Πρωτεσίλαος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Αιτία θανάτου | πεσών σε μάχη |
Τόπος ταφής | Ἐλαιοῦς |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Λαοδάμεια[1] Πολυδώρα[1] |
Γονείς | Ίφικλος του Φυλάκου και Diomedea |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Πόλεμοι/μάχες | Τρωικός πόλεμος |
Σχετικά πολυμέσα | |
Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Πρωτεσίλαος είναι γνωστός ένας Θεσσαλός ήρωας, ο πρωτότοκος γιος του Ιφίκλου και της Αστυόχης, αδελφός του Ποδάρκη.
Ο Πρωτεσίλαος μνημονεύεται ως ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης και ως τέτοιος έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας με 40 πλοία επικεφαλής των Θεσσαλών των πόλεων Φυλάκης, Ανδρώνας Πυράσου και Πτελεού. Υπήρξε ο πρώτος που σκοτώθηκε στον Τρωικό Πόλεμο από την πλευρά των πολιορκητών. Λέγεται μάλιστα ότι είχε δοθεί χρησμός ότι ο πρώτος που θα έβγαινε από τα πλοία κατά την άφιξη του στόλου στην Τροία θα σκοτωνόταν και ο Πρωτεσίλαος δέχθηκε να βγει αυτός πρώτος γνωρίζοντας τον συγκεκριμένο χρησμό. Μάλιστα κατά τη μεταγενέστερη παράδοση το αρχικό του όνομα ήταν Ιόλαος και για την «ακραία» του αυτή προθυμία μετονομάσθηκε σε «Πρωτεσίλαο».
Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις είχε συμμετάσχει και στην πρώτη εκστρατεία των Ελλήνων, στη Μυσία. Πριν από την αναχώρησή του από την Ελλάδα, ο Πρωτεσίλαος είχε πάρει ως σύζυγό του τη Λαοδάμεια (στα «Κύπρια έπη» ως σύζυγός του μνημονεύεται η Πολυδώρα, κόρη του Μελεάγρου). Οι θεοί λυπήθηκαν τη Λαοδάμεια για τη χηρεία της και τον έφεραν πίσω από τον Άδη για να τον δει. Εκείνη χάρηκε πάρα πολύ, νομίζοντας ότι ο Πρωτεσίλαος είχε επιστρέψει από την Τροία, αλλά όταν οι θεοί τον πήγαν πάλι στον Κάτω Κόσμο, ήταν απαρηγόρητη. Παράγγειλε και της έφτιαξαν ένα μπρούτζινο άγαλμά του, και αφοσιώθηκε σε αυτό. Ο πατέρας της ανησύχησε με τη συμπεριφορά της και διέταξε την καταστροφή του αγάλματος, αλλά τότε η Λαοδάμεια έπεσε στη φωτιά και κάηκε μαζί με το άγαλμα. Ο Πρωτεσίλαος αναφέρεται σε δύο ραψωδίες της Ιλιάδας (Β 698 κ.ε., και Ν 681).
Μετά τον θάνατό του, ο Πρωτεσίλαος λατρευόταν ως ήρωας στον Ελεούντα της Χερσονήσου (Θράκη), όπου βρισκόταν και ο «τάφος» του, του οποίου τα αφιερώματα λεηλατήθηκαν κατά τους περσικούς πολέμους (5ος αι. π.Χ.), αλλά οι Έλληνες τελικώς συνέλαβαν και εξετέλεσαν τον σατράπη που τα λεηλάτησε και επέστρεψαν τον θησαυρό στη θέση του. Ο τάφος αναφέρεται μετά όταν πέρασε από εκεί ο Μέγας Αλέξανδρος στην αρχή της εκστρατείας του κατά των Περσών, οπότε και προσέφερε θυσία πάνω στον τάφο ελπίζοντας να αποφύγει τη μοίρα του Πρωτεσιλάου όταν θα πρωτοπατούσε το πόδι του στην Ασία. Ο Φιλόστρατος το περιγράφει στις αρχές του 3ου αιώνα μ.Χ., γράφοντας ότι υπήρχε εκεί ένα άγαλμα του Πρωτεσιλάου «ιστάμενο σε βάση παρόμοια με την πλώρη πλοίου». Αναφέρονται και νομίσματα του Ελεούντα από τη ρωμαϊκή εποχή με παρόμοια αναπαράσταση.
Ανάμεσα στις λιγοστές αναπαραστάσεις του Πρωτεσιλάου, ένα γλυπτό του Δεινομένη αναφέρεται στη Φυσική Ιστορία του Πλινίου (34:76). Αυτό που σώζεται είναι δύο ρωμαϊκά αντίγραφα ενός χαμένου ελληνικού ορειχάλκινου πρωτοτύπου των μέσων του 5ου αιώνα π.Χ., το οποίο αναπαριστούσε τον θάνατο του ήρωα. Το ένα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ το άλλο στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης.
Αν η τραγωδία του Ευριπίδη «Πρωτεσίλαος» είχε σωθεί, το όνομα του Θεσσαλού πολεμιστή θα ήταν περισσότερο γνωστό σήμερα .[2]