Συντεταγμένες: 45°16′20″N 10°5′30″E / 45.27222°N 10.09167°E
Ποντεβίκο | |
---|---|
45°16′20″N 10°5′30″E | |
Χώρα | Ιταλία |
Διοικητική υπαγωγή | Επαρχία της Μπρέσια |
Προστάτης | Pancras of Rome |
Έκταση | 29,21 km²[1] |
Υψόμετρο | 55 μέτρα |
Πληθυσμός | 6.978 (1 Ιανουαρίου 2023)[2] |
Ταχ. κωδ. | 25026 |
Τηλ. κωδ. | 030 |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) |
Ιστότοπος | Επίσημος ιστότοπος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Η Ποντεβίκο (ιταλικά: Pontevico) είναι ιταλικός δήμος στην Επαρχία της Μπρέσια, στην περιφέρεια της Λομβαρδίας.
Πριν ξεσπάσουν οι Ρωμαιο-Γαλατικοί πόλεμοι το Ποντεβίκο βρισκόταν στην Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία. Το πιο πιθανό προκύπτει ωστόσο είναι ότι το Ποντεβίκο ιδρύθηκε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία κατά μήκος του δρόμου που ένωνε την Μπρέσια και την Κρεμόνα. Η τοποθεσία βρισκόταν σε στρατηγικό σημείο από το οποίο οι Ρωμαίοι μπορούσαν να διασχίσουν όλη την Εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία.[3][4] Τον 6ο αιώνα μ.Χ. ο Θεοδώριχος ο Μέγας αναγνώρισε την στρατηγική σημασία της περιοχής και κατάργησε την απαγόρευση των εμπορικών πλοίων κατά μήκος του ποταμού.[5] Την εποχή που επιτέθηκαν οι Ούγγροι (9ος-10ος αιώνας μ.Χ.) ανηγέρθη ένα τεράστιο και εξαιρετικά επιβλητικό κάστρο.[6][7]
Μέχρι τον 11ο αιώνα το Ποντεβίκο ήταν χωρισμένο σε δύο τμήματα, το παλαιό και το νέο, κάθε ένα από αυτά είχε και το κάστρο του. Την εποχή εκείνη άνοιξαν και τα πρώτα ξενοδοχεία υποδοχής των προσκυνητών (1170), το "Χοσπιτάλε" υπάρχει και σήμερα, έχει δώσει το όνομα του στον δρόμο.[8] Όταν ξεκίνησε ο Ώριμος Μεσαίωνας το Ποντεβίκο έγινε το επίκεντρο διαμάχης ανάμεσα στους Γουέλφους και τους Γιβελλίνους, το κάστρο του έγινε επίκεντρο διαμάχης ανάμεσα στις δύο πλευρές. Την παραμονλη της μάχης της Κορτενουόβας (1237) ο στρατός των Γουέλφων στρατοπέδευσε σε ένα τοπικό κάστρο έτοιμος να ξεκινήσει την επίθεση, αλλά έκανε ωστόσο το λάθος να το εγκαταλείψει αφήνοντας αφύλακτη την δεξιά όχθη του ποταμού Όγκλι. Ο Φρειδερίκος Β΄ Χοενστάουφεν μπόρεσε με τον τρόπο αυτό να περάσει τον ποταμό, να εισέλθει στο κάστρο και να ξεκινήσει την προέλαση του προς την Κορτενουόβα.[9][10]
Μέχρι την εποχή που ξέσπασαν οι Λομβαρδικοί πόλεμοι η πόλη ανήκε στο Δουκάτο του Μιλάνου αλλά κατόπιν την κατέκτησε η Δημοκρατία της Βενετίας (1426). Στο τέλος (1452) ο Φραγκίσκος Α΄ Σφόρτσα ανέκτησε την πόλη μετά από πολιορκία δύο ετών αλλά την επόμενη χρονιά ο Γιάκοπο Πιτσινίνο την ανακατέλαβε για λογαριασμό της Γαληνοτάτης. Στην αποφασιστική μάχη (16/19 Οκτωβρίου 1453) ο Βασιλιάς Ρενέ Α΄ της Νεαπόλεως ενώθηκε με τον Δούκα του Μιλάνου. Ο στρατός ο οποίος περιείχε 20.000 Πεζικό και 1.500 Ιππότες συνέτριψε τους Βενετούς ύστερα από τριήμερη μάχη. Οι νικητές ισοπέδωσαν την πόλη, οι Γάλλοι στρατιώτες ειδικά ήταν εξαιρετικά βίαιοι με τον γηγενή πληθυσμό. Με την "Συνθήκη του Λοντί" η Δημοκρατία της Βενετίας ανέκτησε οριστικά το Ποντεβίκο, οικοδόμησε ξανά την πόλη και το κάστρο της.[11] Με την διοίκηση της Γαληνοτάτης το Ποντεβίκο πέρασε μεγάλη περίοδο ευημερίας και είχε εξαιρετικά προνόμια, αναπτύχθηκε το εμπόριο με την εξαγωγή σιδήρου, ξύλου και λινών υφασμάτων.[12] Η σχέση των κατοίκων της πόλης με την Δημοκρατία της Βενετίας ήταν τόσο θερμή και ήταν τόσο πιστοί απέναντι της ώστε όταν ξέσπασε ο Πόλεμος της Συμμαχίας του Καμπραί εξεγέρθηκαν εναντίον των Γάλλων. Οι κάτοικοι δεν υπολόγιζαν κανένα κόστος παρά το γεγονός ότι συνασπίστηκαν εναντίον της Γαληνοτάτης όλες οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής όπως η Γαλλία, η Ισπανία και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (1510).[13]
Με την πτώση της Δημοκρατίας της Βενετίας (1797) το εμπόριο διεκόπη και ξεκίνησε στο Ποντεβίκο μια μεγάλη περίοδος παρακμής που θα διατηρηθεί ολόκληρο τον 19ο αιώνα, η οικονομία της πόλης ήταν εξαρτημένη μόνο από τον γεωργία. Τα προβλήματα των κατοίκων ήταν έντονα, για να επιλυθούν χρειάστηκε η ίδρυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων που λειτουργούσαν μέσα στο κεντρικό κάστρο.[14][15] Η Βιομηχανοποίηση που ξεκίνησε καθυστερημένα (1908) ήταν πολύ αργή, χρειάστηκε να ξεσπάσει την δεκαετία του 1960 το Ιταλικό οικονομικό θαύμα για να κατασκευαστούν τα πρώτα εργοστάσια.[15][16] Την δεκαετία του 1960 και του 1970 το Ποντεβίκο αναπτύχθηκε σημαντικά, οικοδομήθηκαν νέες γειτονιές, ιδρύθηκε η Δημοτική Βιβλιοθήκη (1970), νηπειαγωγείο (1977), δημοτικό σχολείο (1983), ένα μεγάλο υδραγωγείο που τοποθετήθηκε δίπλα στον επεξεργαστή λυμάτων (1986) και ένα μεγάλο αθλητικό κέντρο (1980)
Σήμερα ο πληθυσμός ανέρχεται στους 7.159 μόνιμους κατοίκους.[17]