Τα Πυανόψια ή Πυανέψια ήταν γιορτή στην αρχαία Αθήνα προς τιμήν του Απόλλωνα με αναίμακτη θυσία καρπών και φρούτων, των πρώτων καρπών μετά τη συγκομιδή.
Στην κλασική εποχή, τα Πυανόψια αποτελούσαν μέρος της γιορτής των Θησείων. Ο Λυκούργος αναφέρει πως στην Αθήνα η γιορτή αποκαλούνταν Πυανόψια, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες την αποκαλούσαν Πανόψια[1], διότι «φαίνονταν όλοι οι καρποί» (πάντας τοὺς καρποὺς τῇ ὄψει).
Σύμφωνα με την παράδοση, το έθιμο αυτό καθιερώθηκε από τον Θησέα όταν ξεκίνησε για την Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Καθ' οδόν σταμάτησε στην Δήλο και έκανε θυσία στον Απόλλωνα, λέγοντας ότι σε περίπτωση που κερδίσει την μάχη με τον Μινώταυρο θα του προσέφερε στολισμένα κλαδιά ελιάς για να τον ευχαριστήσει. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του, ο Θησέας εκπλήρωσε την υπόσχεσή του με αυτό τον θεσμό. Κατά το ταξίδι του γυρισμού, τα τρόφιμα στο καράβι είχαν τελειώσει. Έτσι την έβδομη μέρα, οι σύντροφοι του Θησέα μάζεψαν ό,τι μπορούσαν να βρουν και τα μαγείρεψαν κάνοντας φασολάδα.[2]
Ύμνος κατά τα Πυανέψια[2]
Η γιορτή γινόταν στις 7 του ομώνυμου μήνα. Η ετυμολογία της λέξης σημαίνει «ημέρα της φασολάδας» (πύανα/κύανα, κύαμοι=κουκιά).[3] Έβραζαν κάθε είδους όσπρια μαζί με κριθάρι και κάναν φασολάδα, από την οποία προσέφεραν μια πιατέλα στον θεό Απόλλωνα,[4] τον Ήλιο, την Αθηνά και τις Ώρες.
Κατά τη διάρκεια της γιορτής γινόταν πομπή κοντά στο ναό του Απόλλωνα. Στόλιζαν την ειρεσιώνη, ένα είδος κλαδιού ελιάς ή δάφνης, όμοια με το σημερινό χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το όνομα του στολισμένου αυτού κλαδιού προέρχεται από τα μάλλινα (είριον=μαλί) κορδελάκια λευκού και πορφυρού χρώματος που του κρεμάγανε μαζί με μπισκοτάκια από μέλι, λάδι και κρασί. Με το δεντράκι αυτό οι άνθρωποι ευχαριστούσαν τον Απόλλωνα για την καλή σοδειά του καλοκαιριού και εύχονταν ο ερχόμενος χρόνος να είναι επίσης ευνοϊκός. Άλλη ονομασία της ειρεσιώνης ήταν ικετηρία (από το ικετεύω, παρακαλώ).
Ένας νεαρός του οποίου οι γονείς ήταν ακόμα εν ζωή (παίς αμφιθαλής) περιέχυνε την ειρεσιώνη με κρασί από έναν τελετουργικό αμφορέα και κρεμούσε το δεντράκι στην πύλη του ναού του Απόλλωνα.
Σύμφωνα με άλλες πηγές (π.χ. Αριστοφάνης), την ειρεσιώνη την κρεμούσαν και στα σπίτια,[5] ιδίως στα αγροτικά, στην πόρτα του σπιτιού, και το άφηναν εκεί έναν ολόκληρο χρόνο μέχρι να το ανανεώσουν με ένα νέο κλαδί. Το παλιό το έκαιγαν.