Πολιτικός μηχανικός είναι ο επαγγελματίας μηχανικός ο οποίος ασχολείται με τις τεχνικές όψεις της σχεδίασης και κατασκευής του δομημένου χώρου.
Κύριες δραστηριότητες του πολιτικού μηχανικού είναι ο προγραμματισμός, η μελέτη, η επίβλεψη της κατασκευής, η διαμόρφωση και η συντήρηση κτηρίων, οδών, γεφυρών, πύργων, σταδίων, λιμανιών, φραγμάτων, υπεράκτιων και παράκτιων κατασκευών, αεροδρομίων, συστημάτων τροφοδοσίας νερού, εγκαταστάσεων επεξεργασίας νερού, υγειονομικής φροντίδας[1], ορυχείων, γαιωκατασκευών, κ.ά. Ασχολείται με προβλήματα σχεδιασμού, διαχείρισης και κατασκευής τεχνικών έργων και συντήρησης μεγάλης κλίμακας τεχνικών συστημάτων, όπως τα ανωτέρω.
Ως γνωστικός κλάδος χωρίζεται σε διάφορες κατηγορίες, όπως τη δομική μηχανική, τη γεωτεχνική μηχανική, τη θαλάσσια μηχανική, την υδραυλική, την συγκοινωνιολογία κλπ., ενώ επικαλύπτεται με περιοχές συγγενών αλλά διακριτών επιστημών όπως της αρχιτεκτονικής και της περιβαλλοντικής μηχανικής.
Ο όρος πολιτικός μηχανικός εισήχθη μετά τους πολέμους του Ναπολέοντα. Μέχρι τότε υπήρχαν μόνο οι μηχανικοί από το σώμα του μηχανικού του στρατού. Το σώμα αυτό υπήρξε εξαιρετικά δραστήριο και επιτυχές και γι' αυτό τον λόγο αποφασίστηκε να μεταφερθεί η τεχνογνωσία και η εμπειρία του στους κλασικούς ακαδημαϊκούς κύκλους. Οι μηχανικοί που αποφοιτούσαν από τα μη στρατιωτικά πανεπιστήμια ονομάστηκαν «πολιτικοί» μηχανικοί (αγγλ. «civil engineer», από την αγγλική μετάφραση civilization mechanics η οποία σημαίνει «μηχανικοί πολιτισμού»), ώστε να διακρίνονται από τους μηχανικούς του στρατού.
Η ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος του Πολιτικού Μηχανικού επιτρέπεται μόνο:
Το φάσμα που καλύπτει η επιστήμη του πολιτικού μηχανικού είναι ευρύ, από την κατασκευή ενός απλού κτηρίου μέχρι τη μελέτη υπερμεγέθων κατασκευών, αλλά και τη χωροταξία περιοχών μέσω της δημιουργίας σωστού πολεοδομικού προγράμματος, περιβαλλοντικές μελέτες, συντηρήσεις παλαιών κατασκευών κτλ. Οι κυριότεροι τομείς εξειδίκευσης του πολιτικού μηχανικού είναι οι εξής:
Οι πρακτικές στις οποίες δραστηριοποιείται ο πολιτικός μηχανικός είναι από τις παλαιότερες στον κόσμο. Περίπου το 2550 π.Χ., ο Ιμχοτέπ, ο πρώτος τεκμηριωμένος μηχανικός, έχτισε μια διάσημη πυραμίδα του Φαραώ Ζοζέρ που βρέθηκε στη Σακάρα. Οι πρώτοι πολιτικοί μηχανικοί ήταν στην πραγματικότητα στρατιωτικοί μηχανικοί, συνδυάζοντας τις στρατιωτικές και αστικές δεξιότητες. Κατά τη διάρκεια των περιόδων πολέμου οι μηχανικοί κατασκεύαζαν και χρησιμοποίησαν τα όργανα του πολέμου όπως οι καταπέλτες, οι κριοί, οι πύργοι, και οι κεκλιμένες ράμπες ξύλου στην ενίσχυση των επιθέσεων στα οχυρά και τις στρατοπεδεύσεις των εχθρών τους. Κατά τη διάρκεια των περιόδων ειρήνης, περιλήφθηκαν σε πολλές στρατιωτικές και αστικές δραστηριότητες όπως η οικοδόμηση των οχυρώσεων για την υπεράσπιση ενάντια στις περαιτέρω επιθέσεις, τους δρόμους, τις γέφυρες, τα υδραγωγεία, τα κανάλια και τους καθεδρικούς ναούς. Οι τεχνικές κατασκευής και υδραυλικής που χρησιμοποιήθηκαν από τους μεσαιωνικούς μηχανικούς στην Κίνα, την Ιαπωνία, την Ινδία και άλλες περιοχές της Άπω Ανατολής ήταν πολύ πιο περίπλοκες σε σχέση με αυτές των μεσαιωνικών ευρωπαϊκών μηχανικών.
Στη διαμόρφωση της σύγχρονης επιστήμης πολιτικού μηχανικού, συνέβαλαν σημαντικοί επιστήμονες όπως ο Κάρολος Τερζάκι που θεωρείται ο πατέρας της εδαφομηχανικής, ο Θωμάς Τέλφορντ, Βρετανός πολιτικός μηχανικός του 18ου αιώνα ο οποίος υπήρξε θεμελιωτής της στατικής των στερεών μαζών, και διάφοροι άλλοι.