Πριγκιπάτο της Ουγγαρίας | |||
---|---|---|---|
895–1000 | |||
| |||
Πρωτεύουσα | Έστεργκομ | ||
Ίδρυση | 895 | ||
δεδομένα ( ) |
Το Πριγκιπάτο της Ουγγαρίας[1][2][3][4][5][6][7], επίσης γνωστό ως Δουκάτο της Ουγγαρίας[8][9] (ουγγρικά: Magyar Nagyfejedelemség, μετάφραση: "Ουγγρικό Μεγάλο Πριγκιπάτο", βυζαντινά ελληνικά : "Τουρκία")[10] ήταν το πρώτο τεκμηριωμένο ουγγρικό κράτος στην Λεκάνη των Καρπαθίων. Το πριγκιπάτο ιδρύθηκε το 895 ή το 896,[11][12][13][14][15] μετά την ουγγρική κατάκτηση της Λεκάνης των Καρπαθίων νωρίτερα κατά τον 9ο αιώνα.
Οι Ούγγροι, μια ημινομαδική φυλή, σχημάτισαν μια φυλετική συμμαχία[13][16][17][18] υπό την ηγεσία του Άρπαντ και αναχώρησαν από το Έτελκεζ, που ήταν το παλαιότερο ουγγρικό πριγκιπάτο ανατολικά των Καρπαθίων.[19]
Κατά την εποχή του Ουγγρικού Πριγκιπάτου η δύναμη του Ούγγρου Μεγάλου Πρίγκιπα φαίνεται ότι μειωνόταν, παρόλο που οι ουγγρικές επιδρομές κατά μήκος της Ευρώπης ήταν πετυχημένες. Τα φυλετικά εδάφη που κυβερνούσαν Ούγγροι φύλαρχοι (οπλαρχηγοί) έγιναν ημιανεξάρτητες πολιτικές οντότητες (π.χ. κτήσεις του Γκιούλα του νεοτέρου στην Τρανσυλβανία). Τα ουγγρικά εδάφη επανενώθηκαν μόνο κατά την διακυβέρνηση του Αγίου Στεφάνου. Οι ημινομάδες Ούγγροι έγιναν μόνιμοι κάτοικοι της νέας πατρίδας τους. Η ουγγρική κοινωνία άλλαξε. Την κοινωνία της φυλαρχίας διαδέχτηκε η κοινωνία του κράτους. Από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα άρχισε η εξάπλωση του Χριστιανισμού. Ύστερα το Βασίλειο της Ουγγαρίας διαδέχτηκε το Ουγγρικό Πριγκιπάτο με την στέψη του Αγίου Στεφάνου Α΄ στο Έστεργκομ την Ημέρα των Χριστουγέννων του 1000 μ.Χ. (αν και πιθανή ημερομηνία στέψης θεωρείται και η εναλλακτική ημερομηνία της 1ης Ιανουαρίου 1001).[20][21][22]
Σύμφωνα με την ουγγρική ιστοριογραφία η χρονική περίοδος από το 896 ως το 1000 αποκαλείται ως "η εποχή του πριγκιπάτου".[14]
Το εθνώνυμο της ουγγρικής φυλετικής συμμαχίας είναι αβέβαιο. Σύμφωνα με μια άποψη, σύμφωνα με την περιγραφή του Ανώνυμου, η ομοσπονδία ονομαζόταν "Hetumoger / Επτά Μαγυάροι" ("VII principales persone qui Hetumoger dicuntur", "επτά πριγκιπικά πρόσωπα που ονομάζονται Επτά Μαγυάροι"[23]), αν και η λέξη "Μαγυάροι" πιθανώς προέρχεται από το όνομα της πιο εξέχουσας ουγγρικής φυλής, που ονομάζεται "Megye"r. Το φυλετικό όνομα "Megyer" έγινε "Magyar" αναφερόμενο στον ουγγρικό λαό στο σύνολό του..[24][25] Οι γραπτές πηγές αποκαλούσαν τους Μαγυάρους «Ούγγρους» πριν από την κατάκτηση της λεκάνης των Καρπαθίων, όταν ζούσαν ακόμη στις στέπες της Ανατολικής Ευρώπης (το 837 αναφέρονται ως «Ungri» από το Γεώργιος Μοναχό, το ίδιο το 862 από τα Μπερτινιανά Χρονικά και το 881 «Ungari» από τα Annales ex Annalibus Iuvavensibus).
