·
Πομπήιος (ύπατος το 501) | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 5ος αιώνας Κωνσταντινούπολη |
Θάνατος | 19 Ιανουαρίου 532 Κωνσταντινούπολη |
Συνθήκες θανάτου | θανατική ποινή |
Χώρα πολιτογράφησης | Βυζαντινή Αυτοκρατορία |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | πολιτικός στρατιωτικός[1] |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Anastasia |
Τέκνα | NN[2] |
Γονείς | Flavius Secundinus[2] και Caesaria[2] |
Αδέλφια | Υπάτιος (ύπατος το 500) |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Ρωμαίος συγκλητικός Ύπατος στην αρχαία Ρώμη |
Ο Πομπήιος, λατιν.: Pompeius, (απεβ. το 532) ήταν πολιτικός της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ανιψιός τού Αυτοκράτορα Αναστάσιου Α' (βασίλεψε 491–518). Η οικογένειά του απέκτησε πολιτική προβολή με την άνοδο τού Αναστασίου Α΄. Ο Πομπήιος ήταν ύπατος το 501 και αναβιβάσθηκε σε πατρίκιο, πιθανότατα από τον Αναστάσιο Α΄. Κατείχε στρατιωτικό αξίωμα, υπηρετώντας στον Ιβηρικό πόλεμο. Νυμφεύτηκε μία, που την έλεγαν Αναστασία και απέκτησε τουλάχιστον έναν γιο. Το 532 ο αδελφός τού Πομπηίου, Υπάτιος, ανακηρύχθηκε "αυτοκράτορας" από τους ταραχοποιούς κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του Νίκα. Μετά την καταστολή των ταραχών, τόσο ο Υπάτιος όσο και ο Πομπηίας εκτελέστηκαν.
Ήταν γιος του Σεκουνδίνου και της Καισαρίας. Η Καισαρία του ήταν αδελφή του Αναστασίου Α'. Ο πατέρας του υπηρέτησε ως έπαρχος Κωνσταντινουπόλεως (περί το 492) και Ρωμαίος ύπατος το 511. Ο Σεκουνδίνος είχε επίσης τον βαθμό του πατρικίου. Οι κύριες πηγές για τη σταδιοδρομία του Σεκουνδίνου είναι ο Ιωάννης Αντιοχεύς και ο Θεοφάνης Ομολογητής. Ο τελευταίος διατήρησε αποσπάσματα του Θεοδώρου Λέκτορος, που καλύπτουν τον Σεκουνδίνο. Ο Ιωάννης Λαυρέντιος ο Λυδός αναφέρει εν συντομία την υπατεία του Σεκουνδίνου ως χρονολογική αναφορά. [3]
Ο Ιωάννης Μαλάλας και ο Θεοφάνης προσδιορίζουν τον Σεκουνδίνο ως πατέρα του Υπατίου. Ο Υπάτιος και ο Πομπήιος αναγνωρίζονται ως αδέλφια από τον Προκόπιο, επομένως έχουν τους ίδιους γονείς. [3]
Ο Αναστάσιος Α΄ και η ευρύτερη οικογένειά του ήταν Ιλλυριοί ασαφούς καταγωγής. Όταν ο Αναστάσιος Α΄ ανέβηκε στον θρόνο, η οικογένειά του απέκτησε πρόσβαση σε υψηλόβαθμες στρατιωτικές και πολιτικές θέσεις. Ο αδελφός του Παύλος, ο κουνιάδος του Σεκουνδίνος και οι ανιψιοί Υπάτιος, Πομπηίος και Πρόβος έγιναν όλοι ύπατοι, με τον Υπάτιο τουλάχιστον να γίνεται magister militum. Η Ειρήνη, κόρη του Παύλου, παντρεύτηκε τον Ανίκιο Ολύβριο. Ο Ολύβριος ήταν γιος της Aνικίας Ιουλιανής και μέσω αυτής απόγονος της δυναστείας τού Θεοδοσίου Α΄. Ο γάμος ήταν πιθανό να διευθετήθηκε για να εξασφαλίσει περαιτέρω τον Αναστάσιο Α΄ στον θρόνο του. Άλλες γυναίκες της οικογένειας παντρεύτηκαν τον Σαβινιανό και τον Μοσχιανό, που έγιναν και ύπατοι. Οι ύπατοι Aναστάσιος Παύλος Πρόβος Σαβινιανός Πομπήιος Aναστάσιος και Aναστάσιος Παύλος Πρόβος Μοσχιανός Πρόβος Νάγνος ήταν από τα νεότερα μέλη αυτής της οικογένειας και τα ονόματά τους αντικατοπτρίζουν αυτά αρκετών παλαιότερων συγγενών. [4]
Το Πασχάλιο Χρονικό αναφέρει τον Πομπήιο ως Ρωμαίο ύπατο το 501, υπηρετώντας δίπλα στον Αβιηνό. [5] Είναι επίσης γνωστό ότι υπηρέτησε ως στρατιωτικός διοικητής στα στρατεύματα της διοίκησης Θράκης επί θείου του. Η στρατιωτική του σταδιοδρομία θεωρείται μέρος ενός προτύπου οικογενειακής προστασίας, που χρησιμοποιούσαν οι περισσότεροι Αυτοκράτορες και Αυτοκράτειρες της περιόδου. Οι οικογένειες που προωθήθηκαν με αυτόν τον τρόπο, θα μπορούσαν στη συνέχεια να παραμείνουν με επιρροή πολύ μετά το τέλος των αυτοκρατορικών συγγενών τους. [6]
Ο Mαρκελλίνος Κόμης αναφέρει ότι το σπίτι του Πομπηίου στην Κωνσταντινούπολη κάηκε κατά τη διάρκεια των αντιμονοφυσιτικών ταραχών του 512. Θεωρώντας ότι ο ίδιος ο Πομπηίας ήταν Ορθόδοξος (Χαλκηδόνιος), πιθανότατα δεν στοχοποιήθηκε συγκεκριμένα. Τη θρησκευτική του ιδιότητα κατέγραψαν ο Κύριλλος Σκυθοπόλεως και ο Θεοφάνης. Ήταν γνωστό ότι γνώριζε τον Σάββα τον Αγιασμένο το 511–512. Παρείχε επίσης βοήθεια στον έκπτωτο Μακεδόνιο Β΄ Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης κατά την εξορία του τελευταίου. [7]
Η Romana του Ιορδάνη του Αλανού καταγράφει ότι ο Πομπηίας και τα στρατεύματά του υπέστησαν ήττα σε μία μάχη κοντά στην Αδριανούπολη, αντιμετωπίζοντας ξένους εισβολείς. Ενώ το γεγονός μπορεί να χρονολογηθεί περί το 517, το πλαίσιο είναι ασαφές. Οι εισβολείς δεν έχουν ταυτοποιηθεί, αν και αυτό θα μπορούσε να είναι μέρος της συνεχιζόμενης εισβολής των Aντών. Αυτή η εισβολή είναι γνωστό ότι έγινε περίπου την ίδια εποχή. [7]
Υποστήριξε τη διαπραγμάτευση με τον πάπα Ορμίσδα για το Ακακιανό σχίσμα. Το 519 ο Πομπήιος, ο Βιταλιανός και ο Ιουστινιανός (ο μελλοντικός αυτοκράτορας) συνάντησαν τους παπικούς απεσταλμένους σε κάποια απόσταση από την Κωνσταντινούπολη και τους συνόδευσαν για το υπόλοιπο της διαδρομής. Διατήρησε επίσης αλληλογραφία με τον Ορμίσδα κατά τη διάρκεια εκείνης της χρονιάς. [8]
Ενώ ο Κύριλλος της Σκυθόπολης, ο Ιωάννης Μαλάλας και το Πασχάλιο Χρονικό συμφωνούν όλοι ότι ο Πομπήιος κατείχε τον βαθμό του πατρικίου στα τέλη της δεκαετίας του 520, είναι άγνωστο πότε κέρδισε τον τίτλο. Θεωρείται πιθανό ότι αυτή θα ήταν άλλη μία πράξη εύνοιας από τον Αναστάσιο Α΄, αντί του Ιουστίνου Α΄ ή του Ιουστινιανού Α΄. Σε κάθε περίπτωση, ο Μαλάλας αναφέρει ότι ο πατρίκιος Πομπήιος συμμετείχε στον Ιβηρικό πόλεμο. Το 528 ο Πομπήιος οδήγησε ενισχύσεις αποτελούμενες από Ιλλυρούς, Σκύθες, Θράκες και Ισαύρους προς το περσικό μέτωπο. Προφανώς έφτασαν αργά κατά την περίοδο της εκστρατείας, επειδή το κείμενο συνεχίζει λέγοντας ότι οι εχθροπραξίες σταμάτησαν για τον χειμώνα. Ο στρατιωτικός του βαθμός εκείνη την εποχή είναι αβέβαιος. Ο Υπάτιος ήταν ο magister militum per Orientem, επομένως ο Πομπηίας θα μπορούσε να είχε τον βαθμό του magister militum praesentales ή του magister militum vacans. [9]
Ο Πομπήιος κατέχει εξέχουσα θέση στην αφήγηση του Προκόπιου για τις ταραχές του Νίκα (532): «Την πέμπτη ημέρα της εξέγερσης αργά το απόγευμα ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός έδωσε εντολή στον Υπάτιο και τον Πομπήιο, ανιψιούς του αείμνηστου αυτοκράτορα, Αναστάσιου, να πάνε σπίτι τους το συντομότερο. όσο το δυνατόν, είτε επειδή υποψιαζόταν ότι ωρίμαζαν κάποια συνωμοσία εναντίον τού δικού του προσώπου, είτε επειδή η μοίρα τους έφερε σε αυτό. Αλλά φοβήθηκαν ότι ο λαός θα τους ανέβαζε στον θρόνο (όπως στην πραγματικότητα έγινε) και είπαν ότι θα έκαναν λάθος, αν εγκατέλειπαν τον κυρίαρχό τους, όταν αυτός βρισκόταν σε τέτοιο κίνδυνο. Όταν ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός το άκουσε, πίστεψε ακόμη περισσότερο στην υποψία του και τους κάλεσε να εγκαταλείψουν αμέσως το παλάτι. Έτσι, λοιπόν, αυτοί οι δύο άνδρες πήγαν στα σπίτια τους και, όσο ήταν νύχτα, έμειναν εκεί ήσυχοι» [10] .
«Αλλά την επόμενη ημέρα με την ανατολή του ηλίου έγινε γνωστό στον κόσμο ότι και οι δύο άνδρες είχαν εγκαταλείψει το παλάτι, όπου διέμεναν. Έτσι όλος ο πληθυσμός έτρεξε κοντά τους, και ανακήρυξαν τον Υπάτιο αυτοκράτορα και ετοιμάστηκαν να τον οδηγήσουν στην αγορά, για να αναλάβει την εξουσία. Αλλά η σύζυγος του Υπατίου, η Μαρία, μια διακριτική γυναίκα, που είχε μεγάλη φήμη σύνεσης, αγκάλιασε τον άνδρα της και δεν τον άφηνε να φύγει, αλλά φώναξε με δυνατό θρήνο και με ικεσίες σε όλους τους συγγενείς της, ότι ο λαός τον οδηγεί στο δρόμο του θανάτου. Επειδή όμως το πλήθος την τράβηξε, απελευθέρωσε άθελά της τον σύζυγό της, και αυτός χωρίς τη θέλησή του ήρθε στην Αγορά του Κωνσταντίνου, όπου τον κάλεσαν στο θρόνο. Επειδή δεν είχαν διάδημα, ούτε τίποτε άλλο με το οποίο συνηθίζεται να ντύνεται ο βασιλιάς, του έβαλαν ένα χρυσό περιδέραιο στο κεφάλι και τον ανακήρυξαν αυτοκράτορα των Ρωμαίων» [10] .
