Πρωτεΐνη (τρόφιμο)


Τα αμινοξέα είναι τα δομικά στοιχεία των πρωτεϊνών.
Τα αμινοξέα είναι απαραίτητα θρεπτικά συστατικά. Βρίσκονται σε κάθε κύτταρο, είναι πρόδρομες ουσίες για τα νουκλεϊκά οξέα, τα συνένζυμα, τις ορμόνες, την ανοσολογική απάντηση, τις επισκευές και άλλα μόρια απαραίτητα για τη ζωή.

Οι πρωτεΐνες είναι απαραίτητα θρεπτικά συστατικά για το ανθρώπινο σώμα. Είναι δομικά στοιχεία των ιστών του σώματος, και ως πηγές ενέργειας αποδίδουν όσο και οι υδατάνθρακες: 4 kcal (17 kJ) ανά γραμμάριο, ενώ τα λιπαρά παρέχουν 9 kcal (37 kJ) ανά γραμμάριο. Κάθε πρωτεΐνη έχει καθοριστική και χαρακτηριστική σύσταση αμινοξέων.

Οι πρωτεΐνες είναι πολυμερείς αλυσίδες δομημένες από αμινοξέα που συνδέονται μεταξύ τους με πεπτιδικούς δεσμούς. Κατά την ανθρώπινη πέψη, οι πρωτεΐνες διασπώνται σε μικρότερες πολυπεπτιδικές αλυσίδες από το υδροχλωρικό οξύ και τις πρωτεάσες του στομάχου. Είναι απαραίτητο στάδιο για την απορρόφηση των απαραίτητων αμινοξέων που δεν βιοσυντίθενται από το σώμα.[1]

Υπάρχουν εννέα βασικά αμινοξέα που οι άνθρωποι πρέπει να λαμβάνουν από τη διατροφή τους για να αποτρέψουν έλλειψη πρωτεϊνών λόγω κακής διατροφής και επερχόμενο θάνατο. Είναι τα: φαινυλαλανίνηισολευκίνη, θρεονίνη, τρυπτοφάνη, μεθειονίνη, λευκίνη, ισολευκίνη, λυσίνη και ιστιδίνη.[2] Είναι 8 ή 9 ανάλογα με την περίπτωση, [3]  είναι 9 για τους ενήλικες που δεν συνθέτουν ιστιδίνη.[4] Υπάρχουν πέντε αμινοξέα που συντίθενται στο σώμα: αλανίνη, ασπαρτικό οξύ, ασπαραγίνη, γλουταμινικό οξύ και σερίνη. Υπάρχουν έξι περιστασιακά απαραίτητα αμινοξέα των οποίων η σύνθεση ελαττώνεται σε ειδικές παθοφυσιολογικές καταστάσεις, όπως τα πρόωρα βρέφη ή άτομα πάσχοντα από καταβολική δυσφορία: αργινίνη, κυστεΐνη, γλυκίνη, γλουταμίνη, προλίνη και τυροσίνη.

Διατροφικές πηγές πρωτεϊνών είναι ζώα και φυτά:  κρέατα, γαλακτοκομικά προϊόντα, ψάρια και αυγά, δημητριακά, όσπρια και ξηροί καρποί. Οι χορτοφάγοι λαμβάνουν αρκετά απαραίτητα αμινοξέα με κατανάλωση φυτικών πρωτεϊνών.[5]

Οι λειτουργίες των πρωτεϊνών στο ανθρώπινο σώμα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρωτεΐνες είναι θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται το ανθρώπινο σώμα για ανάπτυξη και συντήρηση. Μαζί με το νερό βρίσκονται παντού στο σώμα, σε όλα τα κύτταρα, τους μύες, τα όργανα, τα μαλλιά και το δέρμα. Στις μεμβράνες βρίσκονται ως γλυκοπρωτεΐνες. Κατόπιν αποικοδόμησης σε αμινοξέα, είναι πρόδρομες ουσίες για σύνθεση νουκλεϊκών οξέων, συνενζύμων, ορμονών, για ανοσολογική απάντηση, κυτταρική επισκευή, και σύνθεση μορίων απαραίτητων για τη ζωή, όπως τα κύτταρα του αίματος.[6]

Ζωϊκές πηγές πρωτεΐνης

Οι πρωτεΐνες βρίσκονται σε ευρύ φάσμα τροφίμων. Ένας καλός συνδυασμός πηγών πρωτεΐνης εξαρτάται από την γεωγραφική περιοχή, την πρόσβαση, το κόστος, τα είδη αμινοξέων και τη διατροφική ισορροπία, και φυσικά τη γεύση. Ορισμένα τρόφιμα έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε συγκεκριμένα αμινοξέα αλλά είναι ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση επειδή δεν είναι εύπεπτα ή περιέχουν αντιθρεπτικά συστατικά. Συνεπώς, μία τροφή πρέπει να εξετάζεται ως προς χώνευση και σύσταση σε διατροφικά στοιχεία όπως θερμίδες, χοληστερόλη, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία.[7]

