Ποντιακά | |
---|---|
ποντιακά, Ποντιακόν λαλίαν και ρωμαίικα | |
Περιοχή | Πόντος/ακτές της Μαύρης Θάλασσας (Ρωσία, Γεωργία, Αρμενία, Τουρκία, Ουκρανία) Ελλάδα (κυρίως στην Μακεδονία). |
Φυσικοί ομιλητές | ~778.000 (2009-2015)[1] |
Ταξινόμηση | Ινδοευρωπαϊκές Γλώσσες |
Σύστημα γραφής | ελληνικό αλφάβητο, κυριλλικό αλφάβητο και λατινική γραφή |
ISO 639-1 | — |
ISO 639-2 | — |
ISO 639-3 | pnt |
SIL | PNT |
Linguasphere | 56-AAA-aj |
Glottolog | pont1253 [2] |
Η Ποντιακή διάλεκτος ή Ποντιακή γλώσσα[3][4] (Ποντιακά: Ποντιακόν λαλίαν ή Ρωμαίικα), είναι η γλώσσα των Ποντίων που κατοικούσαν στις νότιες-νοτιοανατολικές ακτές και στα ρωσικά και γεωργιανά παράλια της Μαύρης Θάλασσας. Σήμερα ομιλούνται από τους απογόνους των προσφύγων που κατέφυγαν στην Ελλάδα είτε μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης, είτε μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Στη σημερινή Τουρκία εντοπίζονται ακόμη μερικές εστίες όπου ομιλείται η ποντιακή.
Θεωρείται ότι προέρχεται από την τοπική όψιμη ελληνιστική Κοινή σε χώρο με ιωνικό υπόστρωμα. Το λεξιλόγιό της έχει επηρεαστεί από την τουρκική και από γλώσσες του Καυκάσου, των οποίων η επίδραση δεν έχει διακριβωθεί μέχρι τώρα.
Επίσης δέχτηκε επιδράσεις από το λεξιλόγιο των Γενουατών και των Βενετσιάνων της Τραπεζούντας. Ωστόσο οι ξένες λέξεις εξελληνίστηκαν και εντάχθηκαν στο κλιτικό σύστημα της ελληνικής γλώσσας.[5]
Με βάση την ταξινόμηση του Μ. Τριανταφυλλίδη, ο οποίος στηρίχθηκε κυρίως στην εγγύτητα προς τη Νεοελληνική Κοινή, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις ομάδες ιδιωμάτων εντός τής διαλέκτου: α) οινουντιακά ιδιώματα (με αυξημένη νεοελληνική επίδραση μέσω της Κωνσταντινουπόλεως), β) τραπεζουντιακά ιδιώματα (μικρότερη νεοελληνική επίδραση), γ) χαλδιώτικα ιδιώματα (με αυξημένη τουρκική επίδραση).
Όσον αφορά στον θεμελιώδη διαχωρισμό των ελληνικών διαλέκτων με κριτήριο τον φωνηεντισμό (τη διατήρηση ή στένωση των ατόνων φωνηέντων), η διάλεκτος δεν μπορεί να ενταχθεί καθ' ολοκληρίαν σε μία από τις τρεις βασικές ομάδες ιδιωμάτων (βόρεια, ημιβόρεια, νότια), διότι τα τραπεζουντιακά και χαλδιώτικα έχουν ημιβόρειο φωνηεντισμό (χάνουν τα άτονα [i], [u], αλλά δεν παρουσιάζουν στένωση των ατόνων [e], [o]: π.χ. κόρ', πεγάδ', γίν'νταν), ενώ τα οινουντιακά διατηρούν αλώβητο (νότιο) φωνηεντισμό (π.χ. κόρη, πεγάδιν, γίνουνταν).