Οι ταραχές είχαν ως αποτέλεσμα τις εκτελέσεις τόσο του Υπάτιου, όσο και του Πομπήιου. «Τότε πράγματι και από τις δύο πλευρές οι οπαδοί του Υπατίου δέχθηκαν επίθεση με δύναμη και και καταστράφηκαν. Όταν ο αγώνας ολοκληρώθηκε και είχε ήδη γίνει μεγάλη σφαγή του πληθυσμού, ο Βοραΐδης και ο Ιούστος, ανιψιοί του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού, χωρίς να τολμήσει κανείς να σηκώσει χέρι εναντίον τους, έσυραν τον Υπάτιο από τον θρόνο και οδηγώντας τον μέσα, τον παρέδωσαν μαζί με τον Πομπήιο στον Αυτοκράτορα. Και χάθηκαν από το πλήθος εκείνη την ημέρα περισσότεροι από τριάντα χιλιάδες. Όμως ο Αυτοκράτορας διέταξε τους δύο αιχμαλώτους να κρατηθούν σε αυστηρό περιορισμό. Τότε, ενώ ο Πομπήιος έκλαιγε και έλεγε αξιολύπητα λόγια (διότι ο άνθρωπος ήταν εντελώς άπειρος σε τέτοιες συμφορές), ο Υπάτιος τον επέπληξε εκτενώς και είπε ότι αυτοί που επρόκειτο να πεθάνουν, να μην θρηνούν άδικα. Επειδή στην αρχή είχαν εξαναγκαστεί από τον λαό παρά τη θέλησή τους, και στη συνέχεια είχαν έρθει στον Ιππόδρομο χωρίς να σκέφτονται να βλάψουν τον Αυτοκράτορα.» [10]
«Και οι στρατιώτες σκότωσαν και τους δύο την επόμενη ημέρα και πέταξαν τα σώματά τους στη θάλασσα. Ο Αυτοκράτορας δήμευσε, όλη τους την περιουσία για το δημόσιο ταμείο, καθώς και αυτή όλων των άλλων μελών της Συγκλήτου που είχαν ταχθεί στο πλευρό τους., Αργότερα, όμως, αποκατέστησε στα παιδιά του Υπατίου και του Πομπηίου και σε όλους τους άλλους τους τίτλους που είχαν στο παρελθόν, και όση από την περιουσία τους δεν είχε τύχει να χαρίσει στους φίλους του.» [10] Η εκτέλεση επιβεβαιώνεται από τον Mαρκελλίνο Κόμη, τον Zαχαρία τον Ρήτορα, τον Eυάγριο Σχολαστικό, τον Ιωάννη Μαλάλα, το Πασχάλιο Χρονικό, τον Βίκτωρα της Τοννένας, τον Θεοφάνη τον Ομολογητή και τον Ιωάννη Ζωναρά. [9]
Ο Τζον Μπάγκνελ Μπιούρυ σημείωσε «ότι ο Αυτοκράτορας, παρόλο που ήταν καχύποπτος, πιθανότατα πίστευε ότι δεν ήταν ηθικά ένοχοι, αλλά φοβόταν ότι θα χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία σε μελλοντικές συνωμοσίες. Ήταν πολύ επικίνδυνοι για να τους επιτραπεί να ζήσουν, πάντως τα παιδιά τους γλίτωσαν» [11]
Ο Πομπηίας ήταν νυμφευμένος με την Αναστασία. Ήταν ήδη γνωστή ως ένθερμη Χαλκηδόνια (Ορθόδοξη) χριστιανή και φιλάνθρωπη μέχρι το τέλος του. Είχε γνωρίσει προσωπικά τον Σάββα τον Ηγιασμένο το 511/512 και διατηρούσε αλληλογραφία με τον πάπα Ορμίσδα, με τον οποίο συζητούσε κυρίως για το Ακακιανό σχίσμα. Αργότερα ίδρυσε ένα μοναστήρι στο Όρος των Ελαιών και αποσύρθηκε εκεί ως ηγουμένη του. Η Αναστασία ήταν μία από τις πηγές, που χρησιμοποιούσε ο Κύριλλος της Σκυθοπόλεως. Ενώ ονομαζόταν Αναστασία και στον βαθμό ήταν πατρικία, θα πρέπει να διακρίνεται από τη σύγχρονη Αναστασία την Πατρίκια. [12] [13]
Ο Πομπήιος και η Αναστασία είχαν τουλάχιστον έναν γιο, το όνομα του οποίου δεν είναι γνωστό. Οι σύγχρονες γενεαλογικές θεωρίες έχουν προτείνει ότι το ζευγάρι θα μπορούσε να είναι γονείς ή πρόγονοι μεταγενέστερων βυζαντινών μορφών, όπως ο Ιωάννης Μυστάκωνας, ο Νικήτας (εξάδελφος του Ηράκλειου) και η Επιφανία, (μητέρα του Ηράκλειου), [14] αλλά αυτό παραμένει ανεπιβεβαίωτο.