Η πολιορκία της Ιερουσαλήμ (636–637) ήταν μέρος της μουσουλμανικής κατάκτησης της Ανατολής(Λεβάντε) και το αποτέλεσμα των στρατιωτικών προσπαθειών των χαλιφών Ρασιντούν (Rāšidūn = σωστά καθοδηγούμενων, ie οι πρώτοι 4) κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το έτος 636–637/38. Άρχισε, όταν ο στρατός του χαλιφάτου υπό τη διοίκηση του Αμπού Ουμπάιντα (στρατηγού του 2ου χαλίφη Ουμάρ), πολιόρκησε την Ιερουσαλήμ ξεκινώντας τον Νοέμβριο του 636. Έπειτα από έξι μήνες ο Πατριάρχης Σωφρόνιος συμφώνησε να παραδοθεί, υπό τον όρο ότι θα υποταχθεί μόνο στον χαλίφη. Σύμφωνα με την παράδοση το 637 ή το 638 ο χαλίφης Ουμάρ ταξίδεψε αυτοπροσώπως στην Ιερουσαλήμ, για να λάβει την υποταγή της πόλης. Έτσι ο Πατριάρχης παραδόθηκε σε αυτόν.
Η Μουσουλμανική κατάκτηση της πόλης ενίσχυσε τον αραβικό έλεγχο στην Παλαιστίνη, η οποία δεν θα απειλούνταν ξανά μέχρι την Α΄ Σταυροφορία το 1099 .
Η Ιερουσαλήμ ήταν σημαντική πόλη της βυζαντινής επαρχίας Palaestina Prima. Μόλις 23 χρόνια πριν από τη μουσουλμανική κατάκτηση, το 614, έπεσε σε μία εισβολή Σασσανιδικού στρατού υπό τον σάχη Σαρμπαράζ κατά τη διάρκεια του τελευταίου Βυζαντινο-Σασανιδικού Πολέμου. Οι Πέρσες λεηλάτησαν την πόλη και λέγεται ότι κατέσφαξαν τους 90.000 χριστιανούς κατοίκους της.[1] Ως μέρος της λεηλασίας, ο Ναός του Παναγίου Τάφου καταστράφηκε και ο Τιμίου Σταυρός πιάστηκε και μεταφέρθηκε στην Κτησιφώντα ως ιερό λείψανο, που αιχμαλωτίστηκε στη μάχη. Ο Σταυρός επιστράφηκε αργότερα στην Ιερουσαλήμ από τον Αυτοκράτορα Ηράκλειο, μετά την τελική νίκη του εναντίον των Περσών το 628. Οι Εβραίοι, που διώχτηκαν στην ελεγχόμενη από τους χριστιανούς πατρίδα τους, είχαν βοηθήσει αρχικά τους Πέρσες κατακτητές.[2]
Μετά τον θάνατο του προφήτη Μωάμεθ το 632, η μουσουλμανική ηγεσία πέρασε στον 1ο χαλίφη Αμπού Μπακρ μετά από μία σειρά εκστρατειών γνωστών ως πόλεμοι της Αποστασίας. Μόλις εξασφαλίστηκε η κυριαρχία του Αμπού Μπακρ στην Αραβία, αυτός ξεκίνησε έναν κατακτητικό πόλεμο στα ανατολικά εισβάλλοντας στο Ιράκ, τότε επαρχία της Περσικής Αυτοκρατορίας των Σασσανιδών, ενώ στο δυτικό μέτωπο οι στρατοί του εισέβαλαν στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[3]
Το 634 ο Αμπού Μπακρ απεβίωσε και τον διαδέχθηκε ο Ουμάρ, ο οποίος συνέχισε τον δικό του κατακτητικό πόλεμο.[4] Τον Μάιο του 636 ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος ξεκίνησε μία μεγάλη εκστρατεία για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, αλλά ο στρατός του ηττήθηκε αποφασιστικά στη μάχη του Γιαρμούκ τον Αύγουστο του 636. Στη συνέχεια, ο Αμπού Ουμπαϊντάχ, ο μουσουλμάνος γενικός διοικητής του στρατού του χαλιφάτου στη Συρία, διοργάνωσε ένα πολεμικό συμβούλιο στις αρχές Οκτωβρίου 636 για να συζητήσει τα μελλοντικά σχέδια. Οι απόψεις των στόχων διέφεραν μεταξύ της παραλιακής πόλης της Καισάρειας και της Ιερουσαλήμ. Ο Αμπού Ουμπαϊντάχ μπορούσε να δει τη σημασία και των δύο αυτών πόλεων, οι οποίες είχαν αντισταθεί σε όλες τις μουσουλμανικές απόπειρες κατάληψης. Μη μπορώντας να αποφασίσει για το θέμα, έγραψε στον χαλίφη Ουμάρ για οδηγίες. Στην απάντησή του, ο χαλίφης τους διέταξε να καταλάβουν την τελευταία. Κατά συνέπεια, ο Αμπού Ουμπαϊντάχ βάδισε προς την Ιερουσαλήμ από την Ζαμπίγια (Jabiyah), με τον Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ και την κινητή φρουρά του (δηλ. το ιππίκό) να ηγείται της προέλασης. Οι Μουσουλμάνοι έφτασαν στην Ιερουσαλήμ γύρω στις αρχές Νοεμβρίου και η Βυζαντινή φρουρά αποσύρθηκε στην οχυρή πόλη.[5]