Το κρέας, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, τα αυγά, η σόγια και τα ψάρια είναι πλήρεις πηγές πρωτεϊνών.[8]

Τα σιτηρά ολικής αλέσεως και τα δημητριακά είναι άλλη μια πηγή πρωτεϊνών, που, ωστόσο, περιορίζονται στα αμινοξέα λυσίνη ή θρεονίνη, τα οποία προσφέρονται και από άλλες φυτικές πηγές και τα κρέατα. Κατάλληλα για βασικές τροφές και πηγές πρωτεΐνης δημητριακών, με περιεκτικότητα μεγαλύτερη από 7,0% είναι: το φαγόπυρο , η βρώμη, η σίκαλη, το κεχρί, το καλαμπόκι, το ρύζι, το σιτάρι, το σόργο, ο αμάρανθος, και το κινόα.

Χορτοφαγικές πηγές πρωτεϊνών είναι τα όσπρια, οι ξηροί καρποί, οι σπόροι και τα φρούτα. Τα όσπρια έχουν περισσότερα αμινοξέα και είναι πιο πλήρεις πηγές πρωτεϊνών από τα σιτηρά ολικής αλέσεως και τα δημητριακά. Παραδείγματα χορτοφαγικών τροφίμων με περιεκτικότητες σε πρωτεΐνες μεγαλύτερες από 7% είναι: η σόγια, οι φακές, τα κοινά φασόλια, τα άσπρα φασόλια, τα ρεβίθια, τα μαυρομάτικα φασόλια, τα φασόλια γίγαντες, τα μπιζέλια περιστεριού, τα λούπινα, τα φτερωτά φασόλια, τα αμύγδαλα, τα καρύδια Βραζιλίας, τα κάσιους, τα πεκάν, τα καρύδια, οι βαμβακόσποροι, οι κολοκυθόσποροι, το κανναβούρι, το σουσάμι και οι ηλιόσποροι.

Φυτικές πηγές πρωτεΐνης

Στα κοινά τρόφιμα που θεωρούνται ανεπαρκή ως πηγές πρωτεϊνών περιλαμβάνονται ρίζες και κόνδυλοι, όπως τα γιαμ, η κασάβα και η γλυκοπατάτα. Και οι μπανάνες Αντιλλών υστερούν σε απαραίτητα αμινοξέα. Τα φρούτα περιέχουν πολλά απαραίτητα θρεπτικά συστατικά αλλά δεν είναι καλή πηγή αμινοξέων. Η περιεκτικότητα ριζών, κονδύλων και φρούτων σε πρωτεΐνες είναι 0 - 2%. Όλα αυτά τα τρόφιμα πρέπει να συμπληρώνονται με πλήρεις ποιοτικές τροφές για μια υγιή ζωή, ιδιαίτερα στα παιδιά για τη σωστή ανάπτυξη.

Για επάρκεια στην πρόσληψη πρωτεΐνης συχνά απαιτείται συνδυασμός διαφόρων τροφίμων που περιέχουν διαφορετικά αμινοξέα. Ένας καλός συνδυασμός πληρεί δύο προϋποθέσεις:

  • Περιέχει τα απαραίτητα αμινοξέα (ιστιδίνη, ισολευκίνη, λευκίνη, λυσίνη, μεθειονίνη, φαινυλαλανίνη, θρεονίνη, τρυπτοφάνη και βαλίνη) σε κάθε περίπτωση, και σε ορισμένες φυσιολογικές και παθολογικές καταστάσεις περιέχει και τα περιστασιακά απαραίτητα αμινοξέα (κυστεΐνη, τυροσίνη, ταυρίνη, γλυκίνη, αργινίνη, γλουταμίνη, προλίνη).
  • Περιέχει γενικά άζωτο για τη σύνθεση αμινοξέων (ασπαρτικό οξύ, ασπαραγίνη, γλουταμινικό οξύ, αλανίνη, σερίνη) και άλλων φυσιολογικά σημαντικών αζωτούχων ενώσεων, όπως τα νουκλεϊκά οξέα, η κρεατίνη, και οι πορφυρίνες.

Οι υγιείς άνθρωποι με μια ισορροπημένη διατροφή σπάνια χρειάζονται συμπληρώματα πρωτεΐνης.[9]

Ο ακόλουθος πίνακας παρουσιάζει τις πιο σημαντικές ομάδες τροφίμων ως πηγές πρωτεϊνών, από μια παγκόσμια προοπτική. Παραθέτει επίσης την περιεκτικότητα κάθε ομάδας σε ένα κοινό αμινοξύ, σε χιλιοστόγραμμα αμινοξέος ανά γραμμάριο πρωτεΐνης τροφής. 

