Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου (γερμανικά: Mauerfall) συνετελέσθη στις 9 Νοεμβρίου 1989, κατά τη διάρκεια της Ειρηνικής Επανάστασης, σηματοδότησε την αρχή της καταστροφής του Τείχους του Βερολίνου και του Σιδηρούν Παραπετάσματος τερματίζοντας περιορισμούς όπως ήταν η απαγόρευση διέλευσης στο Ανατολικό Βερολίνο. Η επίσημη κατεδάφιση ξεκίνησε τον επόμενο Ιούνιο. Ήταν ένα από τα γεγονότα που σήμαναν την αρχή της πτώσης του κομμουνισμού στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κηρύχθηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Μάλτας στις αρχές Δεκεμβρίου και η επανένωση της Γερμανίας πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του επόμενου έτους.
Είχε προηγηθεί το άνοιγμα του Σιδηρούν Παραπετάσματος μεταξύ Αυστρίας και Ουγγαρίας στο Πανευρωπαϊκό Πικ-νικ στις 19 Αυγούστου 1989 και σήμανε την αρχή αλυσιδωτών ειρηνικών αντιδράσεων. Μετά το "πικνίκ", το οποίο βασίστηκε σε μια ιδέα του Όθωνος των Αψβούργων για να προκαλέσει την αντίδραση της ΕΣΣΔ και του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο άνοιγμα των συνόρων, δεκάδες χιλιάδες Ανατολικογερμανοί ενημερωμένοι από τα μέσα ενημέρωσης ξεκίνησαν για την Ουγγαρία. Ο Έριχ Χόνεκερ υπαγόρευσε στην Daily Mirror για το Πανευρωπαϊκό Πικ-νικ: «Οι Αψβούργοι μοίρασαν φυλλάδια μακριά στην Πολωνία, στα οποία οι ανατολικογερμανοί παραθεριστές καλούνταν σε ένα πικνίκ. Όταν έφτασαν στο πικνίκ, τους έδιναν δώρα, φαγητό και μάρκο. , και μετά πείστηκαν να έρθουν στη Δύση». Η ηγεσία της ΛΔΓ στο Ανατολικό Βερολίνο δεν τόλμησε να μπλοκάρει εντελώς τα σύνορα της χώρας και η ΕΣΣΔ δεν αντέδρασε. Έτσι, έσπασε το Σιδηρούν Παραπέτασμα. [1][2][3][4][5][6]
Μετά το καλοκαίρι του 1989, στις αρχές Νοεμβρίου οι πρόσφυγες έβρισκαν το δρόμο τους προς την Ουγγαρία μέσω της Τσεχοσλοβακίας ή μέσω της δυτικογερμανικής πρεσβείας στην Πράγα. Στις 30 Σεπτεμβρίου, μετά από διαπραγματεύσεις με την Ανατολική Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση, ο υπουργός Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας Hans-Dietric΅:h Genscher πήγε στην πρεσβεία της Πράγας για να ενημερώσει προσωπικά τους χιλιάδες πρόσφυγες ότι τους επετράπη να φύγουν για τη Δυτική Γερμανία. Η μετανάστευση ήταν αρχικά ανεκτή λόγω μακροχρόνιων συμφωνιών με την κομμουνιστική κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας, που επέτρεπαν την ελεύθερη μετακίνηση στα κοινά τους σύνορα. Ωστόσο, αυτή η μετακίνηση ανθρώπων μεγεθύνθηκε τόσο πολύ που προκάλεσε δυσκολίες και στις δύο χώρες.
Στις 18 Οκτωβρίου 1989, ο ηγέτης του ΕΣΚΓ, Έριχ Χόνεκερ, παραιτήθηκε υπέρ του Κρεντς. Ο Χόνεκερ ήταν βαριά άρρωστος και εκείνοι που ήθελαν να τον αντικαταστήσουν ήταν αρχικά πρόθυμοι να περιμένουν μια «βιολογική λύση», αλλά μέχρι τον Οκτώβριο ήταν πεπεισμένοι ότι η πολιτική και οικονομική κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Αν και ο Krenz υποσχέθηκε μεταρρυθμίσεις στην πρώτη δημόσια ομιλία του[7], θεωρήθηκε από το ανατολικογερμανικό κοινό ότι ακολουθούσε τις πολιτικές του προκατόχου του και οι διαδηλώσεις που απαιτούσαν την παραίτησή του συνεχίστηκαν. Παρά τις υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις, η κοινή δυσαρέσκεια προς το καθεστώς συνεχίστηκε.