Η Ιερουσαλήμ ήταν καλά οχυρωμένη, αφότου ο Ηράκλειος την είχε ανακαταλάβει από τους Πέρσες.[6] Μετά την ήττα των Βυζαντινών στο Γιαρμούκ, ο Σωφρόνιος, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, επισκεύασε τις άμυνές της. [7] Οι Μουσουλμάνοι μέχρι στιγμής δεν είχαν επιχειρήσει καμία πολιορκία της πόλης. Ωστόσο από το 634 οι Σαρακηνές δυνάμεις είχαν τη δυνατότητα να απειλήσουν όλες τις διαδρομές προς την πόλη. Αν και δεν ήταν περικυκλωμένη, βρισκόταν σε κατάσταση πολιορκίας από τότε που οι Μουσουλμάνοι κατέλαβαν τις πόλεις Πέλλα Δεκαπόλεως και Βόσρα, ανατολικά του Ιορδάνη ποταμού. Μετά τη μάχη του Γιαρμούκ η πόλη αποκόπηκε από την υπόλοιπη Συρία και πιθανώς προετοιμαζόταν για μία πολιορκία, που φαινόταν αναπόφευκτη.[6] Όταν ο μουσουλμανικός στρατός έφτασε στην Ιεριχώ, ο Σωφρόνιος μάζεψε όλα τα ιερά λείψανα, συμπεριλαμβανομένου του Τιμίου Σταυρού, και τα έστειλε κρυφά στην ακτή, για να τα μεταφέρει στην Κωνσταντινούπολη. [7] Τα μουσουλμανικά στρατεύματα πολιόρκησαν την πόλη κάποια στιγμή τον Νοέμβριο του 636. Αντί για ανελέητες επιθέσεις στην πόλη, a[›] αποφάσισαν να συνεχίσουν την πολιορκία, έως ότου οι Βυζαντινοί δεν θα είχαν πια προμήθειες και μπορούσαν να διαπραγματευτούν μία αναίμακτη παράδοση.[8]
Αν και δεν καταγράφηκαν λεπτομέρειες της πολιορκίας, b[›] φαινόταν ότι ήταν αναίμακτη.[9] Η Βυζαντινή φρουρά δεν μπορούσε να περιμένει βοήθεια από τον ταπεινωμένο Ηράκλειο. Μετά από πολιορκία τεσσάρων μηνών, ο Σωφρόνιος προσφέρθηκε να παραδώσει την πόλη και να πληρώσει ένα φόρο υποτέλειας (jizya), με την προϋπόθεση ότι ο χαλίφης θα έρθει στην Ιερουσαλήμ, για να υπογράψει το σύμφωνο και να αποδεχτεί την παράδοση.[10] Λέγεται ότι, όταν οι όροι του Σωφρόνιου έγιναν γνωστοί στους Μουσουλμάνους, ο Σουραμπίλ ιμπν Χασάνα -ένας από τους μουσουλμάνους διοικητές- πρότεινε, αντί να περιμένει τον χαλίφη να έρθει από τη Μεδίνα, ο Καλίντ ιμπν Ουαλίντ να σταλεί ως χαλίφης. καθώς έμοιαζε πολύ στην εμφάνιση με τον Ουμάρ.[11] Το τέχνασμα δεν λειτούργησε. Πιθανώς ο Καλίντ ήταν πολύ διάσημος στη Συρία, ή μπορεί να υπήρχαν χριστιανοί Άραβες στην πόλη, που είχαν επισκεφθεί τη Μεδίνα και είχαν δει και τον Ουμάρ και τον Χαλίντ, ενθυμούμενοι τις διαφορές. Κατά συνέπεια ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων αρνήθηκε να διαπραγματευτεί. Όταν ο Καλίντ ανέφερε την αποτυχία αυτής της αποστολής, ο Αμπού Ουμπαϊντάχ έγραψε στον χαλίφη Ουμάρ για την κατάσταση και τον κάλεσε να έρθει στην Ιερουσαλήμ, για να δεχθεί την παράδοση της πόλης.[9]
Η ημερομηνία παράδοσης της Ιερουσαλήμ είναι συζητήσιμη. Πρωτογενείς πηγές, όπως χρονικά πιο κοντινά ή πιο απομακρυσμένα από την εποχή των γεγονότων, αναφέρουν το έτος 638, για παράδειγμα ο Θεόφιλος ο Εδεσσηνός (695–785). ή 636, 636/37 και 637. Οι ακαδημαϊκές δευτερεύουσες πηγές τείνουν να προτιμούν το 638.[12][13][14] [15] [16] [17][18] Η Βρετανική Εγκυκλοπαίδεια αναφέρει και τις δύο επιλογές σε διαφορετικά άρθρα.