Η σχετική γεωγραφική και γλωσσική απομόνωση του Πόντου, οδήγησε στη διατήρηση αρκετών αρχαϊκών στοιχείων, όπως:
Η απομόνωση αυτή επέδρασε και στη μη περαιτέρω εξέλιξη διάφορων γλωσσικών τύπων, οι οποίοι μετεξελίχθηκαν στα νεοελληνικά, και σε άλλες αλλαγές, όπως:
Αναπτύχθηκαν ακόμη φθόγγοι οι οποίοι δεν υπάρχουν στα νεοελληνικά, ενώ άλλαξε και η προφορά ορισμένων γραμμάτων, όπως:
(δείτε επίσης: Ελληνικό αλφάβητο) | |
Πρωτοελληνική (περ. 3000 π.Χ.) | |
Μυκηναϊκή (περ. 1600–1200 π.Χ.) | |
Ομηρική (περ. 1200–800 π.Χ.) | |
Αρχαία ελληνική (περ. 800–300 π.Χ.) Διάλεκτοι: Αιολική, Αρκαδοκυπριακή, Αττική–Ιωνική, Δωρική, Παμφυλιακή, Ομηρική Μακεδονική | |
Ελληνιστική Κοινή (περ. από 330 π.Χ. ως 700)
| |
Μεσαιωνική ελληνική (περ. 700–1700) | |
Νέα ελληνική γλώσσα (από το 1700) Ιδιώματα: Δημοτική, Καθαρεύουσα, Αττικισμός Διάλεκτοι: Καππαδοκική, Κατωιταλική , Κρητική, Κυπριακή, Ποντιακή, Ρωμανιώτικη, Τσακωνική | |
Άλλες μορφές (από 19ο/20ό αιώνα) Ελληνικός κώδικας Μπράιγ, Ελληνική νοηματική γλώσσα, Κώδικας Μορς | |
Ήταν αρχικά η γλώσσα των Ελλήνων (Πόντιοι) που κατοικούσαν στις νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας, κυρίως στην σημερινή Τουρκία αλλά και στην Αρμενία και την Γεωργία. Ο 18ος και ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζονται από μεταναστευτικά ρεύματα στη νότια Ρωσία στον Καύκασο.[6] Μετά τη Συνθήκη της Λωζάνης οι Έλληνες των ακτών της Τουρκίας μετανάστευσαν κυρίως στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες της Σοβιετικής Ένωσης ή της Δυτική Ευρώπης. Παρέμειναν στην Τουρκία εξισλαμισμένοι ή κρυπτοχριστιανοί Έλληνες του Πόντου, οι απόγονοι των οποίων, μιλούν μέχρι σήμερα τα ελληνικά της περιοχής του 'Οφεως (Of) της Τραπεζούντας, μια υποδιάλεκτο της ποντιακής.[7]
Στην Ελλάδα μιλιέται σήμερα σε διάφορες περιοχές, σε μεγαλύτερο βαθμό στην Μακεδονία (π.χ. Θεσσαλονίκη, Κιλκίς, Δράμα, Πτολεμαΐδα, Γιαννιτσά, Βέροια).
Ομιλητές της ποντιακής διαλέκτου υπάρχουν σήμερα στις παρακάτω χώρες:
Μετά το κύμα μετανάστευσης από τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης προς την Ελλάδα κατά τη δεκαετία του '90 ο αριθμός των ομιλητών έχει αυξηθεί στην Ελλάδα, ενώ μειώθηκε στις χώρες προέλευσης των μεταναστών.
Μιλιέται συνήθως ως μητρική ή δεύτερη γλώσσα παράλληλα με την εκάστοτε επίσημη γλώσσα κάθε χώρας. Στον ελλαδικό χώρο ο αριθμός των ομιλητών βρίσκεται σε μείωση, υπό την πίεση της επίσημης Ελληνικής.
Υπάρχουν αναφορές, όπως η πρόσφατη (1996) του Τούρκου συγγραφέα Ομέρ Ασάν, σχετικά με την ύπαρξη σημαντικού αριθμού μουσουλμάνων ομιλητών της γλώσσας στον σύγχρονο Πόντο. Σύμφωνα με τον παραπάνω συγγραφέα, ο οποίος είναι επίσης ομιλητής της Ποντιακής, σήμερα στον Πόντο η γλώσσα μιλιέται από τουλάχιστον 5.000 άτομα σε 60 περίπου χωριά της περιοχής της Τραπεζούντας, αλλά και αλλού, από εσωτερικούς μετανάστες της Τουρκίας[εκκρεμεί παραπομπή]. Σε 5.000 περίπου υπολογίζονται οι ομιλητές και από την Ιωάννα Σιταρίδου[9].
