Ως πρόβλημα του Γκέτιερ έγινε γνωστή μια κατηγορία αντιπαραδειγμάτων που φαίνεται να καταρρίπτουν τον ορισμό της γνώσης ως «τεκμηριωμένη και αληθή πεποίθηση». Ο ορισμός αυτός προέρχεται από τον Πλάτωνα και υπήρξε ευρέως αποδεκτός μέχρι το 1963, όταν δημοσιεύτηκε το άρθρο «Είναι η τεκμηριωμένη και αληθής πεποίθηση γνώση;»[1] από τον Αμερικανό φιλόσοφο Έντμουντ Γκέτιερ. Έκτοτε ο ορισμός της γνώσης έγινε ένα από τα κεντρικά προβλήματα της σύγχρονης Επιστημολογίας.
Ο Γκέτιερ στο άρθρο του περιγράφει δύο περιπτώσεις όπου τεκμηριωμένες και αληθείς πεποιθήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν γνώσεις. Τα αντιπαραδείγματά του δείχνουν ότι οι συνθήκες που προτείνει ο κλασικός ορισμός της γνώσης δεν είναι επαρκείς: για να λυθεί το πρόβλημα χρειάζεται να προσαρμοστεί ο ορισμός ή να προστεθούν συνθήκες οι οποίες θα αποτρέπουν παραδείγματα όπως εκείνα του Γκέτιερ να κατατάσσονται στη γνώση.
Στο Θεαίτητο ο Πλάτωνας ορίζει τη γνώση ως «μετά λόγου αληθή δόξαν»[2]. Σύμφωνα με τον πλατωνικό ορισμό, η πρόταση «Ο Α γνωρίζει πως φ» είναι σωστή, αν και μόνο αν πληρούνται τα τρία κριτήρια:
Το κάθε κριτήριο είναι αναγκαίο και τα τρία μαζί επαρκούν για να θεωρηθεί σωστή η πρόταση.
Ο ορισμός δέχτηκε για πρώτη φορά κριτική από τον Μπέρτραντ Ράσελ στο βιβλίο του «Τα Προβλήματα της Φιλοσοφίας». Ο Ράσελ γράφει:
Ο Ράσελ προτείνει μια πιθανή περίπτωση στην οποία η σωστή πεποίθηση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί γνώση. Εκ πρώτης όψεως η ένσταση του Ράσελ φαίνεται να μην αφορά σε περίπτωση τεκμηριωμένης άποψης. Ωστόσο, με μικρές τροποποιήσεις το ίδιο παράδειγμα θα μπορούσε να συμπεριλάβει κάποια τεκμηρίωση που θα οδηγούσε και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα.
Παρόμοια είναι και η ένσταση του Γκέτιερ. Σε ένα πολύ σύντομο άρθρο ο Γκέτιερ περιγράφει δύο καταστάσεις στις οποίες ο πρωταγωνιστής, ο Σμιθ, καταλήγει σε σωστά και τεκμηριωμένα συμπεράσματα, τα οποία ωστόσο δεν αποτελούν παραδείγματα γνώσης.
Ο Σμιθ και ο Τζόουνς έχουν κάνει αίτηση για την ίδια δουλειά. Ο Σμιθ έχει λόγους να πιστεύει το εξής:
Ο λόγος που δικαιολογεί το Α είναι πως ο διευθυντής της εταιρίας τού έχει ήδη πει την πρόθεσή του να προσλάβει τον Τζόουνς και πως ο ίδιος ο Σμιθ έχει μετρήσει τα κέρματα στην τσέπη του Τζόουνς. Συνεπώς, ο Σμιθ καταλήγει στο συμπέρασμα Β:
Εν τέλει, αντί για τον Τζόουνς, προσλαμβάνεται ο Σμιθ, ο οποίος ωστόσο έχει επίσης δέκα κέρματα στην τσέπη του. Το συμπέρασμα Β παραμένει ορθό, παρόλο που στηρίζεται στη λανθασμένη προκείμενη Α.
Ο Σμιθ έχει στοιχεία που τεκμηριώνουν την πεποίθηση:
Πιθανά στοιχεία που αιτιολογούν το Γ είναι πως ο Σμιθ έχει δει τον Τζόουνς να οδηγεί το Φορντ, ή πως ο Τζόουνς έχει προτείνει στον Σμιθ να τον πάει βόλτα με το Φορντ αυτοκίνητό του.
Υποθέτουμε πως ο Σμιθ έχει ένα μακρινό φίλο, τον Μπράουν. Ο Σμιθ, χωρίς να γνωρίζει πού βρίσκεται ο Μπράουν, διαμορφώνει την πεποίθηση:
Η Γ συνεπάγεται τη Δ· επομένως αν η Γ είναι σωστή, τότε σωστή είναι και η Δ. Ωστόσο, εν αγνοία του Σμιθ, το Φορντ του Τζόουνς είναι ενοικιασμένο. Επομένως, η πεποίθηση Γ είναι λανθασμένη. Τυχαίνει όμως ο Μπράουν να βρίσκεται όντως στη Βοστόνη. Από αυτό το τυχαίο γεγονός προκύπτει ότι η πεποίθηση Δ είναι σωστή. Συνεπώς, σύμφωνα με τον Γκέτιερ, ο Σμιθ δεν μπορεί να γνωρίζει ότι Δ, παρότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις:
Ο Γκέτιερ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο ορισμός «τεκμηριωμένη και αληθής πεποίθηση» δεν παρέχει επαρκείς συνθήκες για τη γνώση, αφού δεν αποκλείει περιπτώσεις όπως τις πιο πάνω.
Προκειμένου να υπερασπιστεί κανείς τον πλατωνικό ορισμό, θα πρέπει να ισχυριστεί ότι και στις δύο περιπτώσεις οι πεποιθήσεις του Σμιθ μπορούν να αναχθούν σε γνώσεις. Διαφορετικά, χρειάζεται να προστεθεί ένα τέταρτο κριτήριο στον ορισμό ή να διαμορφωθεί ένα από τα τρία ήδη υπάρχοντα, ούτως ώστε να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του Γκέτιερ.
Μια προφανής πρώτη απόπειρα επίλυσης του προβλήματος του Γκέτιερ θα ήταν η απαίτηση πλήρους τεκμηρίωσης της πεποίθησης προκειμένου να θεωρηθεί γνώση. Παρόλο που η συγκεκριμένη απάντηση φαίνεται ελκυστική, αντιμετωπίζει δύο προβλήματα: ο όρος πλήρης τεκμηρίωση είναι αφενός ασαφής και αφετέρου ενδέχεται να περιορίζει σημαντικά τις περιπτώσεις όπου πληρούνται τα κριτήρια για γνώση. Αν, για παράδειγμα, υποτεθεί πως στην πρώτη περίπτωση του Γκέτιερ ο Σμιθ έχει ανεπαρκή στοιχεία, τότε υποχρεωτικά συμπεραίνεται ότι οι μαρτυρίες τρίτων δεν επαρκούν για πλήρη τεκμηρίωση. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των γνώσεων κάθε ανθρώπου προέρχεται από μαρτυρίες τρίτων. Αν η πλήρης τεκμηρίωση ήταν απαραίτητη, μόνο η πρωτογενής γνώση θα ικανοποιούσε τα κριτήρια. Δεν μπορεί επομένως να γίνει αποδεκτή ως κριτήριο γνώσης, γιατί περιορίζει αδικαιολόγητα τις περιπτώσεις στις οποίες οι τεκμηριωμένες πεποιθήσεις μπορούν να αναχθούν σε γνώσεις.
Ο Άλβιν Γκόλντμαν στο άρθρο του «Μια Αιτιακή Θεωρία της Γνώσης»[4] προτείνει πως το πρόβλημα στις περιπτώσεις του Γκέτιερ προκύπτει εξαιτίας της απουσίας αιτιακής σχέσης[5] μεταξύ του γεγονότος και της πεποίθησης. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ σωστής πεποίθησης και γνώσης δεν είναι η τεκμηρίωση, αλλά οι αιτιακοί σύνδεσμοι που στηρίζουν την πεποίθηση.
Ο Γκόλντμαν εισηγείται πως η πρόταση «ο Σ γνωρίζει πως φ» ισχύει αν και μόνο αν το φ είναι αιτιακά συνδεδεμένο με τον κατάλληλο τρόπο με την πεποίθηση του Σ ότι φ. Ως «κατάλληλες» διαδικασίες χαρακτηρίζονται η αντίληψη, η μνήμη, μια αιτιακή αλυσίδα, ή συνδυασμός των τριών διαδικασιών. Επομένως, ως γνώση ορίζεται η σωστή πεποίθηση που στηρίζεται στους κατάλληλους αιτιακούς συνδέσμους. Η καταλληλότητα των συνδέσμων κρίνεται από τη σχέση μεταξύ γεγονότος και πεποίθησης.
