Το πραξικόπημα της 27ης Μαΐου (27 Mayıs Darbesi) ήταν το πρώτο μιας σειράς πραξικοπημάτων που έγιναν στην Τουρκία, το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Το συγκεκριμένο πραξικόπημα οργανώθηκε από μια ομάδα 38 νεαρών αξιωματικών [1] υπό την ηγεσία του Στρατηγού Τζεμάλ Γκιουρσέλ [2], εναντίον της δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης του Αντνάν Μεντερές του Δημοκρατικού Κόμματος, και κατέληξε στην εκτέλεση του Πρωθυπουργού και δυο υπουργών της κυβέρνησης Μεντερές.
Το πραξικόπημα έλαβε χώρα μέσα σε ένα άκρως τεταμένο πολιτικό κλίμα, στο οποίο συνετέλεσε και μία παρατεταμένη οικονομική κρίση. Ο αυταρχισμός και η διαφθορά της κυβέρνησης Αντνάν Μεντερές επέτειναν το αδιέξοδο.
Η πολιτική ένταση άρχισε να κορυφώνεται από το Μάρτιο του 1960. Στρατιωτικές μονάδες διατάχθηκαν να παρεμποδίσουν περιοδεία του αρχηγού της κεμαλικής αντιπολίτευσης, Ισμέτ Ινονού, παλαιού συμπολεμιστή του Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Ξέσπασε κύμα διαδηλώσεων της αντιπολίτευσης.
Στις 17 Απριλίου το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα κατέθεσε στην εθνοσυνέλευση πρόταση σύστασης εξεταστικής επιτροπής με αντικείμενο τη διεξαγωγή έρευνας επειδή δήθεν η αντιπολίτευση εξόπλιζε τους οπαδούς της για να καταλάβει την εξουσία δια της βίας. Η επιτροπή αυτή όχι μόνο συγκροτήθηκε από βουλευτές του κόμματος του Μεντερές, αλλά επιπλέον αποφάσισε αυθημερόν την απαγόρευση κάθε πολιτικής δραστηριότητας όσο διαρκούσε το έργο της, καθώς και την απαγόρευση δημοσίευσης οποιασδήποτε πληροφορίας για τις εργασίες της, ακόμη και για όσα διημείφθησαν εκείνη την ημέρα στο κοινοβούλιο.
Στις 27 Απριλίου ξέσπασαν στην Κωνσταντινούπολη μεγάλες φοιτητικές διαδηλώσεις κατά της επιτροπής αυτής. Δέκα χιλιάδες φοιτητές, κρατώντας πορτρέτα του Ατατούρκ, απαίτησαν την παραίτηση του Μεντερές. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά του πλήθους. Δύο νεκροί, τριάντα ένας τραυματίες και χίλιοι περίπου συλληφθέντες ήταν ο επίσημος απολογισμός. Η κυβέρνηση κήρυξε στρατιωτικό νόμο και επέβαλε απαγόρευση της κυκλοφορίας στην Κωνσταντινούπολη και την Άγκυρα, ενώ απαγόρευσε στον Τύπο να αναφερθεί στις διαδηλώσεις, που όμως επαναλήφθηκαν στις 29 Απριλίου. Ο στρατός αυτή τη φορά πυροβόλησε κατά των διαδηλωτών στην Άγκυρα. Τρεις νεκροί και εκατό τραυματίες ο απολογισμός στις νέες ταραχές.
Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν και στις 3 Μαΐου η κυβέρνηση έδωσε υποχρεωτική δίμηνη άδεια στον αρχηγό Στρατού Τζεμάλ Γκιουρσέλ. Στις 21 Μαΐου εκατοντάδες μαθητές της Στρατιωτικής Ακαδημίας της Άγκυρας, ένστολοι και με επικεφαλής τον διοικητή τους, πήραν μέρος σε αντικυβερνητική διαδήλωση που έγινε στην τουρκική πρωτεύουσα, επευφημούμενοι από το πλήθος.
Στις 25 Μαΐου οι βουλευτές συμπλέχθηκαν στο Κοινοβούλιο και η κυβέρνηση πέτυχε την προσωρινή αναστολή των εργασιών του. Δύο μέρες αργότερα, οι ένοπλες δυνάμεις κατέλαβαν την εξουσία, συναντώντας ελάχιστη αντίσταση από ορισμένες μονάδες της Αστυνομίας και τη φρουρά του προεδρικού μεγάρου.