Στις αρχές Απριλίου του 637 ο Ουμάρ έφτασε στην Παλαιστίνη και πήγε πρώτα στη Ζαμπίγια,[6] όπου έγινε δεκτός από τους Αμπού Ουμπαϊντά, Χαλίντ και Γιαζίντ, οι οποίοι είχαν ταξιδέψει με συνοδεία ως εκεί, για να τον υποδεχθούν. Ο Αμρ έμεινε διοικητής του πολιορκητικού Μουσουλμανικού στρατού.[9]
Με την άφιξη του Ουμάρ στην Ιερουσαλήμ συντάχθηκε ένα σύμφωνο, γνωστό ως Συμφωνία της Ουμαρίγια. Αυτό παρέδιδε την πόλη και έδινε εγγυήσεις πολιτικής και θρησκευτικής ελευθερίας στους Χριστιανούς σε αντάλλαγμα έναν φόρο υποτέλειας. Υπεγράφη από τον χαλίφη Ουμάρ για λογαριασμό των Μουσουλμάνων και μάρτυρες ήταν ο Καλίντ, ο Αμρ, ο Αμπντ αλ-Ραχμάν ιμπν Αούφ και ο Μουαβίγια. Ανάλογα με τις πηγές, είτε το 637 είτε το 638, η Ιερουσαλήμ παραδόθηκε επίσημα στον χαλίφη.[6] Για πρώτη φορά, μετά από σχεδόν 500 χρόνια καταπιεστικής ρωμαϊκής κυριαρχίας, επετράπη και πάλι στους Εβραίους να ζήσουν μέσα στην Ιερουσαλήμ.[19][20]
Έχει καταγραφεί στα χρονικά των μουσουλμανικών χρονικών, ότι την ώρα των προσευχών του απογεύματος (Zuhr), ο Σωφρόνιος κάλεσε τον Ουμάρ να προσευχηθεί στον ανακατασκευασμένο Ναό του Παναγίου Τάφου. Ο Ουμάρ αρνήθηκε, φοβούμενος ότι η αποδοχή της πρόσκλησης θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο το καθεστώς της εκκλησίας ως τόπου χριστιανικής λατρείας και ότι οι μουσουλμάνοι θα μπορούσαν να παραβιάσουν τη συνθήκη και να μετατρέψουν την εκκλησία σε τζαμί.[8] Αφού έμεινε για δέκα ημέρες στην Ιερουσαλήμ, ο χαλίφης επέστρεψε στη Μεδίνα.[21]
Ακολουθώντας τις οδηγίες του χαλίφη, ο Γιαζίντ προχώρησε στην Καισάρεια και για άλλη μία φορά πολιόρκησε την πόλη-λιμάνι. Ο Αμρ και η Σουραμπίλ παρέλασαν για να ολοκληρώσουν την κατοχή της Παλαιστίνης, ένα έργο που ολοκληρώθηκε μέχρι το τέλος του έτους. Η Καισάρεια ωστόσο δεν μπόρεσε να καταληφθεί μέχρι το 640, όταν επιτέλους η φρουρά παραδόθηκε στον Mουαβίγια Α΄, τότε κυβερνήτη της Συρίας. Με έναν στρατό 17.000 ανδρών, ο Aμπού Ουμπαϊντά και ο Kαλίντ ξεκίνησαν από την Ιερουσαλήμ για να κατακτήσουν όλη τη βόρεια Συρία. Αυτό έληξε με την κατάκτηση της Αντιόχειας στα τέλη του 637.[9] Το 639 οι Μουσουλμάνοι εισέβαλαν και κατέκτησαν την Αίγυπτο.