε άρχισαν να διαμορφώνονται και οι γλωσσολογικοί και πραγματολογικοί όροι τής παρουσίας του στις πολυπλοκότερες πλέον κοινωνικές σχέσεις.
Σύμφωνα με δημοφιλή αλλά αστήρικτη άποψη, η χρήση τού πληθυντικού ευγενείας παρουσιάστηκε στην Αγγλία στα μέσα του 11ου αιώνα, τότε που οι Γάλλοι κατακτητές άκουγαν τους Αγγλοσάξονες φεουδάρχες να μιλούν στον πληθυντικό στους κολλήγους και αντιστρόφως, απευθυνόμενοι ο ένας στον άλλο ως εκπρόσωποι ομάδων. Οι Γάλλοι το εξέλαβαν ως ένδειξη πολιτισμού, γνωρίζοντας ότι οι Αγγλοσάξονες εκείνη την εποχή ήταν πιο πολιτισμένοι από εκείνους. Με την επιστροφή τους στη Γαλλία, μαζί με τον θαυμασμό για τους φεουδάρχες, μετέφεραν λανθασμένα και τον γραμματικό πληθυντικό εκλαμβάνοντάς τον ως πληθυντικό ευγενείας. [3] Η άποψη αυτή στερείται επιστημονικής βάσεως, επειδή η Αγγλική γλώσσα τής εποχής διατηρούσε ακόμη τη διάκριση thou (β΄ ενικό), you (β΄ πληθυντικό) και επιπλέον η φορά επιρροής μεταξύ Αγγλοσαξονικής και Γαλλικής ήταν ακριβώς αντίστροφη εκείνη την εποχή (η Αγγλική δανείστηκε πλήθος γαλλικών λέξεων, κυρίως στο ανώτερο επίπεδο του λεξιλογίου της).
β΄ ενικό πρόσωπο, τύπος οικειότητας | β΄ ενικό πρόσωπο, τύπος ευγενείας | β΄ πληθυντικό πρόσωπο, τύπος οικειότητας | β΄ πληθυντικό πρόσωπο, τύπος ευγενείας | |
---|---|---|---|---|
Άφρικαανς | jy /jou | u
|
julle | u |
Αλβανική γλώσσα | ti | ju | ju | ju |
Αμχαρική γλώσσα | አንተ (antä) (αρσ.)
|
እስዎ (ɨsswo) ή እርስዎ (ɨrswo) |
እናንተ (ɨnnantä) | እስዎ (ɨsswo) ή እርስዎ (ɨrswo) |
Αραβική γλώσσα | أنت (anta, προς άνδρα), أنتِ (anti, προς γυναίκα) | antum | antum (προς άνδρες), antunna (προς γυναίκες) | antum / antunna· σε μερικές διαλεκτικές ποικιλίες, όπως στην Αραβική τής Αιγύπτου, χρησιμοποιούνται οι τύποι ḥaḍretkum ή siyadetkum |
Αρμενική γλώσσα | դու (du) Ανατολική, դուն (tun) Δυτική | դուք (duk) Ανατολική, (tuk) Δυτική | դուք (duk) Ανατολική, (tuk) Δυτική | դուք (duk) Ανατολική, (tuk) Δυτική |
Αζερική γλώσσα | sən | siz | siz | siz, ενίοτε sizlər |
Βασκική γλώσσα | hi (για μεγάλη οικειότητα), zu | zu, berori (ιδιαίτερα επίσημο) | zuek | zuek |
Βεγγαλική γλώσσα | তুই tui (πολύ ανεπίσημο) তুমি tumi |
আপনি apni | তোরা tora (ιδιαίτερα επίσημο) তোমরা tomra |
আপনারা apnara |
Βουλγαρική γλώσσα | ти (ti) | Вие (Vie) | вие (vie) | вие (vie) |
Καταλανική γλώσσα | tu
|
vostè | vosaltres | vostès |
Κινεζική γλώσσα (Μανδαρινική) | 你 nǐ | 您 nín | 你们 (你们) nǐmen | χωρίς επίσημο τύπο· συχνά大家 dàjiā |
Σερβοκροατική γλώσσα | ti | Vi | vi | vi |
Τσεχική γλώσσα | ty | Vy | vy | Vy |
Δανική γλώσσα | du | De | I | De |
Ολλανδική γλώσσα | jij /je (κυρίως στην Ολλανδία) ή gij/ge (κυρίως στη Φλάνδρα) |
u (με κεφ. όταν πρόκειται για τον Θεό ή για ιδιαίτερα επίσημο κείμενο: U. Εναλλακτικά: Gij (προς τον Θεό)) | jullie | u |
Εσθονική γλώσσα | sina/sa | Teie | teie/te | Teie |
Φινλανδική γλώσσα | sinä/sä | Te (σύνθετοι ρηματικοί τύποι με μετοχή σε ενικό αριθμό) | te | Te |
Γαλλική γλώσσα | tu /toi /te | vous | vous | vous |
Γαλικιανή γλώσσα | tu, tí | vostede | vós | vostedes |
Γεωργιανή γλώσσα | შენ shen | თქვენ tkven | თქვენ tkven | თქვენ tkven |
Γερμανική γλώσσα | du | Sie (ακολουθείται από ρήμα σε γ΄ πληθυντικό) Ihr (ακολουθείται από ρήμα σε β΄ πληθυντικό) |
ihr | Sie (ακολουθείται από ρήμα σε γ΄ πληθυντικό) Ihr (ακολουθείται από ρήμα σε β΄ πληθυντικό) |
Ελληνική γλώσσα | εσύ | εσείς | εσείς | εσείς |
Ουγγρική γλώσσα | te | maga (επίσημο) ή Ön (τυπικό) | ti | maguk (επίσημο) ή Önök (τυπικό) |
Χίντι | तू tū (πολύ ανεπίσημο) तुम tum |
आप āp | तुम लोग tum log | आप लोग āp log |
Ισλανδική γλώσσα | þú | þér (αρχαϊκό) | þið | þér (αρχαϊκό) |
Ινδονησιακή γλώσσα | kamu | Anda | kalian | Anda |
Ιταλική γλώσσα | tu | Lei (ή lei, τύπος γ΄ προσώπου) voi (παλαιότερο ή διαλεκτικό) |
voi |
voi Loro (τύποι γ΄ προσώπου) |
Καζαχική γλώσσα | сен (sen) | сіз (siz) | сендер (sender) | сіздер (sizder) |
Κιργιζική γλώσσα | сен (sen) | сиз (siz) | силер (siler) | сиздер (sizder) |
Λαντίνο ή Ισπανοεβραϊκή γλώσσα | tú | vos | vozótros | vozótros |
Λετονική γλώσσα | tu | Jūs | jūs | Jūs |
Λιθουανική γλώσσα | tu | Ponas, Ponia, Jūs | jūs | Jūs |
Σλαβομακεδονική γλώσσα | ти (ti) | Вие (Vie) | вие (vie) | вие (vie) |
Μαλτεζική γλώσσα | int, inti | int, inti | intom | intom |
Μογγολική γλώσσα | чи (chi) | та (ta) | та нар (ta nar) | та нар (ta nar) |
Νεπαλική γλώσσα | तँ, तिमी (tã, timi) | तपाईं (tapāī̃) | तिमी(-हरू) (timi[-harū]) | तपाईं(-हरू) (tapāī̃[-harū]) |
Νορβηγική γλώσσα (bokmål) | du | De | dere | De |
Νορβηγική γλώσσα (nynorsk) | du | De | de | De |
Περσική γλώσσα | تو to | شما shomâ | شما shomâ | شما shomâ |
Πολωνική γλώσσα | ty | pan (προς άνδρα) pani (προς γυναίκα) (ακολουθούνται από ρήματα σε γ΄ ενικό πρόσωπο) |
wy | państwo (γενικά) panowie (προς άνδρες) panie (προς γυναίκες) (ακολουθούνται από ρήματα σε γ΄ πληθυντικό πρόσωπο, αν και σε αρκετές περιπτώσεις ο γενικός τύπος państwo συντάσσεται και με β΄ πληθυντικό πρόσωπο). |
Πορτογαλική γλώσσα (Πορτογαλία) | tu vós (διαλεκτικό) |
o senhor/a senhora (πιο επίσημο) você (λιγότερο επίσημο — σε ορισμένες περιοχές μπορεί να θεωρηθεί αγενές) vós (αρχαϊκό και λογοτεχνικό) Vossa Excelência, Vossa Senhoria (προς αρχές) |
vocês vós (αρχαϊκό, λογοτεχνικό ή διαλεκτικό) |
os senhores/as senhoras |
Πορτογαλική γλώσσα (Βραζιλία) | você (< vossa mercê) tu |
o senhor, o cavalheiro/a senhora, a madame seu (< senhor)/dona, madame você (λιγότερο τυπικό από τα προηγούμενα σε ορισμένες περιοχές) vós (αρχαϊκό και λογοτεχνικό) Vossa Excelência or Vossa S.ª, Meritíssimo Juiz (κρατικές αρχές)· Vossa Magnificência (για πρύτανη ή κοσμήτορα πανεπιστημίου) |
vocês vós (αρχαϊκό και λογοτεχνικό) |
os senhores/as senhoras os cavalheiros/as damas vós (αρχαϊκό και λογοτεχνικό) vocês (περιφερειακό) |
Παντζάμπι | ਤੂੰ tū̃ | ਤੁਸੀਂ tusī̃ | ਤੁਸੀਂ tusī̃ | ਤੁਸੀਂ tusī̃ |
Ρουμανική γλώσσα | tu | dumneata (λιγότερο τυπικό) / matale (περιφερειακό) / dumneavoastră (επίσημο) |
voi | dumneavoastră / domniile voastre (αρχαϊκό) |
Ρωσική γλώσσα | ты (ty) | вы (vy) / Вы (Vy) (προς επισήμους) | вы (vy) | вы (vy) |
Σλοβακική γλώσσα | ty | Vy | vy | vy |
Σλοβενική γλώσσα | ti | vi Vi |