Στις βυζαντινές πηγές της εποχής, γραμμένες στα ελληνικά, η χώρα ήταν γνωστή ως «Δυτική Τουρκία»[26][27] σε αντίθεση με την ανατολική ή Χαζαρική Τουρκία. Ο Εβραίος Χασντάι ιμπν Σαρπούτ περί το 960 αποκάλεσε την πολιτεία τους «χώρα των Hungrin» (η χώρα των Ούγγρων) σε μια επιστολή προς τον Ιωσήφ, βασιλιά των Χαζάρων.[28]
Τις παραμονές της άφιξης των Ούγγρων (Μαγυάρων), γύρω στο 895, την περιοχή της Λεκάνης των Καρπαθίων κυβερνούσαν η Ανατολική Φραγκία, η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία και η Μεγάλη Μοραβία (κράτος υποτελές στην Ανατολική Φραγκία)[29]. Οι Ούγγροι είχαν πολλές γνώσεις για αυτή την περιοχή επειδή προσλαμβάνονταν συχνά ως μισθοφόροι από τα γύρω της κράτη και είχαν κάνει τις δικές τους εκστρατείες σε αυτή την περιοχή για δεκαετίες.[30] Αυτή η περιοχή ήταν αραιοκατοικημένη[3][31] μετά την καταστροφή του κράτους των Αβάρων από τον Καρλομάγνο το 803 και οι Μαγυάροι (Ούγγροι) μπόρεσαν να μετακινηθούν ειρηνικά και ουσιαστικά χωρίς αντίσταση.[32] Οι πρόσφατα ενοποιημένοι Ούγγροι, με επικεφαλής τον Αρπαντ, εγκαταστάθηκαν στη λεκάνη των Καρπαθίων ξεκινώντας το 895. Το Πριγκιπάτο του Μπάλατον, ένα κράτος υποτελές στην Ανατολική Φραγκία στην Υπερδουναβία, υποτάχθηκε κατά τη διάρκεια μιας ουγγρικής εκστρατείας προς την Ιταλία γύρω στο 899–900. Η Μεγάλη Μοραβία εκμηδενίστηκε μεταξύ 902 και 907 και ένα τμήμα της, το πρώην Πριγκιπάτο της Νίτρας, πέρασε στο Ουγγρικό κράτος. Το νοτιοανατολικό τμήμα της Λεκάνης των Καρπαθίων ήταν υπό την κυριαρχία της Πρώτης Βουλγαρικής Αυτοκρατορίας, αλλά οι Βούλγαροι την έχασαν λόγω της ουγγρικής κατάκτησης. Ο έλεγχος πριν από τον ουγγρικό εποικισμό της επικράτειας του Solitudo Avarorum (κυρίως το βόρειο τμήμα της Μεγάλης Ουγγρικής Πεδιάδας), όπου ζούσαν υπολείμματα των Αβάρων, δεν έχει ακόμη πλήρως διευκρινιστεί.
Το πριγκιπάτο ως πολεμικό κράτος,[1] με μια νεοδημιούργητη στρατιωτική ισχύ, διεξήγαγε έντονες επιδρομές που κυμαίνονταν ευρέως από την Κωνσταντινούπολη ως την κεντρική Ισπανία. Τρεις μεγάλοι αυτοκρατορικοί στρατοί των Φράγκων ηττήθηκαν αποφασιστικά από τους Ούγγρους μεταξύ 907 και 910.[33] Οι Ούγγροι κατάφεραν να επεκτείνουν τα de jure Βαυαρο-Ουγγρικά σύνορα μέχρι τον ποταμό Eνς το 955[34] και το πριγκιπάτο δεν δέχτηκε επίθεση από αυτή την κατεύθυνση για 100 χρόνια μετά τη Μάχη του Πρέσμπουργκ.[21] Οι κατά διαστήματα ουγγρικές εκστρατείες διήρκεσαν μέχρι το 970, αλλά δύο στρατιωτικές ήττες το 955 (Λέχφελντ) και το 970 (Αρκαδιόπολη) σημείωσαν μια στροφή στην εξέλιξη του Ουγγρικού πριγκιπάτου.[35]