Πηγή τροφίμων Λυσίνη Θρεονίνη Τρυπτοφάνη Θειούχα
αμινοξέα
Όσπρια 64 38 12 25
Δημητριακά και σιτηρά ολικής αλέσεως 31 32 12 37
Ξηροί καρποί και σπόροι 45 36 17 46
Φρούτα 45 29 11 27
Ζωική 85 44 12 38
     Πηγή πρωτεΐνης με τη μέγιστη περιεκτικότητα στο αντίστοιχο αμινοξύ
     Πηγή πρωτείνης με την ελάχιστη περιεκτικότητα στο αντίστοιχο αμινοξύ
Τα μιλκσέικ πρωτεΐνης με πρωτεΐνη σε σκόνη (κέντρο) ή γάλα (αριστερά), είναι κοινά συμπληρώματα διατροφής για τους μπόντι μπίλντερς.

Οι πρωτεΐνες σε σκόνη – όπως h καζεΐνη, o ορός γάλακτος, το αυγό, το ρύζι και η σόγια – είναι επεξεργασμένα συμπληρώματα, που παρέχουν μια επιπλέον πηγή πρωτεϊνών στους μπόντι μπίλντερ. Ο τύπος της πρωτεΐνης επηρεάζει την πρωτεινική μεταβολική αντίδραση και την απόδοση στις μυϊκές ασκήσεις. Οι διαφορετικές φυσικές ή/και χημικές ιδιότητες επηρεάζουν την χώνευση των πρωτεϊνών, και συνεπώς τη διαθεσιμότητα αμινοξέων και την πρωτεϊνική σύσταση του ιστού.

Αξιολόγηση τροφίμων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κλασικές αναλυτικές τεχνικές για τον προσδιορισμό της πρωτεϊνικής συγκέντρωσης τροφίμων είναι η μέθοδος Kjeldahl και η μέθοδος Δουμά, που μετρούν το ολικό άζωτο ενός δείγματος και βασίζονται στο ότι μόνο οι πρωτεΐνες περιέχουν άζωτο. Η μετρούμενη ποσότητα αζώτου πολλαπλασιάζεται με έναν συντελεστή που εξαρτάται από το είδος της αναμενόμενης πρωτεΐνης στο τρόφιμο και προκύπτει η συνολική ποσότητα πρωτεϊνών, που ονομάζεται περιεχόμενη "ακατέργαστη πρωτεΐνη". Στις ετικέτες των τροφίμων η παράμετρος προκύπτει από το άζωτο πολλαπλασιασμένο με 6,25, επειδή η μέση περιεκτικότητα των πρωτεϊνών σε άζωτο είναι περίπου 16%.[10]

Στη βιομηχανία τροφίμων υπάρχουν πιθανότητες ακούσιας μόλυνσης ή εκ προθέσεως νόθευσης πρωτεϊνούχων τροφίμων με μη-πρωτεϊνικά αζωτούχα μόρια που ανεβάζουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων "ακατέργαστης πρωτεΐνης. Για να διασφαλιστεί η ποιότητα των τροφίμων, πρέπει να διεξάγονται συστηματικοί ποιοτικοί έλεγχοι για περιεκτικότητα σε αζωτούχα μόρια, όπως η ουρία και το νιτρικό αμμώνιο.[11]

Στη βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων ορισμένων χωρών εφαρμόζονται μέθοδοι μέτρησης της "καθαρής πρωτεΐνης", αντί για την "ακατέργαστη πρωτεΐνη" ,[12] που βασίζονται στη μέτρηση των πεπτιδικών δεσμών με NIR υπέρυθρη φασματοσκοπία.[13][14]

Οι περιορισμοί της μέθοδου Kjeldahl φάνηκαν στα βιομηχανικά σκάνδαλα του 2007 και 2008 που είχαν προσθέσει μελαμίνη στο γάλα για να μετρηθούν μεγαλύτερες ποσότητες "πρωτεΐνης".[15][16]

Ποιότητα πρωτεϊνών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πιο σημαντικό και καθοριστικό χαρακτηριστικό μιας πρωτεΐνης από θρεπτική άποψη είναι η σύσταση αμινοξέων. Υπάρχουν πολλά συστήματα αξιολόγησης των πρωτεϊνών με βάση την περιεκτικότητά τους σε αμινοξέα και την χώνευση της πρωτεϊνικής πηγής, όπως η Βιολογική αξία, η Καθαρή ενσωμάτωση πρωτεΐνης, και η μέθοδος PDCAAS που αναπτύχθηκε από το FDA ως τροποποίηση της μεθόδου Λόγος Αποτελεσματικότητας Πρωτεΐνης (PER). Το 1993 η μέθοδος PDCAAS εγκρίθηκε από την αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (FAO/WHO) ως "βέλτιστη συνιστώμενη" μέθοδο αξιολόγησης της ποιότητας πρωτεΐνης.[17] 