Ο καθηγητής Νέας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Πίτερ Μάκριτζ, περιγράφει τα ελληνικά της περιοχής του 'Οφεως της Τραπεζούντας ως υποδιάλεκτο της Ποντιακής, η οποία περιέχει ανεπτυγμένο αρχαίο ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά και αρχαία γραμματικά χαρακτηριστικά. Περιγράφει την τεράστια εντύπωση που του έκαναν τα αρχαία και μεσαιωνικά χαρακτηριστικά της υποδιαλέκτου των μουσουλμάνων, όπως π.χ. η χρήση του αρχαίου ελληνικού αρνητικού μορίου «ου», ενώ οι χριστιανοί Πόντιοι λένε «'κ».[7]
Δεδομένης της παραδοσιακής ιδεολογικής ταύτισης των ποντιακών ελίτ με την κυρίαρχη ελλαδοκεντρική κουλτούρα, που αποδεικνύεται από την απαγόρευση χρήσης των τοπικών διαλέκτων στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας, πριν από τη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα οι διάφορες ποντιακές διάλεκτοι της βόρειας ακτής της Μικράς Ασίας δεν έτυχαν επιστημονικής ή λογοτεχνικής καλλιέργειας. Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου και η αναγκαστική μετεγκατάσταση του κύριου σώματος των ποντιόφωνων στην Ελλάδα, που ακολουθήθηκε από την απαγόρευση της επίσημης χρήσης των διαλέκτων αυτών από το ελληνικό κράτος καθώς και η διάσπαση των ποντιακών κοινοτήτων, επέφεραν ισχυρό πλήγμα στη ζωτικότητα των ποντιακών διαλέκτων των εν Ελλάδι Ποντίων. Αυτές διατηρήθηκαν μόνο στην ΕΣΣΔ, όπου έχαιραν λογοτεχνικής καλλιέργειας και διδασκαλίας στο σοβιετικό εκπαιδευτικό σύστημα. Οι πρώτες προσπάθειες κανονικοποίησης της ποντιακής γλώσσας από τον Κώστα Τοπχαρά και η χρήση της στο περιοδικό Κομυνιςτις αναιρέθηκαν στις 21 Απριλίου 1934, όταν κατά την 1η Πανενωσιακή Ελληνική Σύσκεψη στη Μόσχα αποφασίστηκε η υιοθέτηση της δημοτικής ως επίσημης φιλολογικής γλώσσας των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης.[10]
Έκτοτε η ποντιακή διάλεκτος δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο κανονικοποίησης ή διδασκαλίας από κανέναν δημόσιο ή ιδιωτικό οργανισμό με αποτέλεσμα να θεωρείται οριστικά στα πρόθυρα εξαφάνισης.[11][9] Παρ' όλα αυτά, πολλοί Σύλλογοι και οργανώσεις τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, διατηρούν και μεταλαμπαδεύουν την ποντιακή διάλεκτο μέσω μαθημάτων, βιβλίων, συνεδρίων και άλλων δραστηριοτήτων. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος διδασκαλίας σήμερα, είναι η προφορική. Ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Εύξεινος Λέσχη Βέροιας» το 2021 εξέδωσε Ποντιακό λεξικό με μεγάλο αριθμό δεδομένων 10.000 λημμάτων με την ερμηνεία και την προέλευση της κάθε λέξης, καθώς και μικρές προτάσεις για τον τρόπο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί το κάθε λήμμα.[12]
Η Ποντιακή δεν έχει κάποια επίσημη γραφή. Συνήθως γράφεται με το ελληνικό αλφάβητο, κάποιες φορές με την προσθήκη κάποιων διακριτικών ώστε να αποδίδεται καλύτερα η προφορά της γλώσσας, όπως π.χ.: σ̌ ζ̌ ξ̌ ψ̌ για τα φωνήματα [[ʃ]], [[ʒ]], [[kʃ]], [[pʃ]], α̈ και ο̈ για τα φωνήματα [[æ]], [[ø]]. Οι αυτόχθονες, πληθυσμοί της περιοχής του 'Οφεως της Τραπεζούντας, που μιλούν τη γλώσσα ως μητρική γλώσσα, δίχως να έχουν μάθει ποτέ το ελληνικό αλφάβητο χρησιμοποιούν το σύγχρονο τουρκικό αλφάβητο. Αναλόγως χρησιμοποιείται το κυριλλικό αλφάβητο στη Ρωσία.
Στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1920, χρησιμοποιήθηκε για λίγο διάστημα το λεγόμενο ελληνικό φωνητικό αλφάβητο, μια απλοποιημένη εκδοχή του ελληνικού αλφαβήτου. Καταργούνται π.χ. οι τόνοι και διατηρείται μονάχα το ι για το φώνημα [[i]], ενώ το η χάνεται και το υ προφέρεται [[u]] και αντικαθιστά το ου.[13]
Ο παρακάτω πίνακας δεν δείχνει «επίσημα αλφάβητα», αλλά δείχνει διάφορες προσπάθειες καταγραφής της γλώσσας από ομιλητές της εκτός Ελλάδας.
Φωνητικό αλφάβητο |
Τουρκικό αλφάβητο |
Ρωσικό αλφάβητο |
IPA | Παράδειγμα |
---|---|---|---|---|
Α α | A a | А а | [[a]] | ρομεικα, romeyika, ромейика |
Β β | V v | В в | [[v]] | κατιβενο, kativeno, кативено |
Γ γ | Ğ ğ | Г г | [[ɣ]] [[ʝ]] | γανεβο, ğanevo, ганево |
Δ δ | DH dh | Д д | [[ð]] | δοντι, dhonti, донти |
Ε ε | E e | Е е | [[e]] | εγαπεςα, eğapesa, егапеса |
Ζ ζ | Z z | З з | [[z]] | ζαντος, zantos, зантос |
ΖΖ ζζ | J j | Ж ж | [[ʒ]] | πυρζζυας, burjuvas, буржуас |
Θ θ | TH th | С с, Ф ф, Т т | [[θ]] | θεκο, theko, теко |
Ι ι | İ i | И и | [[i]] | τοςπιτοπον, tospitopon, тоспитопон |
Κ κ | K k | К к | [[k]] | καλατζεμαν, kalaceman, калачеман |
Λ λ | L l | Л л | [[l]] | λαλια, laliya, лалиа |
Μ μ | M m | М м | [[m]] | μανα, mana, мана |
Ν ν | N n | Н н | [[n]] | ολιγον, oliğon, олигон |
Ο ο | Ο ο | О о | [[o]] | τεμετερον, temeteron, теметерон |
Π π | P p | П п | [[p]] | εγαπεςα, eğapesa, егапеса |
Ρ ρ | R r | Р р | [[ɾ]] | ρομεικα, romeyika, ромейка |
Σ ς | S s | С с | [[s]] | καλατζεπςον, kalacepson, калачепсон |
ΣΣ ςς | Ş ş | Ш ш | [[ʃ]] | ςςερι, şeri, шери |
Τ τ | T t | Т т | [[t]] | νοςτιμεςα, nostimesa, ностимеса |
ΤΖ τζ | C c | Ч ч | [[dʒ]] | καλατζεμαν, kalaceman, калачеман |
ΤΣ τς | Ç ç | Ц ц | [[tʃ]] | μανιτςα, maniça, маница |
Υ υ | U u | У у | [[u]] | νυς, nus, нус |
Φ φ | F f | Ф ф | [[f]] | εμορφα, emorfa, эморфа |
Χ χ | H, KH (sert H) | Х х | [[x]] | χαςον, hason, хасон |