Η αλλαγή από μια ιεραρχημένη κοινωνία φυλάρχων σε μια κρατική κοινωνία ήταν μια από τις πιο σημαντικές εξελίξεις αυτή την περίοδο.[36] Αρχικά οι Μαγυάροι διατήρησαν έναν ημινομαδικό τρόπο ζωής, ασκώντας την εποχιακή μετακίνηση: μετανάστευαν κατά μήκος ενός ποταμού μεταξύ χειμερινών και καλοκαιρινών βοσκοτόπων, βρίσκοντας νερό για τα ζώα τους.[37] Σύμφωνα με τη θεωρία του Γκιέρφιy[38]που προέρχεται από τοπωνύμια, ο χειμερινός τόπος διαμονής του Αρπαντ -σαφώς μετά την κατάληψη της Παννονίας το 900- ήταν πιθανώς στο Árpádváros (πόλη του Αρπαντ), σήμερα συνοικία του Πετς, και ο θερινός - που επιβεβαιώνεται από τον Ανώνυμο. - στο Νησί Τσέπελ.[37] Αργότερα ο νέος του θερινός τόπος ήταν στο Τσάλοκοζ[37], σύμφωνα με αυτή τη θεωρία ωστόσο η ακριβής τοποθεσία του πρώιμου κέντρου του κράτους του αμφισβητείται. Σύμφωνα με τον Γκιούλα Κρίστο το κέντρο βρισκόταν μεταξύ των ποταμών Δούναβη και Τίσα[38], αλλά τα αρχαιολογικά ευρήματα υποδηλώνουν τοποθεσία στην περιοχή του Άνω Τίσα.[38]
Το Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν του Κωνσταντίνου Ζ', που γράφτηκε γύρω στο 950 μ.Χ., προσπαθεί να ορίσει επακριβώς ολόκληρη τη χώρα των Ούγγρων, ή Τουρκία.[39] Ο Κωνσταντίνος περιέγραψε τους προηγούμενους κατοίκους της Ουγγαρίας (π.χ. τους Μοραβούς) και τους πρώιμους οικισμούς και γείτονες της Ουγγαρίας και εντόπισε ουγγρικούς ποταμούς (Τέμες, Mάρος, Kέρες, Tίσα, Τούτις).[39] Ο Κωνσταντίνος είχε πολύ περισσότερες γνώσεις για τα ανατολικά μέρη της Ουγγαρίας. Επομένως, σύμφωνα με μια θεωρία, Τουρκία δεν σήμαινε τη χώρα ολόκληρης της ομοσπονδίας, αλλά ένα φυλετικό οικισμό και η πηγή της περιγραφής της Ουγγαρίας θα μπορούσε να ήταν ο Γκιούλα, η φυλή του οποίας κατοικούσε στους πέντε ποταμούς γύρω στο 950.[39] Σύμφωνα με μια άλλη υπόθεση, βασισμένη κυρίως στην περιγραφή του Κωνσταντίνου, οι Ούγγροι άρχισαν να εποικίζουν πραγματικά τη δυτική Ουγγαρία (Υπερδουναβία) μόνο μετά το 950, επειδή το ανατολικό τμήμα της χώρας ήταν πιο κατάλληλο για ένα νομαδικό τρόπο ζωής.[39]
Λόγω της αλλαγής των οικονομικών συνθηκών, των ανεπαρκών βοσκοτόπων για την υποστήριξη μιας νομαδικής κοινωνίας και της αδυναμίας μετακινήσεων[40] ο ημινομαδικός τρόπος ζωής των Ούγγρων άρχισε να αλλάζει και έτσι υιοθέτησαν μια σταθερή ζωή και στράφηκαν στη γεωργία,[29] αν και η αρχή αυτής της αλλαγής μπορεί να αναχθεί στον 8ο αιώνα.[6] Η κοινωνία έγινε πιο ομοιογενής: οι ντόπιοι σλαβικοί και άλλοι πληθυσμοί συγχωνεύτηκαν με τους Ούγγρους.[40] Οι Ούγγροι φύλαρχοι και οι φυλές τους δημιούργησαν οχυρά κέντρα στη χώρα και αργότερα τα κάστρα τους έγιναν κέντρα των κομητειών.[32] Το όλο σύστημα των ουγγρικών χωριών αναπτύχθηκε το 10ο αιώνα.[37]
Οι Φάις και Τάκσονυ, οι Μεγάλοι Πρίγκιπες των Ούγγρων, άρχισαν να μεταρρυθμίζουν τη δομή της εξουσίας.[41][42] Κάλεσαν για πρώτη φορά χριστιανούς ιεραπόστολους και έχτισαν οχυρά.[41] Ο Τάκσονυ κατήργησε το παλιό κέντρο του Ουγγρικού πριγκιπάτου (πιθανόν στον Άνω Τίσα) και αναζήτησε νέα στο Σέκεσφεχερβαρ[42] και στο Έστεργκομ.[43] Ο Τάκσονυ επανέφερε επίσης την παλιά στρατιωτική θητεία, άλλαξε τον οπλισμό του στρατού και εφάρμοσε μεγάλης κλίμακας οργανωμένες επανεγκαταστάσεις του ουγγρικού πληθυσμού.[42]