Οι περισσότερες πρωτεΐνες αποικοδομούνται προς αμινοξέα κατά την πέψη στο γαστρεντερικό σωλήνα.[18]

Η πέψη αρχίζει στο στομάχι όταν το πεψινογόνο μετατρέπεται σε πεψίνη κατόπιν επίδρασης υδροχλωρικού οξέος, και συνεχίζεται στο λεπτό έντερο από τη θρυψίνη και τη χυμοθρυψίνη. Πριν απορροφηθούν από το λεπτό έντερο, οι περισσότερες πρωτεΐνες έχουν ήδη αποικοδομηθεί σε αμινοξέα ή ολιγοπεπτίδια. Τα ολιγοπεπτίδια που έχουν περισσότερα από 4 αμινοξέα δεν απορροφούνται. Μετά την απορρόφηση από τα εντερικά απορροφητικά κύτταρα γίνονται περαιτέρω αποικοδομήσεις των ολιγοπεπτιδίων προς αμινοξέα.

Η χώνευση των αμινοξέων εξαρτάται από την πηγή πρωτεΐνης, και διαφέρει μεταξύ της σόγιας και των πρωτεινών γάλακτος[19] της  β-γαλακτοσφαιρίνης και της καζεΐνης.[20] Οι πρωτεΐνες του γάλατος, απορροφώνται κατά 50% μεταξύ του στομάχου και της νηστίδας και κατά 90% προτού το τρόφιμο φτάσει στον ειλεό.[21] Η Βιολογική αξία (BV) είναι δείκτης της ποσότητας πρωτεϊνών που απορροφήθηκαν από τα τρόφιμα και ενσωματώθηκαν στις πρωτεΐνες του ανθρώπινου οργανισμού.

Τα νεογνά των θηλαστικών έχουν εξαιρετικές δυνατότητες πέψης πρωτεϊνών και αφομοίωσης εφόσον το λεπτό έντερό τους μπορεί να απορροφήσει ολόκληρες πρωτείνες άθικτες. Έτσι επιτρέπεται η παθητική ανοσοποίηση, δηλαδή η μεταφορά ανοσοσφαιρινών από τη μητέρα στο νεογέννητο μέσω του γάλακτος.[22]

Διατροφικές απαιτήσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Πόστερ από εκστρατεία ενημέρωσης του Αμερικάνικου Υπουργείου Γεωργίας. Πριν από 100 χρόνια πρότειναν στους πολίτες να αντικαταστήσουν το κρέας στη διατροφή τους με τυρί κότατζ, επειδή ήταν πιο οικονομική πηγή πρωτεΐνης.

Οι διατροφικές απαιτήσεις σε πρόσληψη πρωτεΐνης είναι κοινό θέμα συζητήσεων.[23][24] Η απαιτούμενη ποσότητα για ένα άτομο καθορίζεται από τη συνολική ενεργειακή πρόσληψη, τη σωματική ανάγκη για άζωτο και απαραίτητα αμινοξέα, το βάρος και τη δομή του σώματος, το ρυθμό σωματικής ανάπτυξης, το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, την πρόσληψη υδατανθράκων, και την ύπαρξη υφιστάμενης ασθένειας ή τραύματος. Οι ανάγκες για πρωτεΐνες αυξάνονται με φυσική δραστηριότητα και άσκηση, και με αύξηση της μυϊκή μάζας. Είναι μεγαλύτερες κατά την παιδική ηλικία για την ανάπτυξη, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή της γαλουχίας για να τραφεί το μωρό, ή σε περιόδους ανάρρωσης από υποσιτισμό, τραύμα ή κατόπιν επέμβασης.[25]

Σε περίπτωση ανεπαρκούς πρόσληψης πρωτεϊνών, όπως από ασιτία ή μη ισορροπημένη διατροφή, το σώμα για να καλύψει τις ενεργειακές του ανάγκες θα αντλήσει πρωτεΐνες από τους μύες, με αποτέλεσμα απώλεια μυϊκής μάζας. Περαιτέρω συμπτώματα ανεπάρκειας είναι: διάρροια και οίδημα στα πόδια και την κοιλιά, απώλεια μαλλιών, φολιδωτό δέρμα και λήθαργος από έλλειψη ενέργειας, δυσλειτουργία σωματικών οργάνων, ηπατική στεάτωση ή λιπώδες ήπαρ, ανεπάρκεια λευκοκυττάρων και κατεσταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα.[26]

