Ποσοτική χαλάρωση (Quantitative easing - QE) ονομάζεται η νομισματική πολιτική [1] κατά την οποία μια κεντρική τράπεζα δημιουργεί χρήμα αγοράζοντας χρεόγραφα, όπως κρατικά ομόλογα. Σκοπός αυτού του νομισματικού εργαλείου είναι η αύξηση της κατανάλωσης του ιδιωτικού τομέα και η ελεγχόμενη αύξηση του πληθωρισμού, όταν έχει σταματήσει να είναι αποτελεσματικό το μέτρο της μείωσης των επιτοκίων (όταν αυτά έχουν φτάσει κοντά στο μηδέν ή έχουν γίνει αρνητικά)[2][3].
Η πρώτη φορά κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε η ποσοτική χαλάρωση ήταν στην Ιαπωνία τις αρχές του 2000 (Μάιος 2001, ποσόν περίπου 30 τρισεκατομμύρια γιεν (¥) και για περίοδο τεσσάρων ετών), στις ΗΠΑ μετά το 2008 (Νοέμβριος 2008 - Οκτώβριος 2014, με 4,5 τρισεκατομμύρια δολάρια), στην Μεγάλη Βρετανία το 2009 μέχρι τον Ιούλιο 2012, με συνολικό ποσό 375 δισεκατομμυρίων λιρών. Ποσοτική χαλάρωση ανακοινώθηκε και στις αρχές του 2015 από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για εφαρμογή από το Μάρτιο του 2015 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2016, με ποσό των 1,1 τρις Ευρώ.[2][3][4]
Σε αντίθεση με το τύπωμα χρήματος, η ποσοτική χαλάρωση είναι δημιουργία ηλεκτρονικού χρήματος, η οποία δίνει ρευστότητα στις τράπεζες και γενικά στους θεσμικούς επενδυτές που πωλούν χρεόγραφα όπως κρατικά ομόλογα προς την κεντρική τράπεζα και αποκτούν κεφάλαια τα οποία μπορούν να διαθέσουν στην αγορά, δανείζοντας εταιρείες και ιδιώτες, αυξάνοντας την κατανάλωση, με σκοπό την ανάπτυξη της οικονομίας.[3][5]
Η Ποσοτική Χαλάρωση[6][7][8] μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο αν η Κεντρική Τράπεζα ελέγχει το νόμισμα που χρησιμοποιείται στη χώρα. Οι Κεντρικές Τράπεζες των χωρών στην Ευρωζώνη, για παράδειγμα, δεν μπορούν μονομερώς να αυξήσουν την προσφορά χρήματος τους και επομένως δεν μπορούν να εφαρμόσουν την Ποσοτική Χαλάρωση. Αντ'αυτού θα πρέπει να επικαλεστούν την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για να ασκήσει Νομισματική Πολιτική.