Το πνευμονικό οίδημα είναι η συσσώρευση υγρών στον ιστό και στις κυψελίδες των πνευμόνων.[1] Οδηγεί σε δυσκολία στην ανταλλαγή αερίων και μπορεί να προκαλέσει αναπνευστική ανεπάρκεια. Προκαλείται είτε από ανεπάρκεια της αριστερής κοιλίας της καρδιάς, η οποία δεν μπορεί να απομακρύνει το αίμα από την πνευμονική κυκλοφορία (καρδιογενές πνευμονικό οίδημα) ή εξαιτίας τραυματισμού του πνευμονικού παρεγχύματος ή των αγγείων των πνευμόνων (μη-καρδιογενές πνευμονικό οίδημα).[2] Η θεραπεία επικεντρώνεται σε τρεις τομείς: πρώτον να βελτιωθεί η αναπνευστική λειτουργία, όπως με τη χορήγηση οξυγόνου ή ακόμη και μηχανικό αερισμό, δεύτερον, τη θεραπεία του υποκείμενου νοσήματος, όπως χορήγηση αντιβιοτικών σε περίπτωση φλεγμονής ή διουρητικών, και τρίτον, να αποφευχθεί περαιτέρω βλάβη των πνευμόνων. Το πνευμονικό οίδημα, ιδίως το οξύ, μπορεί να οδηγήσει σε θανάσιμη αναπνευστική ανεπάρκεια ή καρδιακή ανακοπή λόγω υποξυγοναιμίας. Είναι χαρακτηριστικό και της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας.
Αυτό το λήμμα σχετικά με την Ιατρική χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |