Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας
| |
---|---|
Διακριτικό Σήμα του/της Προέδρου της Δημοκρατίας | |
Προσφώνηση | Η Αυτής Εξοχότης ή Εξοχότατη |
Κατοικία | Ιδιωτική κατοικία του/της εκάστοτε Προέδρου |
Έδρα | Προεδρικό Μέγαρο, Αθήνα |
Διορισμός από | Βουλή των Ελλήνων |
Διάρκεια θητείας | Πέντε έτη άπαξ ανανεώσιμη |
Αρχικός κάτοχος | Παύλος Κουντουριώτης |
Δημιουργία | 18 Δεκεμβρίου 1974 (Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία) |
Μισθός | €138.732 (€11.561 μηνιαίως) |
Ιστοσελίδα | Επίσημος ιστοτόπος |
Αυτό το λήμμα ανήκει στη σειρά: Πολιτικό σύστημα της Ελλάδας |
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο ανώτατος ηγέτης του ελληνικού κράτους. Από το 1975, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από την Βουλή των Ελλήνων με πενταετή θητεία. Ο κάθε εκλεγμένος Πρόεδρος έχει δικαίωμα επανεκλογής μία μόνο φορά.
Από τις 13 Μαρτίου 2020, Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι η Κατερίνα Σακελλαροπούλου, ανωτάτη Δικαστικός και πρώην Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με το Σύνταγμα του 1924. Μετά το Δημοψήφισμα που διενεργήθηκε και με το οποίο ανακηρύχθηκε η αβασίλευτη Δημοκρατία, ο μέχρι τότε Αντιβασιλέας Παύλος Κουντουριώτης έγινε προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Τον Μάρτιο του 1926, μετά την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τον Θεόδωρο Πάγκαλο, παραιτήθηκε από το αξίωμα του Προέδρου, το οποίο ανέλαβε ο ίδιος ο Πάγκαλος μετά από μία εκλογική διαδικασία αμφίβολης νομιμότητας, και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ύστερα από την ανατροπή του τελευταίου, επανήλθε στον προεδρικό θώκο. Με το Σύνταγμα του 1927 καθιερώθηκε ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο οποίος περιοριζόταν στην άσκηση της εκτελεστικής εξουσίας. Το 1929 εξελέγη για δεύτερη φορά Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη Γερουσία και τη Βουλή των Ελλήνων ο Παύλος Κουντουριώτης. Τον ίδιο χρόνο όμως παραιτήθηκε και τον διαδέχθηκε ως προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο Αλέξανδρος Ζαΐμης, λόγω του γεγονότος ότι ήταν Πρόεδρος της Γερουσίας, και ο οποίος τελικά επιλέχθηκε από τη Γερουσία και τη Βουλή ως καταλληλότερος για το αξίωμα του Προέδρου. Επανεξελέγη το 1934 και παρέμεινε μέχρι το 1935, οπότε, και λόγω της πολιτειακής μεταβολής, καταργήθηκε ο θεσμός του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ως θεσμός επανήλθε το 1973 επί του δικτατορικού καθεστώτος των Συνταγματαρχών με το δεύτερο «Σύνταγμα», το οποίο έδινε υπερεξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, συγκεντρώνοντας πια όλη την δύναμη στο πρόσωπό του, καθιερώνοντας παράλληλα και θέση Αντιπροέδρου της Δημοκρατίας. Οι υπερεξουσίες αυτές καταργήθηκαν μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου, με το σύστημα να καθίσταται οιονεί προεδρευόμενο.
Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, επανήλθαν σε ισχύ οι διατάξεις του Συντάγματος 1952 (με ορισμένες τροποποιήσεις μέσω συντακτικών πράξεων) δίχως ωστόσο να αναστραφεί, έστω και προσωρινά, η κατάργηση της μοναρχίας μέχρι τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Κατόπιν, την άσκηση των αρμοδιοτήτων του προσωρινού Προέδρου της Δημοκρατίας ρύθμισε το Β΄ Ψήφισμα της Βουλής των Ελλήνων.[1]
Με το Σύνταγμα του 1975 ρυθμίστηκε εκ νέου ο ακριβής του ρόλος με τρόπο αντίστοιχο του 1952, αλλά οι αρμοδιότητές του, θεωρούμενες από πολλούς ως υπερεξουσίες, περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986.
Σήμερα, ο ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας είναι συμβολικός και εθιμοτυπικός. Στις 13 Μαρτίου 2020, η Κατερίνα Σακελλαροπούλου έγινε η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.[2]
Για να εκλεγεί κάποιος/κάποια στο αξίωμα του/της Προέδρου της Δημοκρατίας πρέπει να πληροί τέσσερις βασικές προϋποθέσεις:[3]
Από τη στιγμή που συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις, μπορεί οποιοδήποτε πρόσωπο να προταθεί από τις κοινοβουλευτικές ομάδες για το αξίωμα. Αν και απαιτείται να δοθεί όρκος ενώπιον της Βουλής σύμφωνα με το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα (άρθρο 33 παρ. 2), κρατεί η άποψη ότι δεν αποτελεί προϋπόθεση η θρησκεία του/της υποψηφίου. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η επανεκλογή του ίδιου προσώπου επιτρέπεται μία μόνο φορά, ενώ Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να συμμετάσχει στην εκλογή που ακολουθεί εξαιτίας της παραίτησής του/της.[4]
Η εκλογή του/της Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται από την Βουλή των Ελλήνων και τα υποψήφια πρόσωπα προτείνονται μόνο από τις κοινοβουλευτικές ομάδες. Συνήθως έναν μήνα πριν λήξει η θητεία του/της εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας συγκαλείται από τον/την Πρόεδρο της Βουλής συνεδρίασή της με σκοπό την εκλογή του διαδόχου του/της. Η ψηφοφορία γίνεται ονομαστικά, ψηφίζουν όλοι οι βουλευτές και δεν προηγείται συζήτηση. Αν και τα υποψήφια πρόσωπα τα προτείνουν οι κοινοβουλευτικές ομάδες, ψήφοι υπέρ προσώπων που δεν έχουν προταθεί δεν θεωρούνται άκυρες, εκτός από την 6η ψηφοφορία που θεωρούνται έγκυρες μόνο οι ψήφοι μεταξύ των δύο επικρατεστέρων (βλ. παρακάτω).
Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται αυτός ή αυτή που στην πρώτη ψηφοφορία θα συγκεντρώσει τα 2/3 του συνόλου των βουλευτών (200 έδρες)[3]. Σε περίπτωση που δεν υπάρξει αποτέλεσμα, επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία μετά από πέντε μέρες και πάλι απαιτείται πλειοψηφία 200 βουλευτών. Αν και πάλι δεν καταφέρει κάποιο υποψήφιο πρόσωπο να λάβει την απαιτούμενη πλειοψηφία ακολουθεί τρίτη ψηφοφορία, πάλι μετά από πέντε μέρες, αλλά αυτή τη φορά απαιτείται πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών (180 έδρες)[3].
Μέχρι την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019 αν ο/η Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν εκλεγόταν με την τρίτη ψηφοφορία, η Βουλή διαλυόταν και προκηρύσσονταν εκλογές[3] και η νέα Βουλή που προέκυπτε από τις εκλογές διεξήγε τέταρτη ψηφοφορία στην οποία απαιτούνταν πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου, ήτοι 180 έδρες[3]. Αν κανείς υποψήφιος/καμία υποψήφια δεν λάμβανε αυτή τη πλειοψηφία ούτε σε αυτή τη ψηφοφορία ακολουθούσε πέμπτη ψηφοφορία στην οποία η εκλογή γινόταν με την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών, ήτοι 151 έδρες[3]. Τέλος αν ούτε σε αυτή τη περίπτωση επιτυγχάνονταν η απαιτούμενη πλειοψηφία ακολουθούσε νέα ψηφοφορία και η εκλογή γινόταν με τη σχετική πλειοψηφία[3]. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος του 2019, για την εκλογή του/της Προέδρου της Δημοκρατίας προβλέπονται και πάλι έξι ψηφοφορίες αλλά δε διενεργούνται πλέον εκλογές αν δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία στη τρίτη ψηφοφορία.
Η θητεία του/της Προέδρου της Δημοκρατίας μπορεί να παραταθεί σε περίπτωση πολέμου ή μη εκλογής εγκαίρως νέου/νέας Προέδρου[4]. Η αναπλήρωση δεν συνιστά λόγο εκλογής νέου/νέας Προέδρου και ενεργείται από τον/την Πρόεδρο της Βουλής, σε περίπτωση δε που αυτή έχει διαλυθεί, από τον/την Πρόεδρο της τελευταίας Βουλής και, αν αυτός/αυτή αρνείται ή δεν υπάρχει, από την Κυβέρνηση συλλογικά. Όσο διαρκεί η αναπλήρωση, ο αναπληρωτής/η αναπληρώτρια Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν μπορεί να κάνει χρήση όλων των προεδρικών αρμοδιοτήτων.
Οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας σήμερα είναι πολύ λίγες και μικρές σε σχέση με πριν την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπουν καμία ουσιαστική ανάμειξη του στις πολιτικές εξελίξεις, δίνοντας του έναν καθαρά συμβολικό ρόλο. Η ουσιαστική εξουσία ασκείται από τον Πρόεδρο της Κυβέρνησης.
Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του συγκαταλέγονται ο διορισμός του Πρωθυπουργού, των λοιπών μελών της Κυβέρνησης και των υφυπουργών, η ανάθεση διερευνητικών εντολών για τη δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαύει της εμπιστοσύνης της Βουλής, η απαλλαγή της Κυβέρνησης από τα καθήκοντά της, η σύγκληση της Βουλής σε σύνοδο, η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη εκλογών, η έκδοση και δημοσίευση των ψηφισμένων από τη Βουλή νομοσχεδίων ή προτάσεων νόμου προκειμένου να καταστούν νόμοι του κράτους, η αναπομπή στη Βουλή ψηφισμένου νομοσχεδίου ή πρότασης νόμου, η έκδοση διαταγμάτων και πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, η προκήρυξη δημοψηφίσματος, η απαγγελία διαγγελμάτων προς το λαό και η χάρη, μετατροπή ή μετριασμός των ποινών που έχουν επιβληθεί από τα δικαστήρια. Πρέπει να τονιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 35 του Συντάγματος, σε κάθε περίπτωση, εκτός συγκεκριμένων εξαιρέσεων, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του δεν ενεργεί ποτέ μόνος του, αλλά πάντοτε με την προσυπογραφή του αρμοδίου υπουργού, ο οποίος είναι και ο μόνος πολιτικά υπεύθυνος.
Για τις πράξεις του ο Πρόεδρος ευθύνεται ποινικά μόνο για αυτές που συνιστούν εσχάτη προδοσία ή παραβίαση με πρόθεση του Συντάγματος (Σύντ. άρθρο 49, ν. 265/1976). Για άλλα αδικήματα, που δε σχετίζονται με την άσκηση των καθηκόντων του, η δίωξη αναστέλλεται μέχρι τη λήξη της θητείας του. Η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να τον παραπέμπει σε δίκη με σκοπό την τιμωρία του [κάθειρξη (μόνο για εσχάτη προδοσία), έκπτωση από το αξίωμα, αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων]. Για να υποβληθεί πρόταση για παραπομπή σε δίκη του Προέδρου της Δημοκρατίας απαιτούνται 100 υπογραφές βουλευτών, ενώ για να γίνει δεκτή αυτή απαιτείται πλειοψηφία των 2/3 του συνόλου των βουλευτών, δηλαδή 200. Σε περίπτωση αποδοχής της πρότασης από τη Βουλή, παραπέμπεται στο Ειδικό Δικαστήριο που δικάζει και τους υπουργούς κατά το άρθρο 86 και αναπληρώνεται μέχρι την έκδοση απαλλακτικής απόφασης.
Η Προεδρία της Δημοκρατίας είναι μια αυτοτελής δημόσια υπηρεσία, η οποία τελεί υπό τη διεύθυνση Γενικού Γραμματέα, ο οποίος έχει το προβάδισμα έναντι όλων των Γενικών Γραμματέων του κράτους, και της οποίας το προσωπικό διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, χωρίς υπουργική προσυπογραφή. Σκοπός της είναι η υποβοήθηση και εξυπηρέτηση του Προέδρου της Δημοκρατίας στην άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του. Διαρθρώνεται στο Ιδιαίτερο Γραφείο του Προέδρου, το Νομικό Γραφείο, το Διπλωματικό Γραφείο, το Στρατιωτικό Γραφείο, στο οποίο υπάγεται και η Προεδρική Φρουρά, το Γραφείο Διοικητικών Υποθέσεων και το Γραφείο Οικονομικών Υποθέσεων.
Οι υπηρεσίες της Προεδρίας στεγάζονται στο Προεδρικό Μέγαρο, που βρίσκεται επί της οδού Ηρώδου Αττικού, και στο μέγαρο στη συμβολή των οδών Βασιλέως Γεωργίου Β΄ και Στησιχόρου.
Μετά το δημοψήφισμα του 1974 και την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης δημοκρατίας, κατά την πρώτη εκλογική διαδικασία ο Μιχαήλ Στασινόπουλος εξελέγη από τη Βουλή προσωρινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 206 ψήφους. Διαδέχθηκε τον Φαίδωνα Γκιζίκη, ο οποίος είχε παραμείνει προσωρινά στη θέση του Προέδρου μετά την πτώση της δικτατορίας. Την άσκηση των προεδρικών αρμοδιοτήτων, σε αναμονή νέου συντάγματος, ρύθμισε ψήφισμα της Βουλής.
18 Δεκεμβρίου 1974 | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Μιχαήλ Στασινόπουλος (Νέα Δημοκρατία) | Ναι | 206 | |||||||
Όχι | 74 | ||||||||
Λευκά | 8 | ||||||||
Άκυρα | 3 | ||||||||
Απόντες | 9 | ||||||||
Σύνολο | 300 |
Με την κατάρτιση και θέση σε ισχύ του νέου Συντάγματος της χώρας το 1975, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εξελέγη στο αξίωμα υποστηριζόμενος από το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, συγκεντρώνοντας 210 ψήφους, πιθανότατα προερχόμενες από τους βουλευτές της Ν.Δ. που είχε 215 έδρες στο Κοινοβούλιο σε σύνολο 295 εδρών. Αντίπαλος του ήταν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που υποστηρίχθηκε από την Ένωση Κέντρου - Νέες Δυνάμεις, ενώ το ΠΑ.ΣΟ.Κ. και η Ενωμένη Αριστερά ψήφισαν λευκό.
19 Ιουνίου 1975 | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κωνσταντίνος Τσάτσος (Νέα Δημοκρατία) | 210 | ||||||||
Παναγιώτης Κανελλόπουλος (Ένωσις Κέντρου - Νέες Δυνάμεις) | 65 | ||||||||
Λευκά | 20 | ||||||||
Απόντες | 5 | ||||||||
Σύνολο | 300 |
Τον Κωνσταντίνο Τσάτσο διαδέχθηκε το 1980 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος πρώτα παραιτήθηκε από την πρωθυπουργία. Για την εκλογή του πραγματοποιήθηκαν τρεις ψηφοφορίες. Στην πρώτη συγκέντρωσε 179 ψήφους (175 έδρες είχε η Νέα Δημοκρατία), στη δεύτερη 181 και στην τρίτη 183 ψήφους. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. απείχε και από τις τρεις ψηφοφορίες, το Κ.Κ.Ε. ψήφισε λευκό, ενώ η Εθνική Παράταξις υπέρ του.[5] Οι βουλευτές της Ε.ΔΗ.Κ. δεν είχαν ξεκάθαρη θέση, καθώς μερικοί ψήφισαν υπέρ και μερικοί κατά.
23 και 29 Απριλίου και 5 Μαΐου 1980 | Α' ψηφοφορία[6] | Β' ψηφοφορία[6] | Γ' ψηφοφορία[6] | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κωνσταντίνος Καραμανλής (Ν.Δ.) | 179 | 181 | 183 | ||||||
Γεώργιος Μυλωνάς (ΚΟΔΗΣΟ) | 4 | 3 | 3 | ||||||
Λεωνίδας Κύρκος (ΚΚΕ Εσωτερικού) | 1 | 1 | 1 | ||||||
Φαίδων Βεγλερής (ΕΔΑ) | 1 | 1 | 1 | ||||||
Νικήτας Βενιζέλος (ΕΔΗΚ) | 3 | – | – | ||||||
Ηλίας Ηλιού (ΕΔΑ) | 1 | – | – | ||||||
Στέλιος Παπαθεμελής (Ανεξάρτητος) | – | 1 | 1 | ||||||
Ιωάννης Ζίγδης (ΕΔΗΚ) | – | – | 4 | ||||||
Λευκά | 15 | 13 | 12 | ||||||
Άρνηση ψήφου | 92 | 93 | 93 | ||||||
Απόντες | 4 | 7 | 2 | ||||||
Σύνολο | 300 | 300 | 300 |
Η διαδικασία εκλογής του 1985 θεωρείται ως η πιο επεισοδιακή από όλες που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα. Η ρήξη της 9ης Μαρτίου και η απόφαση του Ανδρέα Παπανδρέου να προτείνει τον Αρεοπαγίτη Χρήστο Σαρτζετάκη ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος με παράλληλη κατάργηση πολλών «υπερεξουσιών» του Προέδρου, η αποκαθήλωση του Καραμανλή από την Προεδρία και η επιλογή του Ανδρέα Παπανδρέου να τον αντικαταστήσει επίτηδες με τον άνθρωπο που θύμιζε την χειρότερη στιγμή των καραμανλικών κυβερνήσεων (δολοφονία Λαμπράκη) προκάλεσαν πολιτικό σεισμό.
Στις τρεις ψηφοφορίες ανέκυψαν δύο διαδικαστικά προβλήματα, τα οποία αφορούσαν την ψήφο του Προέδρου της Βουλής Ιωάννη Αλευρά, που μετά την παραίτηση Καραμανλή ασκούσε καθήκοντα Αναπληρωτή Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας , και το χρώμα των ψηφοδελτίων κατά τη μυστική ψηφοφορία. Συγκεκριμένα στην πρώτη ψηφοφορία συγκεντρώθηκαν 184 ψήφοι υπέρ του Σαρτζετάκη, τον οποίο στήριζαν ΠΑ.ΣΟ.Κ. και Κ.Κ.Ε., ενώ βρέθηκαν και δύο λευκά. Δεδομένου ότι η Νέα Δημοκρατία απείχε, τα λευκά προέρχονταν από την κυβερνητική παράταξη. Στη δεύτερη όμως ψηφοφορία μοιράστηκαν έγχρωμα ψηφοδέλτια γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση της αντιπολίτευσης που διαμαρτυρόταν για ξεκάθαρη παραβίαση της μυστικής ψηφοφορίας. Ο βουλευτής μάλιστα της Ν.Δ., Ελευθέριος Καλογιάννης, άρπαξε την κάλπη από την αίθουσα Ολομέλειας και κρατώντας την στα χέρια του προσπάθησε να τη μεταφέρει στην αίθουσα των γραφείων της Ν.Δ.. Στις αιτιάσεις της Ν.Δ. για τη νομιμότητα της διαδικασίας, ο προεδρεύων αντιπρόεδρος Μιχαήλ Στεφανίδης απάντησε ότι το Σύνταγμα απαιτεί τα ψηφοδέλτια να είναι ομοιόμορφα, όμως πουθενά δεν αναφέρει ότι πρέπει να είναι και ομοιόχρωμα. Στη δεύτερη ψηφοφορία ο Χρήστος Σαρτζετάκης συγκέντρωσε 181 ψήφους, ενώ στην τρίτη και τελευταία 180 ψήφους, την οριακή δηλαδή πλειοψηφία που απαιτείται από το Σύνταγμα.
Και ενώ όλα αυτά συνέβαιναν μέσα στο κτήριο της Βουλής, έξω από αυτό είχε συγκεντρωθεί πλήθος από φανατικούς οπαδούς του ΠΑ.ΣΟ.Κ. που κρατούσαν στα χέρια τους την εφημερίδα Αυριανή και τραγουδούσαν υβριστικά και απαξιωτικά συνθήματα κατά του Καραμανλή.[7]
Μετά την εκλογή Σαρτζετάκη, η Νέα Δημοκρατία αμφισβήτησε το δικαίωμα ψήφου του Προέδρου της Βουλής, Ιωάννη Αλευρά, καθώς ασκούσε καθήκοντα Προέδρου της Δημοκρατίας αναπληρώνοντας τον παραιτηθέντα Κωνσταντίνο Καραμανλή, και την αξίωσή της υποστήριξαν γνωστοί συνταγματολόγοι όπως ο Αριστόβουλος Μάνεσης.
Αντίθετα, ο καθηγητής Γεώργιος Κασιμάτης και ο νεαρός τότε Ευάγγελος Βενιζέλος υποστήριξαν την ερμηνεία του Συντάγματος που τελικά επικράτησε πολιτικά, ότι δηλαδή ο Πρόεδρος της Βουλής που αναπληρώνει τη χηρεύουσα θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει δικαίωμα να ψηφίσει ως βουλευτής κατά τη διαδικασία εκλογής του νέου Προέδρου.[5][7] Η υπόθεση έφτασε και στη δικαιοσύνη, με την ολομέλεια του ΣτΕ να κρίνει το απαράδεκτο του ευθέως δικαστικού ελέγχου της εκλογής του Προέδρου[8] και το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών να κρίνει παρεμπιπτόντως ότι η εκλογή Προέδρου υπήρξε παράτυπη και ισοδυναμούσε με κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας,[9] ενώ θεώρησε ότι η επακόλουθη πολιτική νομιμοποίηση (κατόπιν της νίκης του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1985) δεν αναιρούσε την αντισυνταγματικότητα της πράξης.[10]
Κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος το 1986, η μυστική ψηφοφορία αντικαταστάθηκε από ονομαστική.
17, 23 και 29 Μαρτίου 1985 | Α' ψηφοφορία[6] | Β' ψηφοφορία[6] | Γ' ψηφοφορία[6] | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Χρήστος Σαρτζετάκης (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ) | 178 | 181 | 180 | ||||||
Λευκά | 3 | 1 | 1 | ||||||
Άκυρα | 3 | 3 | 5 | ||||||
Άρνηση ψήφου | 113 | 110 | 112 | ||||||
Απόντες | 3 | 5 | 2 | ||||||
Σύνολο | 300 | 300 | 300 |
Τον Σαρτζετάκη διαδέχθηκε το 1990 στο προεδρικό αξίωμα για δεύτερη φορά ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος κατάφερε να εκλεγεί στην πέμπτη ψηφοφορία με 153 ψήφους, αφού είχε ήδη πραγματοποιηθεί διάλυση της Βουλής λόγω της αποτυχίας να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε τρεις ψηφοφορίες. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. υποστήριξε τον Ιωάννη Αλευρά, ενώ ο Συνασπισμός τον Κωνσταντίνο Δεσποτόπουλο[5]. Η επιστροφή του Καραμανλή στην Προεδρία ήταν απαίτηση της βάσης του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, που σε εκείνη την συγκυρία ήταν πρώτο κόμμα, αλλά ούτε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ούτε ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ενθουσιασμένοι με την επιστροφή Καραμανλή[εκκρεμεί παραπομπή].
19 και 25 Φεβρουαρίου, 3 Μαρτίου, 30 Απριλίου και 4 Μαΐου 1990 | Α' | Β' | Γ' | Δ' | Ε' | ||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κωνσταντίνος Καραμανλής (Νέα Δημοκρατία) | – | – | – | 149 | 153 | ||||
Ιωάννης Αλευράς (ΠΑΣΟΚ) | – | 127 | 128 | 123 | 125 | ||||
Χ. Σαρτζετάκης (ΠΑΣΟΚ, Συνασπισμός) | 151 | 21 | 21 | – | – | ||||
Κ. Δεσποτόπουλος (Συνασπισμός) | – | – | – | 21 | 21 | ||||
«Παρών» | 148 | 148 | 148 | 1 | 1 | ||||
«Απών» | 1 | 0 | 2 | 0 | 0 | ||||
Απόντες | 0 | 4 | 1 | 6 | 0 | ||||
Σύνολο | 300 | 300 | 300 | 300 | 300 |
24 Φεβρουαρίου, 2 και 8 Μαρτίου 1995 | Α' | Β' | Γ' | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κωστής Στεφανόπουλος (Πολιτική Άνοιξη, ΠΑ.ΣΟ.Κ.) | 181 | 181 | 181 | ||||||
Αθανάσιος Τσαλδάρης (Νέα Δημοκρατία) | 109 | 108 | 109 | ||||||
«Παρών» | 10 | 8 | 10 | ||||||
Απόντες | 0 | 3 | 0 | ||||||
Σύνολο | 300 | 300 | 300 |
8 Φεβρουαρίου 2000 | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κωστής Στεφανόπουλος (ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία) | 269 | ||||||||
Λεωνίδας Κύρκος (Συνασπισμός) | 10 | ||||||||
«Παρών» | 19 | ||||||||
Απόντες | 2 | ||||||||
Σύνολο | 300 |
Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (2005) | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Κάρολος Παπούλιας (Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ) | 279 | ||||||||
«Παρών» | 17 | ||||||||
Απόντες | 4 | ||||||||
Σύνολο | 300 |
Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (2010) | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Υποψήφιος Πρόεδρος | Προτάθηκε από | Στηρίχθηκε από | Ψηφοφορία 3 Φεβρουαρίου 2010 | ||||||
Κάρολος Παπούλιας | ΠΑΣΟΚ | ΠΑΣΟΚ, Νέα Δημοκρατία, ΛΑΟΣ |
266 | ||||||
«Παρών» | 32 | ||||||||
Απόντες | 2 | ||||||||
Σύνολο | 300 |
Στις 17, 23 και 29 Δεκεμβρίου 2014 η Βουλή δεν κατάφερε να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έτσι η Ελλάδα οδηγήθηκε σε βουλευτικές εκλογές στις 25 Ιανουαρίου του επόμενου έτους.
Στις 17 Φεβρουαρίου προτάθηκε από τις κοινοβουλευτικές ομάδες των Ανεξαρτήτων Ελλήνων και του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ο Προκόπης Παυλόπουλος, ο οποίος υποστηρίχθηκε και από τη Νέα Δημοκρατία. Επίσης από τις κοινοβουλευτικές ομάδες του Ποταμιού και του ΠΑ.ΣΟ.Κ. προτάθηκε ο Νίκος Αλιβιζάτος. Ο Παυλόπουλος έλαβε 233 ψήφους, ο Αλιβιζάτος 30 και παρών ψήφισαν 32 βουλευτές. Πρόεδρος εξελέγη ο Προκόπης Παυλόπουλος.
Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (2014-2015) | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Υποψήφιος Πρόεδρος | Προτάθηκε από | Στηρίχθηκε από | Α' Ψηφοφορία 17 Δεκεμβρίου 2014 |
Β' Ψηφοφορία 23 Δεκεμβρίου 2014 |
Γ' Ψηφοφορία 29 Δεκεμβρίου 2014 |
Δ' Ψηφοφορία 18 Φεβρουαρίου 2015 | |||
Προκόπης Παυλόπουλος | ΣΥΡΙΖΑ, Ανεξάρτητοι Έλληνες |
ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Δημοκρατία, Ανεξάρτητοι Έλληνες |
– | – | – | 233 | |||
Νίκος Αλιβιζάτος | Το Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ |
Το Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ |
– | – | – | 30 | |||
Σταύρος Δήμας | Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ |
Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ |
160 | 168 | 168 | – | |||
«Παρών» | 135 | 131 | 132 | 32 | |||||
Απόντες | 5 | 1 | 0 | 5 | |||||
Σύνολο | 300 | 300 | 300 | 300 |
Εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας (2020) | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Υποψήφιος/α Πρόεδρος | Προτάθηκε από | Στηρίχθηκε από | Ψηφοφορία 22 Ιανουαρίου 2020 | ||||||
Κατερίνα Σακελλαροπούλου | Νέα Δημοκρατία |
Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ, Κίνημα Αλλαγής |
261 | ||||||
«Παρών» | 33 | ||||||||
Απόντες | 6 | ||||||||
Σύνολο | 300 |