Συγκεκριμένα, στην πρώτη περίπτωση του Γκέτιερ, η πεποίθηση «Εκείνος που θα προσληφθεί στην εταιρία έχει δέκα κέρματα στην τσέπη του» είναι αιτιακά ασύνδετη με το γεγονός ότι ο Σμιθ, που τελικά προσλήφθηκε, έχει δέκα κέρματα στην τσέπη του. Ο Σμιθ δε στηρίζει την πεποίθησή του στο γεγονός ότι ο ίδιος έχει δέκα κέρματα. Η ορθότητα της πεποίθησής του σε αυτή την περίπτωση είναι απλώς ένα τυχαίο γεγονός.
Οι ενστάσεις στη θεωρία του Γκόλντμαν στηρίζονται κατά κύριο λόγο στην προβληματικότητα της απαίτησης για «κατάλληλο τρόπο» σύνδεσης. Σε ένα πιθανό αντιπαράδειγμα, η (συνήθως ειλικρινής) κόρη του Σμιθ λέει ψευδώς στους γονείς της ότι μόλις έχει αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Ο Σμιθ οδηγείται στο συμπέρασμα ότι κάποιος στην οικογένειά του έχει αγοράσει αυτοκίνητο. Αντίθετα, η κυρία Σμιθ αντιλαμβάνεται ότι η κόρη της λέει ψέματα και, θεωρώντας ότι το ψέμα της κόρης της ήταν υπονοούμενο για το ότι θέλει αυτοκίνητο, της αγοράζει κρυφά ένα. Σε αυτή την περίπτωση, η πεποίθηση του Σμιθ (κάποιος στην οικογένεια έχει αγοράσει αυτοκίνητο) και το γεγονός (η κυρία Σμιθ αγόρασε αυτοκίνητο) έχουν ως κοινή αιτία (είναι αιτιακά συνδεδεμένα) με τη δήλωση της κόρης. Παρόλο που ικανοποιείται το κριτήριο για «κατάλληλη» αιτιακή σχέση, και σε αυτή την περίπτωση η σωστή πεποίθηση του Σμιθ δεν αποτελεί περίπτωση γνώσης.[6]
Ένα δεύτερο πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η θεωρία του Γκόλντμαν αφορά στις γνώσεις που δε στηρίζονται σε αιτιακές αλυσίδες· συγκεκριμένα, γνώσεις που δε βασίζονται σε γεγονότα που συνέβησαν σε πραγματικό χρόνο. Η κυριότερη κατηγορία τέτοιων γνώσεων είναι τα μαθηματικά. Αν η θεωρία του Γκόλντμαν είναι σωστή, τότε φαίνεται πως μαθηματικές αλήθειες του τύπου «το 17 είναι πρώτος αριθμός» δεν μπορούν να θεωρηθούν γνώσεις, αφού δεν εξαρτώνται από αιτιακoύς συνδέσμους.
Ο Ρόμπερτ Νόζικ αποδέχεται ως σωστά τα δύο πρώτα κριτήρια γνώσης[7]:
Προσθέτει επιπλέον ένα τρίτο κριτήριο: ότι η πεποίθηση φ του Σ εξαρτάται κατά κάποιο τρόπο από την ορθότητα του γεγονότος στο οποίο στηρίζεται. Επομένως, ο Νόζικ αντικαθιστά το κριτήριο της τεκμηρίωσης με το εξής:
Το συγκεκριμένο κριτήριο αντιμετωπίζει επιτυχημένα το πρόβλημα του Γκέτιερ: στην πρώτη περίπτωση, αν εφαρμοστεί το κριτήριο, τότε η πρόταση «αν δεν ίσχυε το ότι εκείνος που θα προσληφθεί στην εταιρία έχει δέκα κέρματα στην τσέπη του, τότε ο Σμιθ δε θα το πίστευε» είναι λανθασμένη. Τα αντιπαραδείγματα του Γκέτιερ και το σύνολο των τυχαία σωστά πεποιθήσεων δεν ικανοποιούν το τρίτο κριτήριο του Νόζικ και επομένως δε θεωρούνται γνώσεις.
Η συγκεκριμένη λύση στο πρόβλημα προσεγγίζει τα αντιπαραδείγματα του Γκέτιερ με τρόπο παρόμοιο με τη θεωρία του Γκόλντμαν. Ωστόσο, καταφέρνει επίσης να ξεπεράσει τα προβλήματα που η αιτιακή θεωρία είχε να αντιμετωπίσει. Οι αχρονικές γνώσεις όπως τα μαθηματικά πληρούν τα κριτήρια γνώσης, ενώ οι αιτιακοί σύνδεσμοι που οδηγούν σε τυχαία σωστές πεποιθήσεις όχι.