Διατροφικές οδηγίες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για την Προσλαμβανόμενη Ποσότητα Αναφοράς, ένας άνθρωπος ηλικίας 19-70 πρέπει να καταναλώνει ημερήσια 0,8 γραμμάρια πρωτεΐνης ανά κιλό σωματικού βάρους. Δηλαδή μία γυναίκα βάρους 57 κιλών χρειάζεται 46 γρ. πρωτεΐνης ημερήσια και ένα άντρας βάρους 70 κιλών χρειάζεται 56 γρ.ημερήσια.[27] Οι ποσότητες είναι προσεγγιστικές και δε λαμβάνουν υπόψη βιοενεργητικές απαιτήσεις. Επίσης, αφορούν ένα καθιστικό άτομο.[28] Σύμφωνα με αποτελέσματα Ερευνών (NHANES 2013-2014), η μέση κατανάλωση πρωτεϊνών ήταν αρκετά μεγαλύτερη από τη συνιστώμενη: μία γυναίκα 20 ετών κατανάλωνε 69,8 γραμμάρια και ένας άντρας 98,3 γραμμάρια ημερήσια.[29]

Φυσική δραστηριότητα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα δραστήρια άτομα και οι αθλητές χρειάζονται αυξημένη πρόσληψη πρωτεΐνης (συγκριτικά με τα 0,8 g/kg), για  αύξηση της μυϊκής μάζας και αναπλήρωση απωλειών με τον ιδρώτα, για κυτταρικές επιδιορθώσεις και κάλυψη ενεργειακών αναγκών. Συνιστώνται ποσότητες 1,6  - 1,8 g/kg, με τη μέγιστη ημερήσια πρόσληψη πρωτεΐνης να αποτελεί έως 25% της ενεργειακής πρόσληψης, δηλαδή 2 - 2,5 g/kg.

Συνιστάται οι αθλητές σε υποθερμιδικές δίαιτες να αυξήσουν την κατανάλωση πρωτεϊνών σε 1,8–2,0 g/kg, για να αποφύγουν την απώλεια μυϊκής μάζας.[30]

Ειδικοί πληθυσμοί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρωτεϊνική αλλεργία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τροφική αλλεργία είναι ανώμαλη ανοσολογική απόκριση στις πρωτεΐνες των τροφίμων. Τα συμπτώματα μπορεί να κυμαίνονται από ήπια έως σοβαρά: κνησμός, οίδημα της γλώσσας, έμετος, διάρροια, κνίδωση, δύσπνοια, ή αρτηριακή υπόταση. Εμφανίζονται μέσα σε λίγα λεπτά έως μία ώρα μετά την έκθεση στο αλλεργιογόνο. Η σοβαρή αλλεργική αντίδραση ονομάζεται αναφυλαξία. Για το 90% των αλλεργικών αντιδράσεων ευθύνονται τα τρόφιμα: αγελαδινό γάλα, αυγά, σιτάρι, οστρακοειδή, ψάρια, φιστίκια, ξηροί καρποί και σόγια.[31]

Χρόνια νεφρική ανεπάρκεια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μολονότι δεν έχει τεκμηριωθεί ότι μια διατροφή υψηλή σε πρωτεΐνες μπορεί να προκαλέσει χρόνια νεφρική νόσο, η κοινή συναίνεση είναι ότι οι ασθενείς θα πρέπει να περιορίσουν την κατανάλωση πρωτεϊνών. Σύμφωνα με ανασκόπηση του 2009, οι ασθενείς που μείωσαν την πρωτεϊνική κατανάλωση είχαν 32% μικρότερη θνησιμότητα συγκριτικά προς τα υπόλοιπα άτομα.[32][33]

Οι πάσχοντες από φαινυλκετονουρία (PKU) πρέπει να περιορίσουν στο ελάχιστο την πρόσληψη φαινυλαλανίνης - ένα απαραίτητο αμινοξύ -για να αποτρέψουν νοητική υστέρηση και άλλες μεταβολικές επιπλοκές. Επειδή η φαινυλαλανίνη είναι συστατικό της συνθεντικής γλυκαντικής ουσίας ασπαρτάμης, οι ασθενείς πρέπει να αποφεύγουν τα διαιτητικά ροφήματα και τρόφιμα με αυτό το συστατικό.[34]

Υπερβολική κατανάλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν έχει οριστεί ένα Ανώτατο Όριο Ανεκτής Πρόσληψης, για την άνευ επιφυλάξεων κατανάλωση πρωτεΐνης.