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιερουσαλήμ, ο Ουμάρ οδηγήθηκε από τον Σωφρόνιο σε διάφορους ιερούς τόπους, συμπεριλαμβανομένου του Όρους του Ναού. Βλέποντας την κακή κατάσταση όπου βρισκόταν κάποτε ο Ναός, ο Ουμάρ διέταξε να καθαριστεί η περιοχή από σκουπίδια και συντρίμμια, προτού κτιστεί ένα ξύλινο τζαμί στην τοποθεσία. [15] Η πρώτη αναφορά μίας τέτοιας δομής δίνεται από τον Aρκούλφ επίσκοπο Γαλατίας, ο οποίος επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ μεταξύ 679 και 682 και περιγράφει ένα πολύ πρωτόγονο οίκο προσευχής, που μπορούσεί να φιλοξενήσει έως και 3.000 προσκυνητές, κατασκευασμένος από ξύλινα δοκάρια και σανίδες επάνω από προϋπάρχοντα ερείπια.[22]
Περισσότερο από μισό αιώνα μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, το 691, ο χαλίφης των Ομμεϋαδών Aμπντ αλ-Μαλίκ ανέθεσε την κατασκευή του Θόλου του Βράχου επάνω από ένα μεγάλο βράχο στο Όρος του Ναού. Ο ιστορικός του 10ου αι. αλ-Μακντισί έγραψε ότι ο Aμπντ αλ-Μαλίκ έκτισε το ιερό, για να ανταγωνιστεί σε μεγαλείο τις χριστιανικές εκκλησίες της πόλης. Όποια και αν ήταν η πρόθεση, η εντυπωσιακή μεγαλοπρέπεια και η κλίμακα του ιερού θεωρείται, ότι βοήθησαν σημαντικά στη σταθεροποίηση του να θεωρηθεί σημαντική πόλη η Ιερουσαλήμ για την πρώιμη μουσουλμανική πίστη. [15]
Κατά τη διάρκεια των επόμενων 400 ετών η εξέχουσα θέση της πόλης μειώθηκε, καθώς οι δυνάμεις των Σαρακηνών στην περιοχή απάτησαν τη Συνθήκη και ανέλαβαν τον έλεγχο. Η Ιερουσαλήμ παρέμεινε υπό μουσουλμανική κυριαρχία, έως ότου καταλήφθηκε από τους Σταυροφόρους το 1099 κατά τη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας.
Πιστεύεται στο σουνιτικό Ισλάμ, ότι ο Μωάμεθ προείπε την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ σε πολυάριθμα αυθεντικά λόγια του σε διάφορες ισλαμικές πηγές,[23][24] συμπεριλαμβανομένης μίας αφήγησης που αναφέρεται στο Σαΐ αλ-Μπουκαρί στο Kitab Al Jizyah Wa'l Mawaada'ah (Το Βιβλίο του φόρου υποτέλειας και της αποθήκευσης):
Αφηγείται ο Aούφ μπιν Μαλί: πήγα στον Προφήτη κατά τη διάρκεια της αποστολής στο Tαμπούκ, ενώ καθόταν σε μία δερμάτινη σκηνή. Είπε: «Μετρήστε έξι σημάδια, που υποδεικνύουν την προσέγγιση του τέλους των Καιρών: ο θάνατός μου, η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ, μία επιδημία που θα σας πλήξει (και θα σας σκοτώσει σε μεγάλους αριθμούς), όπως ο λοιμός που πλήττει τα πρόβατα. . ." [25]
Η πολιορκία της Ιερουσαλήμ έγινε από τον Aμπού Ουμπάιντα υπό τον Ουμάρ κατά την πρώιμη περίοδο του Ισλάμ μαζί με την πανώλη της Εμμαούς. Η επιδημία είναι διάσημη στις μουσουλμανικές πηγές, λόγω του θανάτου πολλών επιφανών συντρόφων του Μωάμεθ.
(638) The capture of Jerusalem and the visit of 'Umar- Footnote 254 discusses the different dates from old sources (638, 637, 636/37) and the different scholarly discussions.