Ωστόσο, ούτε αυτή η θεωρία καταφέρνει να ξεφύγει από προβληματικές καταστάσεις. Σε μια νέα υποθετική κατάσταση, ο Σμιθ βρίσκεται ακινητοποιημένος σε μια καρέκλα, με ηλεκτρόδια περασμένα στον εγκέφαλό του, τα οποία ελέγχουν κάθε σκέψη του. Ο επιστήμονας που χειρίζεται τις σκέψεις του μπορεί να τον κάνει να πιστέψει οτιδήποτε: ότι ο Σμιθ βρίσκεται στη δουλειά του, ότι παρακολουθεί ταινία, ότι απολαμβάνει ένα γεύμα, κλπ. Ο επιστήμονας ωστόσο επιλέγει να μεταφέρει στον εγκέφαλο του Σμιθ την πεποίθηση ότι βρίσκεται όντως ακινητοποιημένος σε μια καρέκλα. Σε αυτή την περίπτωση, η πεποίθηση είναι σωστή και ο Σμιθ την πιστεύει. Ισχύει επίσης πως αν ήταν λάθος, αν δηλαδή ο Σμιθ δεν ήταν ακινητοποιημένος στην καρέκλα, τότε δε θα είχε αυτή την πεποίθηση. Επομένως, τα κριτήρια του Νόζικ πληρούνται, χωρίς η κατάσταση που έχει περιγραφεί να ταιριάζει στην αντίληψη που έχουμε για τη γνώση.
Ο ίδιος ο Νόζικ αναγνωρίζει ότι τα κριτήρια της θεωρίας του είναι ανεπαρκή. Στο ίδιο άρθρο εισηγείται την προσθήκη ενός τέταρτου κριτηρίου:
Το τέταρτο κριτήριο ξεπερνά το προβληματικό αντιπαράδειγμα, αφού η πεποίθηση του Σμιθ δεν πηγάζει αποκλειστικά από το γεγονός φ (ότι είναι ακινητοποιημένος στην καρέκλα) αλλά και από την επιλογή του επιστήμονα να του περάσει αυτή την πεποίθηση. Ωστόσο, τα κριτήρια του Νόζικ όπως έχουν διαμορφωθεί θέτουν τον πήχη υπερβολικά ψηλά: ενώ προηγουμένως τα κριτήρια δεν απέκλειαν προβληματικές καταστάσεις, πλέον περιπτώσεις γνώσης αποτυγχάνουν να ικανοποιήσουν τα κριτήρια. Έτσι, αν ο Τζόουνς πει στο Σμιθ ότι μόλις έχει παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση, τότε ο Σμιθ δεν μπορεί να ξέρει αυτό το γεγονός για τον Τζόουνς, διότι δεν ικανοποιείται το τέταρτο κριτήριο: αν ο Τζόουνς έχει παρακολουθήσει μια θεατρική παράσταση, τότε δεν είναι απαραίτητα σωστό πως ο Σμιθ το πιστεύει.
Παρότι καμία προσπάθεια ορισμού της γνώσης δεν έχει θεωρηθεί επιτυχημένη ως τώρα, οι μέχρι τώρα φιλοσοφικές θεωρίες παρέχουν χρήσιμες πληροφορίες για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη γνώση. Είναι ομόφωνα αποδεκτό ότι η γνώση απαιτεί ορθότητα και πεποίθηση. Είναι επίσης αποδεκτό ότι καταστάσεις όπου η πεποίθηση είναι σωστή τυχαία, ή κατά λάθος, ή από σύμπτωση δεν αποτελούν περιπτώσεις γνώσεις.
Παρόλο που δεν αποκλείεται να βρεθεί μελλοντικά κάποιος ορισμός που να αντιστέκεται σε κάθε πιθανό αντιπαράδειγμα, δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί γιατί οι προσπάθειες που έχουν γίνει ως τώρα έχουν αποτύχει. Καθημερινές έννοιες, όπως η «γνώση», δεν έχουν ξεκάθαρα όρια· η αοριστία και η σχετικότητα που τις χαρακτηρίζει είναι ο λόγος που αφήνουν (σχεδόν) πάντα ανοικτό το ενδεχόμενο για αντιπαραδείγματα.