Η Πολωνική Ακαδημία Λογοτεχνίας, ΠΑΛ (πολωνικά: Polska Akademia Literatury, PAL) ήταν ένας από τους σημαντικότερους κρατικούς θεσμούς της λογοτεχνικής ζωής στη Δεύτερη Πολωνική Δημοκρατία, που λειτούργησε μεταξύ 1933-1939 και είχε την έδρα της στη Βαρσοβία. Ιδρύθηκε με το διάταγμα του Συμβουλίου Υπουργών της Δημοκρατίας (Rada Ministrów RP).[1]
Η Ακαδημία ήταν η υψηλότερη αρχή, η οποία διαμόρφωνε τη γνώμη της χώρας, υπεύθυνη για όλες τις πτυχές της προώθησης και της διάκρισης των πιο σημαντικών σύγχρονων επιτευγμάτων της πολωνικής λογοτεχνίας. Σύμφωνα με το δικό της καταστατικό, ο κύριος στόχος της Ακαδημίας ήταν να αυξήσει το επίπεδο ποιότητας των εκδόσεων της Πολωνίας, ενώ συνεργάστηκε με τις κυβερνητικές προσπάθειες και τις προσπάθειες των ΜΚΟ που επικεντρώθηκαν στην πρόοδο του πολωνικού πολιτισμού και της τέχνης εν γένει. Ο αιώνας των ξένων διαμελισμών της Πολωνίας, που έληξε το 1918, χαρακτηρίστηκε από τη βίαιη καταστολή της πολωνικής εκπαίδευσης, της γλώσσας και της θρησκείας από τους Πρώσους (και αργότερα τη γερμανική κυριαρχία, βλ. Κουλτούρκαμπφ)[2] και απόλυτη εξωστρέφεια στα εδάφη που καταλήφθηκαν από τη Τσαρική Αυτοκρατορία,[3] φθάνοντας στην επιτομή της υπό τον Όττο φον Μπίσμαρκ από τη μία πλευρά και τον Νικόλαο Β΄ από την άλλη. Αυτό οδήγησε σε συγκλονιστικά επίπεδα αναλφαβητισμού στα πολωνικά εδάφη, όπως σημείωσε ο Στέφαν Ζερόμσκι το 1923.[4] Η ΠΑΛ κλήθηκε να ενισχύσει τα ιστορικά πρότυπα ποιότητας, να αναδείξει την διάκριση της λογοτεχνικής παράδοσης της Πολωνίας και να διερευνήσει τις περιπλοκές της κληρονομιάς της. Προτάθηκε για πρώτη φορά ήδη από το 1920 από τον Ζερόμσκι, αλλά έγινε αποδεκτή ως ιδέα μόλις εννέα χρόνια αργότερα (και πέντε χρόνια μετά το θάνατό του), το 1929.[5]
Η δομή της Ακαδημίας διαμορφώθηκε στο αντίστοιχη γαλλική Académie des Inscriptions et Belles-Lettres. Αποτελούταν από 15 μέλη που επιλέγονταν για μια ζωή, επτά από τα οποία επιλέγονταν από τον Υπουργό Θρησκείας και Δημόσιας Εκπαίδευσης. Τα υπόλοιπα οκτώ προτάθηκαν από τα μέλη της πρώτης ομάδας. Συγκεκριμένα, ο σοσιαλιστής συγγραφέας και ελευθεροτεκτονιστής, Άντζεϊ Στρουγκ απέρριψε την προσφορά,[5] αναστατωμένος από φωνές επίσημης κριτικής για το κίνημα.[6]
Η Ακαδημία απένειμε δύο υψηλές εθνικές διακρίσεις για τη συμβολή στην ανάπτυξη της πολωνικής λογοτεχνίας: τη Χρυσή και την Ασημένια Δάφνη (Złoty και Srebrny Wawrzyn). Ένα άλλο βραβείο, που θεωρείται επίσης ευρέως αναγωνρίστιμο, ήταν το Βραβείο Νέων Συγγραφέων, ένα άνοιγμα θυρών για νέα και αναδυόμενα ταλέντα.[7] Τα επίτιμα μέλη περιελάμβαναν επίσης τους κύριους υποστηρικτές της Ακαδημίας: τον Πρόεδρο της Πολωνίας Ιγκνάτσι Μοστσίτσκι και τον Στρατηγό Γιούζεφ Πιουσούτσκι.[5]
Μεταξύ των μελών της Ακαδημίας ήταν οι διαφωτιστές της λογοτεχνικής ζωής της Πολωνίας, συμπεριλαμβανομένου του προέδρου της Βάτσουαφ Σιεροσέφσκι, του αντιπροέδρου Λεόπολντ Σταφ,[8] του γενικού γραμματέα Γιούλιους Κάντεν-Μπαντρόφσκι[9] και δημοφιλών συγγραφέων, όπως οι Βάτσουαφ Μπέρεντ, Πιότρ Χοϊνόφσκι, Ζόφια Ναουκόφσκα, Ζένον Πσεσμίτσκι, Κάρολ Ιζικόφσκι, Γιούλιους Κλάινερ, Μπολέσουαφ Λέσμιαν, Κάρολ Χούμπερτ Ροστφορόφσκι, Βιντσέντι Ζιμόφσκι, Ταντέους Μπόι-Ζελένσκι, Γέζι Σανιάφσκι και Ταντέους Στέφαν Ζιελίνσκι.[5]
Η σύνθεση άλλαξε μετά το θάνατο του Χοϊνόφσκι (1935) και του Λέσμιαν (1937) και μετά την αποχώρηση από την ΠΑΛ του Ζιμόφσκι που κατηγορήθηκε για λογοκλοπή (1937)[10] και από τον Ροστφορόφσκι (1937), που διαμαρτύρονταν ενάντια στην αλλαγή κυβέρνησης.[11] Τα νέα μέλη διορίστηκαν σύντομα, συμπεριλαμβανομένων των συγγραφέων Φερντίναντ Γκέτελ, Κόρνελ Μακουσίνσκι, Γιαν Λορεντόβιτς και Καζίμιες Βιεζίνσκι. Η Ακαδημία έπαψε να υπάρχει μετά τη ναζιστική-σοβιετική εισβολή στην Πολωνία το 1939.[5]
Το 1947, μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στην ελεγχόμενη από τη Σοβιετική Ένωση Λαϊκή Δημοκρατία της Πολωνίας, έγινε μια συζήτηση μεταξύ ορισμένων κομμουνιστών συγγραφέων σχετικά με το εάν θα αποκατασταθεί η Ακαδημία. Ο κορυφαίος υποστηρικτής του Πολωνικού Σταλινισμού από την Kuźnica, Γιαν Κοτ, συνόψισε το θέμα με τον ακόλουθο τρόπο: «Η Ακαδημία είναι σαν τη μοναρχία, αν υπάρχει για κάποιο χρονικό διάστημα, μπορεί κανείς να τη συνηθίσει, όπως μπορεί κανείς να συνηθίσει την προοδευτική παράλυση των βολβών. Αλλά να ξεκινήσει εκ νέου - αυτό οδηγεί σε προβλήματα».[12]
Otrzymaliśmy w spadku po najeźdźcach 50% analfabetów. (The inheritance we received from the invaders was 50% illiteracy rate, that's everything.)