Στις 7 π.μ. της 27ης Μαΐου του 1960 ο ραδιοσταθμός της Άγκυρας διέκοψε το πρόγραμμά του για να μεταδώσει διάγγελμα προς τον τουρκικό λαό:
Αξιότιμοι συμπατριώτες! Εξαιτίας της κρίσης, στην οποία έχει περιέλθει η Δημοκρατία μας, λαμβάνοντας υπόψη τα πρόσφατα θλιβερά γεγονότα[3] και με στόχο την αποτροπή εμφύλιου σπαραγμού, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας. Οι ένοπλες δυνάμεις θα προχωρήσουν στη διενέργεια τίμιων και ελεύθερων εκλογών υπό την επίβλεψη και τη διαιτησία υπερκομματικής διοίκησης και θα παραδώσουν τη διακυβέρνηση σε οποιοδήποτε κόμμα κερδίσει αυτές τις εκλογές...[4]
Λίγες ώρες αργότερα οι πραξικοπηματίες στρατιωτικοί συνέλαβαν τον πρωθυπουργό Αντνάν Μεντερές, ο οποίος πραγματοποιούσε περιοδεία στην κεντρική Τουρκία. Τη διακυβέρνηση ανέλαβε 37μελής χούντα, η οποία αμέσως συγκρότησε επιτροπή κατάρτισης νέου Συντάγματος, με πρόεδρο τον πρύτανη του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, Σιντίκ Σαμί Ονάρ. Οι εργασίες της επιτροπής αυτής κατέληξαν μετά ένα χρόνο στο δημοκρατικότερο Σύνταγμα που είχε ποτέ η Τουρκία, κατοχυρώνοντας την ελευθερία της συνδικαλιστικής δράσης, του Τύπου και των πολιτικών δραστηριοτήτων.
Την επομένη του πραξικοπήματος ο στρατηγός Γκιουρσέλ ανέλαβε την ηγεσία του στρατιωτικού καθεστώτος ως πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρωθυπουργός, υπουργός Άμυνας και αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων. Το νέο καθεστώς επιχείρησε αμέσως καθησυχασμό της Δύσης, διευκρινίζοντας ότι προτίθεται να τιμήσει στο ακέραιο όλες τις διεθνείς δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει οι προηγούμενες κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων της συμμετοχής της χώρας στο ΝΑΤΟ και το μεσανατολικό αντίστοιχό του CENTO, αλλά και των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου για την Κύπρο.
Στην Άγκυρα έσπευσε άλλωστε αμέσως τουρκοκυπριακή αντιπροσωπεία υπό τον Φαζίλ Κιουτσούκ, η οποία ανακοίνωσε μετά από συνάντηση με τον Γκιουρσέλ ότι "συντάσσεται πλήρως με την επανάσταση". Η δικτατορία αναγνωρίστηκε εντός ολίγων ημερών από το σύνολο σχεδόν της διεθνούς κοινότητας, αρχής γενομένης από τη Μεγάλη Βρετανία και τις Η.Π.Α. στις 30 Μαΐου, την Ε.Σ.Σ.Δ. και την Ελλάδα στις 31 Μαΐου και άλλες 31 χώρες μέχρι τις 3 Ιουνίου.
Αν και αρχικά ο Γκιουρσέλ είχε δηλώσει ότι δεν θα ασκούνταν διώξεις κατά των ανατραπέντων, πριν από την παράδοση της εξουσίας στους πολιτικούς, στις 31 Μαΐου, η απόφαση αναθεωρήθηκε. Ανακοινώθηκε η σύσταση επιτροπής διερεύνησης των "παράτυπων δραστηριοτήτων" της "κυβερνήσεως Μεντερές" και, την επομένη, συνελήφθησαν 403 εκ των 406 βουλευτών του Δημοκρατικού Κόμματος[5]. Ο Γκιουρσέλ κατηγόρησε μάλιστα δημοσίως τους Μεντερές και Τζελάλ Μπαγιάρ ότι σχεδίαζαν τη σφαγή και των 1.500 ευέλπιδων της Ακαδημίας της Άγκυρας.
