Στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ο πρωτοβεστιάριος ήταν ένας τιμητικός τίτλος και αξίωμα, το οποίο κατά την ύστερη βυζαντινή περίοδο δινόταν σε ανώτατους αξιωματούχους και μελλοντικούς αυτοκράτορες. Αρχικά προοριζόταν για ευνούχους[1]. Το θηλυκό αντίστοιχό του ήταν η πρωτοβεστιαρία, η επικεφαλής του υπηρετικού προσωπικού της αυτοκράτειρας.
Ο τίτλος πρωτοεμφανίζεται το 412, αρχικά υπαγόμενο στον πραιπόσιτο του ευσεβεστάτου κοιτώνος (λατ. praepositus sacri cubiculi): ουσιαστικά ήταν ο αρχιθαλαμηπόλος, ο υπεύθυνος για το οικιακό ιματιοφυλάκιο, το οποίο περιλάμβανε και ένα τμήμα του ιδιωτικού αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Το αξίωμα αυτό ήταν διαφορετικό από το αξίωμα υπεύθυνο για το αυτοκρατορικό ή κρατικό ιματιοφυλάκιο (βασιλικόν βεστιάριον), το οποίο αναλάμβανε ο χαρτουλάριος του βεστιαρίου.[2]
Ο πρωτοβεστιάριος σταδιακά εξελίχτηκε σε σημαντικό αξίωμα, φτάνοντας να έπεται μόνο του παρακοιμώμενου στην ιεραρχία της Αυλής. Κατά την περίοδο μεταξύ 9ου και 11ου αιώνα, εξάλλου, πρωτοβεστιάριοι συχνά τοποθεντούνταν επικεφαλής στρατού ή αναλάμβαναν διαπραγματεύσεις με ξένα κράτη.[1] Κατά τον 11ο αιώνα, ο τίτλος του πρωτοβεστιάριου απέκτησε ακόμα μεγαλύτερη σημασία, ξεπερνώντας και αυτόν του κουροπαλάτη. Έγινε τιμητικό αξίωμα και δινόταν, εκτός από ευνούχους, και σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας.[3]
Ο τίτλος παρέμεινε εν ισχύι, ως τιμητικό αξίωμα χωρίς αρμοδιότητες, μέχρι και την περίοδο της Παλαιολόγειας Δυναστείας.