Οι πρωτεΐνες της τροφής πέπτονται προς αμινοξέα που απορροφώνται. Όταν τα προσλαμβανόμενα αμινοξέα είναι περισσότερα από τα απαιτούμενα, τα περίσσεια αμινοξέα οδηγούνται στο ήπαρ όπου με αντίδραση απαμίινωσης το άζωτο μετατρέπεται σε αμμωνία, και τελικά μέσω του κύκλου της ουρίας παράγεται ουρία που απεκκρίνεται από τα νεφρά. Ορισμένα αμινοξέα μπορούν να μετατραπούν σε γλυκόζη και να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα.[35][36]

Η υπερβολική πρόσληψη πρωτεΐνης αυξάνει την απέκκριση ασβεστίου στα ούρα, που αντισταθμίζει την ανισορροπία του pH από την οξείδωση των θειούχων αμινοξέων. Αυτό σημαίνει αυξημένο κίνδυνο για σχηματισμό λίθων στα νεφρά από το ασβέστιο. [37] [38]

Οι δίαιτες υψηλής πρωτεΐνης οδηγούν σε μία πρόσθετη απώλεια 1,21 κιλών σωματικού βάρους σε διάστημα 3 μηνών συγκριτικά με τη βασική δίαιτα.[39] Τα οφέλη, στο δείκτη μάζας σώματος και τα επίπεδα HDL χοληστερόλης, ήταν μεγαλύτερα με μικρή παρά με μεγάλη (έως 45% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης) αύξηση στην πρόσληψη πρωτεΐνης. Βραχυπρόθεσμες δίαιτες υψηλής πρωτεΐνης 6 μηνών δεν παρουσίασαν επιπτώσεις στο καρδιαγγειακό ή άλλα συστήματα.[40][41]

Το εγχειρίδιο 2015-2020 Διατροφικές Συμβουλές για τους Αμερικανούς (DGA) συνιστά σε άνδρες και εφήβους να αυξήσουν την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών περιορίζοντας τη συνολική πρόσληψη πρωτεϊνούχων τροφίμων.[42] Δεν προτείνεται συνιστώμενο όριο για την κατανάλωση κόκκινου και επεξεργασμένου κρέατος, αλλά αναγνωρίζει ότι η μειωμένη πρόσληψη σχετίζεται με μειωμένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων. Συνιστάται να παρακολουθούνται και να διατηρούνται εντός ορίων τα ημερήσια επίπεδα του νατρίου (< 2300 mg), των κορεσμένων λιπαρών (<10% των συνολικών θερμίδων), και των πρόσθετων σαχάρων (<10% των συνολικών θερμίδων). Επίσης προτείνουν μια ποικιλία από πρωτεϊνούχα τρόφιμα για κατανάλωση, κατάλληλα για χορτοφάγους και μη.[43]

Ανεπάρκεια πρωτεϊνών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έλλειψη πρωτεϊνών λόγω υποσιτισμού μπορεί να οδηγήσει σε πολλές ασθένειες, νοητική υστέρηση και  σύνδρομο κβασιόρκορ.[44] Τα συμπτώματα του τελευταίου περιλαμβάνουν απάθεια, διάρροια, αδράνεια, υπανάπτυξη, λεπιοειδές δέρμα, λιπαρό συκώτι, και οίδημα στην κοιλιά και τα πόδια. Το οίδημα οφείλεται στη δράση της λιποξυγενάσης στο αραχιδονικό οξύ που παράγει λευκοτριένια και τη φυσιολογική λειτουργία των πρωτεϊνών στην ισορροπία υγρών και τη μεταφορά λιποπρωτεϊνών.[45]

Εμφανίζεται σε όλον τον κόσμο, σε παιδιά και ενήλικες, και ευθύνεται για 6 εκατομμύρια θανάτους ετησίως. Στο βιομηχανοποιημένο κόσμο, βρίσκεται ως επί το πλείστον σε ασθενείς νοσοκομείων ή σε ηλικιωμένους.