Στις 14 Οκτωβρίου άρχισε στη Γιασάντα στη Θάλασσα του Μαρμαρά η δίκη του Μεντερές, του τέως προέδρου της Δημοκρατίας Μπαγιάρ, και σχεδόν εξακοσίων άλλων βουλευτών, υπουργών, στελεχών και οπαδών του Δημοκρατικού κόμματος.
Η δίκη αυτή διήρκησε έναν περίπου χρόνο και κατέληξε στην εκτέλεση του Μεντερές, το Σεπτέμβριο του 1961. Συγκεκριμένα, την Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου του 1961, έπειτα από διαδικασία που διήρκεσε περισσότερο από 10 μήνες, η πολύκροτη πολιτική δίκη εκατοντάδων στελεχών του καθεστώτος Μεντερές έφτασε στο θλιβερό τέλος της. Το Ανώτατο Δικαστήριο της Τουρκίας, εκτελώντας εντολές της στρατιωτικής χούντας που κυβερνούσε, ανακοίνωσε την αποτελούμενη από 1.600 σελίδες απόφασή του, σύμφωνα με την οποία 15 ηγετικά στελέχη του καθεστώτος Μεντερές καταδικάστηκαν σε θάνατο. Πέραν του πρωθυπουργού, μεταξύ των καταδικασθέντων σε θάνατο περιλαμβάνονταν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Τζελάλ Μπαγιάρ, ο υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ζορλού, ο υπουργός Οικονομικών Χασάν Πολατκάν, ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Ρεφίκ Κοραλτάν και Κιράζογλου, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Εμίν Καλαφάτ, ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος του Μεντερές, Μπαχά Ασκίτ, τρεις ακόμη βουλευτές του κόμματος αυτού κ.α. Τριάντα ένας ακόμη καταδικάστηκαν σε ισόβια. Λίγες ώρες αργότερα η Επιτροπή Εθνικής Ενότητας του καθεστώτος αποφάσισε να εκτελεστούν μόνο οι Μεντερές, Ζορλού και Πολατκάν, μετατρέποντας σε ισόβια δεσμά τις θανατικές καταδίκες των υπολοίπων 12. Την αυγή του Σαββάτου, 16 Σεπτεμβρίου, οι Ζορλού και Πολατκάν εκτελέστηκαν δι' απαγχονισμού, ενώ ο Μεντερές οδηγήθηκε στο νοσοκομείο έπειτα από απόπειρα αυτοκτονίας με υπνωτικά χάπια. Στη συνέχεια, μεταφέρθηκε στη νήσο Ιμραλί, στη νότιο θάλασσα του Μαρμαρά, όπου και απαγχονίσθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου του 1961[6].
Στο μεταξύ στο εσωτερικό της χούντας διεξάχθηκε έντονη διαπάλη. Από τη μία μεριά ήταν οι στρατηγοί με επικεφαλής τον Γκιουρσέλ, οι οποίοι ήταν μετριοπαθείς και επιθυμούσαν την επιστροφή της εξουσίας στους πολιτικούς, αφού υιοθετηθεί ένα εκσυγχρονιστικό σύνταγμα. Από την άλλη βρίσκονταν κυρίως νεαροί ριζοσπάστες αξιωματικοί, με γνωστότερο εκπρόσωπό τους τον συνταγματάρχη Τουρκές, οι οποίοι επιθυμούσαν ριζικές μεταρρυθμίσεις και την εγκαθίδρυση μονοκομματικού συστήματος, επηρεασμένο από το καθεστώς του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ. Τελικά, στις 13 Νοεμβρίου οι μετριοπαθείς επικράτησαν ολοκληρωτικά και απομάκρυναν από τη χούντα τους 14 εκπροσώπους της ριζοσπαστικής πτέρυγας.
Το πραξικόπημα της 27ης Μαΐου του 1960 ήταν το πρώτο και το τελευταίο πραξικόπημα που έγινε στην Τουρκία εκτός ιεραρχίας του στρατεύματος (τα πραξικοπήματα της 12ης Μαρτίου του 1975 και της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980 έγιναν από το Γενικό Επιτελείο). Ένας σοβαρός λόγος αυτής της εξέλιξης είναι ότι το Σύνταγμα που προήλθε από το πραξικόπημα του 1960, με το άρθρο ΙΙΙ δημιουργήθηκε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, το οποίο θεσμοποίησε την άμεση ανάμειξη της ηγεσίας του στρατεύματος στην πολιτική ζωή της χώρας.