Την 1η Νοεμβρίου, ο Krenz ενέκρινε το άνοιγμα εκ νέου των συνόρων με την Τσεχοσλοβακία, τα οποία είχαν σφραγιστεί για να αποτραπεί η φυγή των Ανατολικογερμανών στη Δυτική Γερμανία. Στις 6 Νοεμβρίου, το Υπουργείο Εσωτερικών δημοσίευσε ένα προσχέδιο νέων ταξιδιωτικών κανονισμών, που επέφεραν αισθητικές αλλαγές στους κανόνες της εποχής Χόνεκερ, αφήνοντας αδιαφανή τη διαδικασία έγκρισης και διατηρώντας αβεβαιότητα σχετικά με την πρόσβαση σε ξένο νόμισμα. Το προσχέδιο εξόργισε τους απλούς πολίτες και καταγγέλθηκε ως «σκοπυίδι» από τον δήμαρχο του Δυτικού Βερολίνου, Ουώλτερ Μπόμπερ. Εκατοντάδες πρόσφυγες συνωστίστηκαν στα σκαλιά της πρεσβείας της Δυτικής Γερμανίας στην Πράγα, εξοργίζοντας τους Τσεχοσλοβάκους, οι οποίοι απείλησαν να κλείσουν τα σύνορα Ανατολικής Γερμανίας-Τσεχοσλοβακίας.[8] Στις 7 Νοεμβρίου, ο Κρεντς ενέκρινε την παραίτηση του πρωθυπουργού Γουίλι Στοφ και των δύο τρίτων του Πολιτικού Γραφείου. Ωστόσο, ο Krenz επανεξελέγη ομόφωνα ως Γενικός Γραμματέας από την Κεντρική Επιτροπή.
Η ανακοίνωση των κανονισμών που οδήγησαν στην πτώση, έλαβαν χώρα σε μια ωριαία συνέντευξη Τύπου με επικεφαλής τον Γκύντερ Σαμπόφσκι, τον αρχηγό του κόμματος στο Ανατολικό Βερολίνο και τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, που άρχισε στις 19:00 ώρα Ελλάδος στις 9 Νοεμβρίου και μεταδόθηκε ζωντανά στο Deutscher Fernsehfunk (Ανατολικογερμανική Κρατική Ραδιοτηλεόραση).
Τα δυτικά πρακτορεία ειδήσεων μέσα σε λίγα λεπτά και η ανατολικογερμανική τηλεόραση αργότερα αναμεταδίδουν τη συνέντευξη και τα νέα αγνοώντας ή ξεκαθαρίζοντας με δική τους πρωτοβουλία τις ασάφειες και συνοψίζοντας την είδηση στο γεγονός ότι το τείχος άνοιξε. Οι Ανατολικοβερολινέζοι ακούν τις ειδήσεις από το Δυτικό Βερολίνο, βγαίνουν ο ένας μετά τον άλλο στους δρόμους και κατευθύνονται προς το τείχος. Εκεί συναντούν τους έκπληκτους συνοριοφύλακες και το προσωπικό ελέγχου διαβατηρίων, που δεν είχαν ιδέα για τη νέα ρύθμιση και είχαν τόσα χρόνια εκπαιδευτεί να θεωρούν το τείχος ιερό και απαραβίαστο. Αρχικά καλούν τον κόσμο να φύγει και να απευθυνθεί την επόμενη μέρα στις υπηρεσίες έκδοσης διαβατηρίων. Το πλήθος όμως αυξάνεται συνεχώς και αρχίζει να χάνει την υπομονή του. Μπροστά στον κίνδυνο να λιντσαριστούν από τις μάζες το προσωπικό του μεθοριακού φυλακίου Μπόρνχόλμερ Στράσε (Bornholmer Straße) ανοίγει τις πύλες στις 23:00. Σύντομα ακολουθούν και άλλα φυλάκια. Οι εικόνες που μεταδίδονται από την τηλεόραση ενθαρρύνουν και άλλους Ανατολικοβερολινέζους να κατέβουν στο τείχος πεζοί ή με αυτοκίνητα και να δοκιμάσουν μια βόλτα στο Δυτικό Βερολίνο. Μέχρι το πρωί της 10ης Νοεμβρίου όλες οι πύλες του τείχους έχουν ανοίξει διάπλατα και οι πολίτες τις περνούν χωρίς κανένα έλεγχο.
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δέχτηκαν τους πολίτες της ΛΔΓ με ενθουσιασμό. Μόλις έγινε γνωστό ότι άνοιξε το τείχος, η δυτικογερμανική Ομοσπονδιακή Βουλή στη Βόννη διέκοψε τη συνεδρίαση, που αφορούσε στη συζήτηση του προϋπολογισμού. Μερικοί βουλευτές έψαλαν αυθόρμητα τον Εθνικό Ύμνο.