Ο praepositus sacri cubiculi, που στα λατινικά σημαίνει επιστάτης του ιερού κοιτώνος, ήταν ένα από τα ανώτερα γραφεία του παλατιού στην Ύστερη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο κάτοχός του ήταν συνήθως ευνούχος και λειτουργούσε ως ο μεγάλος θαλαμηπόλος του παλατιού, ασκώντας σημαντική εξουσία και επιρροή. Τον 7ο ή 8ο αι. ο τίτλος δόθηκε και σε μία βαθμίδα για υπηρέτες τού ευνούχου τού παλατιού. Ο τίτλος και το αξίωμα συνέχισαν να χρησιμοποιούνται με την απλοποιημένη μορφή του πραιπόσιτου στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέχρι τα τέλη του 11ου αι.
Ο πρώτος με ασφάλεια αναγνωρίσιμος κάτοχος του αξιώματος ήταν ο Ευσέβιος υπό τον Αυτοκράτορα Κωνστάντιο Β΄ (βασ. 337–361), αλλά η θέση μπορεί να είχε εισαχθεί ήδη από τον Κωνσταντίνο Α΄ (βασ. 306–337), σε αντικατάσταση του παλαιότερου θαλαμηπόλου (a cubiculo). Έλεγχε το σώμα των κουβικουλαρίων, επίσης ευνούχων, και ήταν υπεύθυνος για την αυτοκρατορικό υπνοδωμάτιο, την ιματιοθήκη και τις δεξιώσεις. [1] [2]
Αρχικά υπό τον έλεγχο του ευνούχου του ιερού παλατίου (castrensis sacri palatii), σύντομα υποτάχθηκε απευθείας στον Βυζαντινό Αυτοκράτορα. Η γειτνίασή του με αυτόν τού έδωσε μεγάλη δύναμη, και αρκετοί πραιπόσιτοι άσκησαν σημαντική επιρροή στη διακυβέρνηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. [2] Στο Notitia Dignitatum ο πραιπόσιτος καταγράφεται αμέσως μετά τους πραιτωριανούς επάρχους, τον έπαρχο της πόλης και τον μάγιστρο του στρατού (magister militum). Ωστόσο, λόγω της απώλειας των σχετικών σελίδων της Notitia, δεν γνωρίζουμε τη δομή τού γραφείου του. [3] Κύριοι βοηθοί του ήταν ο πριμικήριος του ιερού κοιτώνος (primicerius sacri cubiculi) και ο κόμης της ιεράς ιματιοθήκης (comes sacrae vestis).
Κατά τον 4ο-5ο αι. ο πραιπόσιτος κέρδισε σε εξουσία: στα τέλη του 4ου αι. απέκτησε τον έλεγχο των αυτοκρατορικών κτημάτων της Καππαδοκίας (τού domus divina per Cappadociam στο έργο Notitia) και ανυψώθηκε στον βαθμό σε εκλαμπροτάτου ανδρός (vir illustris) και ισότιμος του quaestor. Ιδρύθηκε επίσης ξεχωριστός πραιπόσιτος για το νοικοκυριό της Βυζαντινής αυτοκράτειρας (praepositus Augustae), με παρόμοια δομή υφιστάμενων αξιωματούχων. [2] Στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το αξίωμα συνέχισε να υπάρχει μέχρι την πτώση της και χρησιμοποιήθηκε επίσης στην αυλή του βασιλιά των Οστρογότθων Θεοδώριχου Α΄, όπου το κατείχε ένας Γότθος, ο Τριβίλα. Ωστόσο στα μέσα του 6ου αι. η εποπτεία των κτημάτων της Καππαδοκίας ανατέθηκε σε ξεχωριστό αξιωματούχο, υπεύθυνο για τα αυτοκρατορικά κτήματα (patrimonia) [4] και η εξουσία του μειώθηκε. [2]
Τον 7ο-8ο αι. μαζί με παράλληλες αλλαγές σε πολλά άλλα διοικητικά αξιώματα, η θέση του πραιπόσιτου μειώθηκε πολύ σε ισχύ, καθώς τμήματα του γραφείου (officium) αυτού διασπάστηκαν. Οι cubicularii του κοιτώνος (ονομάζονται κοιτωνῖται) υπαγόταν στον παρακοιμούμενο, ενώ η αυτοκρατορική ιματιοθήκη (vestiarium, [βασιλικόν] βεστιάριον) κάτω από τον πρωτοβεστιάριο, έγινε επίσης ξεχωριστό τμήμα. Ο πραιπόσιτος συνέχισε να εποπτεύει τους υπόλοιπους κουβικουλαρίους, με κύριο βοηθό τον πριμικήριο του κουβουκλείου. [1] Διατήρησε σημαντικό ρόλο στις αυλικές τελετές και κατατάχθηκε στην ανώτερη τάξη των πατρικίων. Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Ζ΄ (βασ. 913–959 ), ο πραιπόσιτος, μαζί με τον πρωτομάγιστρο και τον έπαρχο της Κωνσταντινούπολης, αποτελούσαν την αντιβασιλεία, όταν έλειπε ο αυτοκράτορας. [5]
Το συνεχιζόμενο όμως πραγματικό αξίωμα του πραιπόσιτου δεν πρέπει να συγχέεται με το αξίωμα (διὰ βραβείου ἀξία) με το ίδιο όνομα, που ήταν αυλικός βαθμός· δημιουργήθηκε τον 7ο ή 8ο αι. και περιοριζόταν στους ευνούχους. Σύμφωνα με το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου του 899, κατατασσόταν κάτω από το αξίωμα του πατρικίου και επάνω από αυτό του πρωτοσπαθαρίου, και τα διακριτικά (βραβείον) τού αξιώματος ήταν πινακίδες από ελεφαντόδοντο. [6] Ο τίτλος αναφέρεται τελευταία φορά το 1087. [2]