vidva (Δυϊκός αριθμός) vidve ή vedve (προς δύο γυναίκες); vi (plural) ve (πληθυντικός προς γυναίκες) |
vi (δυϊκός και πληθυντικός αριθμός) |
Σομαλική γλώσσα | adi | adiga | idinka | idinka |
Ισπανική γλώσσα (κυρίως Ισπανία) | tú | usted (παλαιότ. vos, usía και vuecencia/vuecelencia μεταξύ άλλων) | vosotros (αρσ.) vosotras (θηλ.) | ustedes |
Ισπανική γλώσσα (στο μεγαλύτερο μέρος τής Λατινικής Αμερικής) | tú | usted | ustedes | ustedes (επίσης vosotros, vosotras στη λογοτεχνία) |
Σουηδική γλώσσα | du | ni ή Ni (σπάνιο) | ni | ni ή Ni (σπάνιο) |
Ταγκάλογκ | ikáw ka |
kayó | kayó | kayó |
Τατζικική γλώσσα | ту (tu) | Шумо (Shumo) | шумо (shumo) | шумо (shumo) ή шумоён (shumoyon)(μόνο στην ομιλουμένη γλώσσα) |
Ταμίλ | நீ (née) | நீங்கள் (neengal) | நீங்கள் (neengal) | நீங்கள் (neengal) |
Τουρκική γλώσσα | sen | siz | siz | siz, sizler |
Ουκρανική γλώσσα | ти (ty) | ви (vy) / Ви (Vy) (προς επισήμους) | ви (vy) | ви (vy) |
Ουρντού | تو tū (πολύ ανεπίσημο) تم tum |
آپ āp | تم لوگ tum log | آپ لوگ āp log |
Ουαλική γλώσσα | ti ή chdi | chi ή chwi | chi ή chwi | chi ή chwi |
Γερμανοεβραϊκή γλώσσα ή Γίντις | דו (du) | איר (ir) | איר (ir) עץ (ets) (περιφερειακό) |
איר (ir) |
.
Η αγγλική είναι η μοναδική γλώσσα που για να τονίσει τον πληθυντικό ευγενείας κατάργησε το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Η λέξη thee που όριζε το δεύτερο ενικό πρόσωπο, ουσιαστικά εξομοιώθηκε με το you που ήταν το δεύτερο πληθυντικό. Ως εκ τούτου δεν γίνεται πλέον διαχωρισμός των δύο προσώπων και το ζήτημα των φράσεων ευγενείας πλέον στην αγγλική συνήθως συμπληρώνεται με άλλα προσδιοριστικά επίθετα.
Σε πολλές γλώσσες ο πληθυντικός ευγενείας ορίζεται γραμματικά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ορίζεται και στη γαλλική γλώσσα. Σε μερικές περιπτώσεις όπως στην ιταλική, στην ισπανική και την πολωνική γλώσσα, συνήθως ο δεύτερος πληθυντικός αντικαθίσταται με το τρίτο ενικό πρόσωπο (π.χ. αντί της ερώτησης "Πώς είστε κύριε Χ;" χρησιμοποιείται το "Πώς είναι ο κύριος Χ;"), κάτι που πέραν της επιδιωκόμενης ευγένειας, ορίζει ταυτόχρονα και απόσταση μεταξύ των συνομιλούντων. Κάτι αντίστοιχο με την αγγλική γλώσσα (συνοδευτικές φράσεις) καταγράφεται στην ιαπωνική, όπου συνήθως προστίθενται ως επιφωνήματα στο τέλος του ονόματος στον οποίο γίνεται η προσφώνηση.
Πολύ συχνά χρησιμοποιείται ο πληθυντικός ευγενείας στη νέα ελληνική γλώσσα για να δείξει, αυτός που τον χρησιμοποιεί, αποστροφή και προσπάθεια ρήξης της οικειότητας προς ένα πρόσωπο. Η χρήση του ως τέτοιου γίνεται αντιληπτή είτε με την αλλαγή της χροιάς της φωνής ή των εκφράσεων του προσώπου, που αφήνουν «κρύα» αίσθηση αλλά και από το λεκτικό περιεχόμενο των φράσεων που τείνουν στη δημιουργία απόστασης μεταξύ των δύο προσώπων. Στην περίπτωση αυτή ο πληθυντικός ευγενείας θεωρείται ιδιαίτερα προσβλητικός, καθώς συσσωρεύει ενέργεια που είναι δύσκολο να εκτονωθεί με την κράτηση των προσχημάτων ευγενείας. Λιγότερο προσβλητική και περισσότερο αμυντική θεωρείται η χρήση του όταν η χροιά της φωνής αφήνει αίσθηση «θιγής» έναντι της «κρύας» αίσθησης. [4]