  1. «Energy and macronutrient requirements for physical fitness in exercising subjects». Clinical Nutrition 29 (4): 413–23. August 2010. doi:10.1016/j.clnu.2010.02.002. PMID 20189694. 
  2. «Adult amino acid requirements: the case for a major revision in current recommendations». The Journal of Nutrition 124 (8 Suppl): 1517S-1523S. August 1994. doi:10.1093/jn/124.suppl_8.1517S. PMID 8064412. http://jn.nutrition.org/cgi/reprint/124/8_Suppl/1517S.pdf. 
  3. Rosane Oliveira, "The Essentials–Part One" Αρχειοθετήθηκε 2018-07-18 στο Wayback Machine., UC Davis Integrative Medicine, Feb 4, 2016. July 12, 2017.
  4. «Evidence that histidine is an essential amino acid in normal and chronically uremic man». The Journal of Clinical Investigation 55 (5): 881–91. May 1975. doi:10.1172/jci108016. PMID 1123426. PMC 301830. https://archive.org/details/sim_journal-of-clinical-investigation_1975-05_55_5/page/881. 
  5. «Protein in diet». United States National Library of Medicine, National Institutes of Health. 2009. 
  6. Hermann, Janice R.. «Protein and the Body». Oklahoma Cooperative Extension Service, Division of Agricultural Sciences and Natural Resources • Oklahoma State University: T–3163–1 – T–3163–4. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2019-11-23. https://web.archive.org/web/20191123063153/http://pods.dasnr.okstate.edu/docushare/dsweb/Get/Document-2473/T-3163web.pdf. Ανακτήθηκε στις 2018-10-15. 
  7. «Plant proteins in relation to human protein and amino acid nutrition». The American Journal of Clinical Nutrition 59 (5 Suppl): 1203S-1212S. May 1994. doi:10.1093/ajcn/59.5.1203s. PMID 8172124. http://www.ajcn.org/content/59/5/1203S.full.pdf. 
  8. Steinke W, και άλλοι. (1992). New protein foods in human health: nutrition, prevention and therapy. CRC Press. σελίδες 91–100. ISBN 978-0-8493-6904-9. 
  9. Amino acid content of foods and biological data on proteins (FAO nutritional studies number 24). Food and Agriculture Organization. 1985. ISBN 92-5-001102-4. 
  10. D. Julian McClements. «Analysis of Proteins». University of Massachusetts Amherst. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2007. 
  11. Weise, Elizabeth (24 April 2007). «Food tests promise tough task for FDA». USA Today. https://www.usatoday.com/money/industries/food/2007-04-25-melamine-usat_N.htm. Ανακτήθηκε στις 29 April 2007. 
  12. VanRaden PM, Powell RL. «Genetic evaluations for true protein». United States Department of Agriculture. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2007. 
  13. Snyder, Alison (August 2007). «Protein Pretense: Cheating the standard protein tests is easy, but industry hesitates on alternatives». Scientific American. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-11-07. https://web.archive.org/web/20071107120935/http://www.sciam.com/article.cfm?articleID=ACB480D7-E7F2-99DF-386D411734605ECC&chanID=sa006&colID=5. Ανακτήθηκε στις 9 November 2007. 
  14. «Food energy – methods of analysis and conversion factors». FAO. Ανακτήθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2007. 
  15. Stephen Chen (18 September 2008). «Melamine – an industry staple». South China Morning Post: σελ. Page A2. 
  16. Moore, Jeffrey C.; DeVries, Jonathan W.; Lipp, Markus; Griffiths, James C.; Abernethy, Darrell R. (17 August 2010). «Total Protein Methods and Their Potential Utility to Reduce the Risk of Food Protein Adulteration». Comprehensive Reviews in Food Science and Food Safety 9 (4): 330–357. doi:10.1111/j.1541-4337.2010.00114.x. 
  17. Boutrif, E., Food Quality and Consumer Protection Group, Food Policy and Nutrition Division, FAO, Rome: "Recent Developments in Protein Quality Evaluation" Food, Nutrition and Agriculture, Issue 2/3, 1991
  18. «Digestion of Dietary Proteins in the Gastro-Intestinal Tract». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιουνίου 2017. Ανακτήθηκε στις 15 Οκτωβρίου 2018. 
  19. «Ileal losses of nitrogen and amino acids in humans and their importance to the assessment of amino acid requirements». Gastroenterology 123 (1): 50–9. July 2002. doi:10.1053/gast.2002.34233. PMID 12105833. https://archive.org/details/sim_gastroenterology_2002-07_123_1/page/50. 
  20. «Gastrojejunal kinetics and the digestion of [15Nbeta-lactoglobulin and casein in humans: the influence of the nature and quantity of the protein»]. The American Journal of Clinical Nutrition 63 (4): 546–52. April 1996. doi:10.1093/ajcn/63.4.546. PMID 8599318. http://www.ajcn.org/cgi/content/abstract/63/4/546. 
  21. «Intestinal nitrogen and electrolyte movements following fermented milk ingestion in man». The British Journal of Nutrition 71 (2): 169–80. February 1994. doi:10.1079/BJN19940124. PMID 8142329. https://archive.org/details/sim_british-journal-of-nutrition_1994-02_71_2/page/169. 
  22. «Perspectives on immunoglobulins in colostrum and milk». Nutrients 3 (4): 442–74. April 2011. doi:10.3390/nu3040442. PMID 22254105. 