Η εδραίωση του Ουγγρικού κράτους άρχισε επί της βασιλείας του Γκέζα..[44] Μετά τη Μάχη της Αρκαδιούπολης η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν ο κύριος εχθρός των Ούγγρων.[45] Η βυζαντινή επέκταση απείλησε τους Ούγγρους, αφού η υποταγμένη Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία ήταν σύμμαχός τους εκείνη την εποχή.[45] Η κατάσταση έγινε πιο δύσκολη για το πριγκιπάτο όταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνήψαν συμμαχία το 972.[45] Το 973 δώδεκα επιφανείς απεσταλμένοι των Μαγυάρων, τους οποίους πιθανότατα είχε διορίσει ο Γκέζα, συμμετείχαν στη Δίαιτα που συγκάλεσε ο Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Γκέζα δημιούργησε στενούς δεσμούς με την αυλή της Βαυαρίας, προσκαλώντας ιεραποστόλους και παντρεύοντας το γιο του με τη Γκιζέλα, κόρη του Δούκα Ερρίκου Β'.[40] Ο Γκέζα της δυναστείας των Αρπαντ, Μέγας Πρίγκιπας των Ούγγρων, που κυβερνούσε μόνο μέρος της ενωμένης επικράτειας, κατ' όνομα άρχοντας και των επτά φυλών των Μαγυάρων, σκόπευε να ενσωματώσει την Ουγγαρία στη χριστιανική Δυτική Ευρώπη, ανοικοδομώντας το κράτος σύμφωνα με το δυτικό πολιτικό και κοινωνικό πρότυπο. Ο μεγαλύτερος γιος του Γκέζα, ο Άγιος Στέφανος (Ιστβάν, Στέφανος Α΄ της Ουγγαρίας) έγινε ο πρώτος Βασιλιάς της Ουγγαρίας αφού νίκησε τον θείο του Κόπανι, που επίσης διεκδίκησε το θρόνο. Η ενοποίηση της Ουγγαρίας, η ίδρυση του χριστιανικού κράτους[46] και η μετατροπή της σε ευρωπαϊκή φεουδαρχική μοναρχία ολοκληρώθηκε από τον Στέφανο.
Το νέο Ουγγρικό κράτος βρισκόταν στα σύνορα του Χριστιανικού κόσμου.[40] Από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα ο Χριστιανισμός άκμασε στην Ουγγαρία καθώς έφτασαν εκεί οι Καθολικοί ιεραπόστολοι από τη Γερμανία. Μεταξύ 945 και 963 οι κύριοι αξιωματούχοι του Πριγκιπάτου (ο Γκιούλα και ο Χόρκα) συμφώνησαν να ασπαστούν το Χριστιανισμό..[47][48] Το 973 ο Γκέζα Α΄ και όλη του η οικογένεια βαφτίστηκαν και συνήφθη μια επίσημη ειρήνη με τον Αυτοκράτορα Όθωνα Α'. Ωστόσο παρέμεινε ουσιαστικά ειδωλολάτρης ακόμη και μετά το βάπτισμά του:[19] Ο Γκέζα είχε εκπαιδευτεί από τον πατέρα του Τάκσονυ ως παγανιστής πρίγκιπας..[49] Το πρώτο ουγγρικό μοναστήρι Βενεδικτίνων ιδρύθηκε το 996 από τον πρίγκιπα Γκέζα. Κατά τη βασιλεία του το έθνος αποκήρυξε οριστικά το νομαδικό τρόπο ζωής του και μέσα σε λίγες δεκαετίες από τη μάχη του Λέχφελντ έγινε χριστιανικό βασίλειο.[19]
