Ονομασία IUPAC | |
---|---|
1-{2-[2-Hydroxy-3-(propylamino)propoxy]phenyl}-3-phenylpropan-1-one | |
Κλινικά δεδομένα | |
Εμπορικές ονομασίες | Rythmol, Rytmonorm, άλλες |
AHFS/Drugs.com | monograph |
MedlinePlus | a698002 |
Δεδομένα άδειας |
|
Κατηγορία ασφαλείας κύησης | |
Οδοί χορήγησης | Από το στόμα, ενδοφλεβίως |
Κυκλοφορία | |
Κυκλοφορία |
|
Φαρμακοκινητική | |
Πρωτεϊνική σύνδεση | 97% |
Βιολογικός χρόνος ημιζωής | 2–10 ώρες |
Κωδικοί | |
Αριθμός CAS | 54063-53-5 |
Κωδικός ATC | C01BC03 |
PubChem | CID 4932 |
IUPHAR/BPS | 2561 |
DrugBank | DB01182 |
ChemSpider | 4763 |
UNII | 68IQX3T69U |
KEGG | D08435 |
ChEMBL | CHEMBL631 |
Χημικά στοιχεία | |
Χημικός τύπος | C21H27NO3 |
Μοριακή μάζα | 341,45 g·mol−1 |
O=C(c1ccccc1OCC(O)CNCCC)CCc2ccccc2 | |
InChI=1S/C21H27NO3/c1-2-14-22-15-18(23)16-25-21-11-7-6-10-19(21)20(24)13-12-17-8-4-3-5-9-17/h3-11,18,22-23H,2,12-16H2,1H3 Key:JWHAUXFOSRPERK-UHFFFAOYSA-N | |
(verify) |
Η προπαφαινόνη, γνωστή με τις εμπορικές επωνυμίες Rythol ή Ρυθμονόρμ, είναι φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία και την πρόληψη ορισμένων τύπων καρδιακών αρρυθμιών και συγκεκριμένα συμπτωματικές υπερκοιλιακές αρρυθμίες, παροξυσμική κολπική μαρμαρυγή και κοιλιακές αρρυθμίες.[2] Χορηγείται από το στόμα ή ενδοφλεβίως.[2]
Συχνές παρενέργειες περιλαμβάνουν ασυνήθιστη γεύση, γαστρεντερικές διαταραχές όπως ναυτία, έμετοι, δυσκοιλιότητα, κεφαλαλγία, κόπωση, θολή όραση και αδυναμία, ενώ τα δισκία παρατεταμένης αποδέσμευσης μπορεί να προκαλέσουν επίσης ξηροστομία, υπνηλία, δύσπνοια, ανησυχία, λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, αυξημένα ηπατικά ένζυμα και αιματουρία.[2] Μπορεί να προκαλέσει επίσης αναστρέψιμη ακοκκιοκυττάρωση.[2] Το φάρμακο πρέπει να χορηγείται με προσοχή σε άτομα με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, βραδυκαρδία, ηπατική ανεπάρκεια και νεφρική ανεπάρκεια.[2] Η προπαφαινόνη είναι αντιαρρυθμικό κατηγορίας Ic και δρα προσδενόμενο στους διαύλους νατρίου στην κυτταρική μεμβράνη, μειώνοντας έτσι τον ρυθμό επαναπόλωσης των καρδιακών κυττάρων.[2]
Η προπαφαινόνη συντέθηκε για πρώτη φορά το 1970 στη Δυτική Γερμανία[3] και εγκρίθηκε για ιατρική χρήση στις ΗΠΑ το 1989.[4][5]