  23. «A review of issues of dietary protein intake in humans». International Journal of Sport Nutrition and Exercise Metabolism 16 (2): 129–52. April 2006. doi:10.1123/ijsnem.16.2.129. PMID 16779921. http://journals.humankinetics.com/doi/abs/10.1123/ijsnem.16.2.129. Ανακτήθηκε στις 6 December 2012. 
  24. «Beyond the zone: protein needs of active individuals». Journal of the American College of Nutrition 19 (5 Suppl): 513S-521S. October 2000. doi:10.1080/07315724.2000.10718974. PMID 11023001. 
  25. «Protein and amino acid requirements in human nutrition» (PDF). WHO Press. 2007. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2008. 
  26. «Τι προκαλεί στο σώμα η πρωτεϊνική ανεπάρκεια». Medinova. 2018-10-11. http://www.medinova.gr/ti-prokalei-sto-soma-i-proteiniki-aneparkeia/. Ανακτήθηκε στις 2018-10-15. 
  27. Dietary Reference Intakes for Energy, Carbohydrate, Fiber, Fat, Fatty Acids, Cholesterol, Protein and Amino Acids, Institute of Medicine. National Academy Press, 2005, https://www.nap.edu/read/10490/chapter/12 
  28. «Evaluation of protein requirements for trained strength athletes». Journal of Applied Physiology 73 (5): 1986–95. November 1992. doi:10.1152/jappl.1992.73.5.1986. PMID 1474076. https://archive.org/details/sim_journal-of-applied-physiology_1992-11_73_5/page/1986. 
  29. What We Eat in America, NHANES 2013-2014, U.S. Department of Agriculture, Agricultural Research Service, 2016, https://www.ars.usda.gov/ARSUserFiles/80400530/pdf/1314/Table_1_NIN_GEN_13.pdf 
  30. «Dietary protein for athletes: from requirements to optimum adaptation». Journal of Sports Sciences 29 Suppl 1 (sup1): S29-38. 2011-01-01. doi:10.1080/02640414.2011.619204. PMID 22150425. 
  31. National Institute of Allergy and Infectious Diseases (Ιουλίου 2012). «Food Allergy An Overview» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (pdf) στις 5 Μαρτίου 2016. 
  32. «Low protein diets for chronic kidney disease in non diabetic adults». The Cochrane Database of Systematic Reviews (3): CD001892. July 2009. doi:10.1002/14651858.CD001892.pub3. PMID 19588328. 
  33. «Comparison of high vs. normal/low protein diets on renal function in subjects without chronic kidney disease: a systematic review and meta-analysis». PLOS One 9 (5): e97656. 2014. doi:10.1371/journal.pone.0097656. PMID 24852037. 
  34. «phenylketonuria». Genetics Home Reference. 8 Σεπτεμβρίου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Ιουλίου 2016. Ανακτήθηκε στις 12 Σεπτεμβρίου 2016. 
  35. «Absorption kinetics of amino acids, peptides, and intact proteins». International Journal of Sport Nutrition and Exercise Metabolism 17 Suppl: S23-36. August 2007. PMID 18577772. 
  36. Gropper, Sareen S.· Smith, Jack L. (2009). Advanced nutrition and human metabolism. Belmont, CA: Wadsworth Cengage Learning. ISBN 0-495-11657-2. 
  37. «Dietary protein and bone health: a systematic review and meta-analysis from the National Osteoporosis Foundation». The American Journal of Clinical Nutrition 105 (6): 1528–1543. June 2017. doi:10.3945/ajcn.116.145110. PMID 28404575. 
  38. «Dietary protein intake and blood pressure: a meta-analysis of randomized controlled trials». American Journal of Epidemiology 176 Suppl 7: S27-43. October 2012. doi:10.1093/aje/kws245. PMID 23035142. 
  39. «Effects of higher- versus lower-protein diets on health outcomes: a systematic review and meta-analysis». European Journal of Clinical Nutrition 66 (7): 780–8. July 2012. doi:10.1038/ejcn.2012.37. PMID 22510792. 
  40. «Comparison of high vs. normal/low protein diets on renal function in subjects without chronic kidney disease: a systematic review and meta-analysis». PLOS One 9 (5): e97656. 2014. doi:10.1371/journal.pone.0097656. PMID 24852037. 
  41. «Dietary protein intake and chronic kidney disease». Current Opinion in Clinical Nutrition and Metabolic Care 20 (1): 77–85. January 2017. doi:10.1097/MCO.0000000000000342. PMID 27801685. 
  42. «2015 – 2020 Dietary Guidelines for Americans: Shifts Needed To Align With Healthy Eating Patterns: A Closer Look at Current Intakes and Recommended Shifts: Protein Foods» (8 έκδοση). U.S. Department of Health and Human Services and U.S. Department of Agriculture. Δεκεμβρίου 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιανουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2016. Some individuals, especially teen boys and adult men, also need to reduce overall intake of protein foods by decreasing intakes of meats, poultry, and eggs and increasing amounts of vegetables or other under-consumed food groups 
  43. Agata, Dabrowska, (2016-02-02). «Dietary Guidelines for Americans: Frequently Asked Questions» (στα English). Digital Library. https://digital.library.unt.edu/ark:/67531/metadc824573/?q=protein%20diet. 
  44. Michael C. Latham (1997). «Human nutrition in the developing world». Food and Agriculture Organization of the United Nations. 
  45. Schwartz, Jeffery· Bryant, Carol A. (2003). The cultural feast: an introduction to food and society. Belmont, California: Thomson/Wadsworth. σελίδες 282, 283. ISBN 0-534-52582-2.