Μέχρι το 907 (ή το 904), το Ουγγρικό κράτος βρισκόταν υπό δυαδική κυβέρνηση (ίσως υιοθετήθηκε από τους Χαζάρους). Η βασιλεία είχε διαιρεθεί μεταξύ του θρησκευτικού βασιλιά (ορισμένες πηγές αναφέρουν τους τίτλους «πρίγκιπας»[50] ή «χάν»[51]), ή κέντε, και του στρατιωτικού ηγέτη, ή γκιούλα. Δεν είναι γνωστό ποιος από τους δύο ρόλους ανατέθηκε στον Αρπαντ και ποιος στον Κούρσαν. Ο Βυζαντινός Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος αποκαλούσε τον Άρπαντ «ο μέγας Τουρκιάς άρχων» (ο μεγάλος πρίγκιπας της Τουρκίας)[52] και όλοι οι πρίγκιπες του 10ου αιώνα που κυβέρνησαν τη χώρα είχαν αυτόν τον τίτλο Πιθανώς, μετά το θάνατο του κέντε Κούρσαν, αυτή η διαίρεση σταμάτησε και ο Αρπαντ έγινε ο μοναδικός κυρίαρχος του πριγκιπάτου. Σύμφωνα με το δυναστικό έθιμο το πριγκιπάτο κληρονομούσαν τα παλαιότερα μέλη της κυρίαρχης φυλής. Οι Μεγάλοι Πρίγκιπες της Ουγγαρίας πιθανότατα δεν είχαν ανώτερη εξουσία, γιατί κατά τις στρατιωτικές εκστρατείες προς τα δυτικά και προς τα νότια η αρχικά ισχυρή[53] πριγκιπική τους εξουσία είχε μειωθεί. Επιπλέον οι πηγές δεν αναφέρονται σε Μεγάλους Πρίγκιπες του πρώτου μισού του 10ου αιώνα, εκτός από μία περίπτωση, όπου αναφέρουν τον Τάκσονυ ως «δούκα της Ουγγαρίας» (Taxis-dux, dux Tocsun) το 947. Ο ρόλος των στρατιωτικών ηγετών (Μπούλκσου, Λελ) έγινε πιο σημαντικός.[52] Οι πρίγκιπες της δυναστείας του Αρπαντ έφεραν τουρκικά ονόματα όπως και η πλειοψηφία των ουγγρικών φυλών.[14]
Υπάρχουν διάφορες εκτιμήσεις για το μέγεθος του πληθυσμού της χώρας το 10ο αιώνα, που κυμαίνονται από 250.000 ως 1.500.000 το 900 μ.Χ. Δεν υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις ότι οι Ούγγροι ευγενείς ζούσαν σε κάστρα το 10ο αιώνα.[55] Η αρχαιολογία αποκάλυψε μόνο ένα οχυρωμένο κτίριο που χρονολογείται στα τέλη του 9ου αιώνα (το κάστρο του Μόσαπρουτς).[56] Μόνο οι ανασκαφές κτιρίων του 11ου αιώνα δίνουν ορισμένα στοιχεία για την κατασκευή του κάστρου.[56] Ωστόσο το αποτέλεσμα των ανασκαφών στο Μπόρσοντ υποδηλώνει ότι ίσως οι ιεράρχες και οι ευγενείς ζούσαν σε πέτρινα σπίτια ήδη από το 10ο αιώνα.[57] Μουσουλμάνοι γεωγράφοι ανέφεραν ότι οι Ούγγροι ζούσαν σε σκηνές.[58] Εκτός από σκηνές οι απλοί άνθρωποι ζούσαν σε καταλύματα-λάκκους, αν και υπάρχουν αρχαιολογικές αποδείξεις για την εμφάνιση σπιτιών πολύχωρων [59]και από ξύλο και πέτρα.[60]
Μερικοί ιστορικοί πιστεύουν ότι ο λαός του πρίγκιπα Αρπαντ μιλούσε Τουρκική γλώσσα και οι Μαγυάροι βρίσκονταν στη Λεκάνη από το 680. Το κύριο επιχείρημά τους είναι ότι τα νεκροταφεία των νεοφερμένων είναι πολύ μικρά, γεγονός που δείχνει ότι ο πληθυσμός δεν ήταν αρκετά μεγάλος για να κάνει τα Ουγγρικά κυρίαρχη γλώσσα στη Λεκάνη. Ωστόσο φαίνεται ότι ο Αρπαντ ηγήθηκε της φυλής Megyer, πράγμα δύσκολο αν αυτή μιλούσε βουλγαρικά τούρκικα. Φυσικά, κατ' αρχήν οτιδήποτε μπορεί να συμβεί σε μια συμβίωση.[61]