Ως προσάραξη πλοίου καλείται η κατάσταση κατά την οποία το πλοίο επικάθεται στον πυθμένα της θάλασσας.[1] Η προσάραξη μπορεί να θεωρηθεί είτε ακούσια, όταν πρόκειται για ναυτικό ατύχημα, είτε εκούσια, όταν το πλοίο εσκεμμένα προσαράζει για κάποιο σκοπό, που αφορά την ασφάλειά του.[2][3]
Η εκούσια προσάραξη μπορεί να αποφασιστεί να πραγματοποιηθεί όταν το πλοίο, λόγω σύγκρουσης, διαρροής, πυρκαγιάς ή άλλης σοβαρής αιτίας, είναι βέβαιο ότι θα βυθιστεί.[4][5] Εφόσον ο χρόνος το επιτρέπει η προσάραξη γίνεται με κατάλληλο σχεδιασμό, ώστε να περιορισθούν οι ζημιές που τυχόν θα προκληθούν και να διευκολυνθεί η πιθανή επανάπλευση του πλοίου μετά την εκτέλεση των πρόχειρων επισκευών. Η ιδανική ακτή για εκούσια προσάραξη θεωρείται εκείνη η οποία διαθέτει ελαφρά κλίση από άμμο ή χαλίκια και οπωσδήποτε χωρίς βράχους, ενώ αν είναι δυνατόν θα πρέπει να είναι προφυλαγμένη από τους καιρούς.[6][7]
Η ακούσια προσάραξη είναι από τα πιο συνηθισμένα ναυτικά ατυχήματα και με τις δυσμενέστερες επιπτώσεις στο θαλάσσιο περιβάλλον και τις ακτές.[8] Κύρια αιτία της είναι η λανθασμένη εκτίμηση της θέσης του πλοίου κοντά σε περιοχές με αβαθή ή βλάβη του πηδαλίου ή και της μηχανής στις ίδιες περιοχές ή κοντά στις ακτές ή σε δίαυλο.[9]