Ο Πρωτοσπαθάριος ήταν μια από τις ανώτατες αυλικές διακρίσεις της μεσοβυζαντινής περιόδου (8ος έως 12ος αι.), που απονεμόταν σε ανώτερους στρατηγούς και διοικητές επαρχιών, καθώς και σε ξένους πρίγκιπες. [1]
Η έννοια του τίτλου «πρώτος σπαθάριος», υποδηλώνει τον αρχικό του ρόλο ως αρχηγού του τάγματος (τάξεως) των σπαθαρίων, των αυτοκρατορικών σωματοφυλάκων, μαρτυρήθηκε ήδη τον 6ο αι. Πιθανώς στη δυναστεία του Ηρακλείου, ο βαθμός έγινε τιμητική διάκριση (δια βραβείου αξία) και στο εξής απονέμετο σε υψηλόβαθμους θεματικούς διοικητές, ανώτερους αυλικούς αξιωματούχους και συμμάχους ηγεμόνες. [2] [3] Η πρώτη συγκεκριμένη αναφορά σε έναν πρωτοσπαθάριο γίνεται στο Χρονικό του Θεοφάνη του Ομολογητή, ο οποίος καταγράφει: «Σέργιος, πρωτοσπαθάριος και στρατηγός της Σικελίας» το 718. [2] Στα τέλη του 9ου αι. ο πρωτοσπαθάριος καταγράφεται ως κατάταξη κάτω από τον πατρίκιο και επάνω από τον δισύπατο. [4] Η απονομή της διάκρισης σήμαινε και την είσοδο του κατόχου της στη Βυζαντινή Σύγκλητο. Το κύρος της ήταν συνεπώς πολύ υψηλό, όπως φαίνεται από μια γνωστή ιστορία, που αφηγείται ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ΄ Πορφυρογέννητος (βασ. 913–959 ) στο Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν: κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού πατέρα του, Αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού (βασ. 886–912 ), ένας ηλικιωμένος κληρικός του ναού της Νέας Εκκλησίας, με το όνομα Κτενάς, πλήρωσε 60 λίτρες χρυσού (περίπου 19.4 κιλά), [5] δηλ. το εξηνταπλάσιο της ετήσιας αποζημίωσης των 72 νομισμάτων (1 λίτρας χρυσού) που δικαιούντο οι πρωτοσπαθάριοι, για να αποκτήσουν τον τίτλο. Δεν έζησε πολύ, για να απολαύσει τη νέα του ιδιότητα, καθώς απείωσε δύο χρόνια αργότερα. [3] [6] Όπως και άλλοι τίτλοι της μεσοβυζαντινής περιόδου, η σημασία του μειώθηκε κατακόρυφα τον 11ο αι. Το τελευταίο βεβαιωμένο περιστατικό είναι το 1115, [3] αν και ο τίτλος εξακολουθεί να καταγράφεται από τον ψευδο-Κωδινό στα μέσα του 14ου αι. στην 34η θέση της ιεραρχίας των αυλικών, μεταξύ τού πριμικηρίου της Αυλής και του μεγάλου άρχοντος. [7]
Σύμφωνα με το Κλητορολόγιον του Φιλοθέου, οι κάτοχοι της διάκρισης αυτής διακρίνοντο σε ευνούχους (εκτομίαι) και μη ευνούχους (βαρβάτους, «γενειοφόρους»). Εκτός από το διακριτικό του βαθμού τους, δηλ. ένα χρυσό περιδέραιο (μανιάκιον) στολισμένο με μαργαριτάρια, οι ευνούχοι είχαν ιδιαίτερο φόρεμα: λευκό, με χρυσοκεντημένη διακόσμηση χιτώνα (τουνίκα) και κόκκινο επανωφόρι με χρυσοκεντημένα επικοσμήματα ενδύματος. Οι γενειοφόροι διακρίνοντο μόνο από τον χρυσοκεντημένο τους γιακά (κλοιό), διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους. [8] Ωστόσο οι εικονογραφικές μαρτυρίες της ενδυμασίας των πρωτοσπαθαρίων σε εικονογραφημένα χειρόγραφα, ποικίλλουν σημαντικά με την πάροδο του χρόνου. [3] Στο Βιβλίο των Αξιωμάτων του ψευδο-Κωδινού, το ένδυμα αυτού του βαθμού ορίζεται ως ένα χρυσοκέντητο σκαράνικον (ένας σωληνοειδής πίλος), με την εικόνα του Αυτοκράτορα ενθρονισμένου μπροστά και ως ιππέα από πίσω, ένα χρυσό καββάδιον (καφτάνι) και ένα σκιάδιον (καπέλο με γείσο) τύπου κλαπωτού, [9] ενώ δεν φέρει διακριτικό δικανίκιον (ράβδο αξιώματος). [7]
Στην αυτοκρατορία της Τραπεζούντας χρησιμοποιήθηκε ένας αντίστοιχος τίτλος οθωμανικής προέλευσης, ο αμυτζαντάριος. [10]
Εκτός από αυλικός βαθμός, υπήρχαν και αρκετοί πρωτοσπαθάριοι, που είχαν συγκεκριμένα καθήκοντα: