Έκδοση του 1914 | |
Συγγραφέας | Τζορτζ Μπέρναρντ Σω |
---|---|
Τίτλος | Pygmalion |
Υπότιτλος | A Romance in Five Acts |
Γλώσσα | Αγγλικά |
Ημερομηνία δημιουργίας | 1912 |
Ημερομηνία δημοσίευσης | 1913 |
Μορφή | θεατρικό έργο |
Τόπος | Λονδίνο |
LC Class | OL1066524W[1] |
Προηγούμενο | Ο Ανδροκλής και το λιοντάρι |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Πυγμαλίων (αγγλικός τίτλος: Pygmalion) είναι θεατρικό έργο του Τζορτζ Μπέρναρντ Σω βασισμένο στον μύθο του Πυγμαλίωνα όπως τον αποτύπωσε ο Οβίδιος. Το έργο έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στις 16 Οκτωβρίου 1913 στο Εθνικό Θέατρο της Βιέννης και τον επόμενο χρόνο στο Λονδίνο.[2]
Το 1938 κυκλοφόρησε η ομώνυμη ταινία, που κέρδισε το Όσκαρ καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου, που σήμαινε την απονομή Όσκαρ για πρώτη φορά στην ιστορία σε κάποιον ήδη βραβευμένο και με Νόμπελ λογοτεχνίας (το 1925). Το 1956, το έργο διασκευάσθηκε σε μιούζικαλ και το 1964 έγινε η μουσική ταινία Ωραία μου Κυρία, εμπνευσμένη επίσης από αυτό το έργο, που βραβεύτηκε με όσκαρ καλύτερης ταινίας και συνολικά κέρδισε 8 Όσκαρ. Και στις δύο διασκευές, το τέλος παρουσιάζει έναν ρομαντικό έρωτα που παραπέμπει στον αρχαίο μύθο. Στο θεατρικό έργο, ωστόσο, ο Σω δεν έδωσε τέτοια τρυφερή κατάληξη μεταξύ καθηγητή και μαθήτριας.[3]
Το έργο αφηγείται την ιστορία του καθηγητή Χένρι Χίγκινς, ενός διανοούμενου γλωσσολόγου που στοιχηματίζει ότι μπορεί να κάνει μια φτωχή πλανόδια πωλήτρια λουλουδιών να συμπεριφέρεται σαν κυρία του καλού κόσμου, μαθαίνοντάς της να μιλά με την προφορά της υψηλής κοινωνίας του Λονδίνου. Τα καταφέρνει και κερδίζει το στοίχημα. Ωστόσο, καθώς ο Χίγκινς της φέρεται σαν υπηρέτρια, εκείνη τον εγκαταλείπει. Το έργο τελειώνει εδώ.
Όπως ο Πυγμαλίων του Οβίδιου ερωτεύεται το άψυχο έργο τέχνης του, έτσι και ο Χίγκινς λατρεύει τη δημιουργία του, αλλά όχι το ίδιο το πρόσωπο, μόνο το γλωσσικό έργο τέχνης που έχει δημιουργήσει. Ο Χίγκινς δεν αγαπά την Ελίζα, αγνοεί τις ανθρώπινες ανάγκες της και δεν τη βλέπει ως ίση. (Πίκερινγκ: Σου περνάει από το μυαλό, Χίγκινς, ότι το κορίτσι έχει κάποια συναισθήματα; Χίγκινς: Ω, όχι, δεν νομίζω. Δεν υπάρχουν συναισθήματα για να ανησυχείς.)[4]
Λονδίνο, 1912. Για να προστατευθούν από μια έντονη καλοκαιρινή μπόρα, πολλοί άνθρωποι έχουν συγκεντρωθεί κάτω από τις κολώνες της εκκλησίας του Αγίου Παύλου στο Κόβεντ Γκάρντεν. Ανάμεσά τους, μια εκλεπτυσμένη κυρία με την κόρη και τον γιο της Φρέντι, όλοι με βραδινή ενδυμασία, βγαίνουν από την Όπερα. Όπως πολλοί άλλοι, περιμένουν ταξί για να τους πάει σπίτι. Ο Φρέντι πέφτει κατά λάθος σε μια νεαρή κοπέλα που πουλάει λουλούδια, την Ελίζα Ντούλιτλ και τα λουλούδια πέφτουν στο έδαφος. Από ευπρέπεια η μητέρα αποζημιώνει το κορίτσι. Εμφανίζεται ο συνταγματάρχης Πίκερινγκ. Ενώ η Ελίζα προσπαθεί να του πουλήσει λουλούδια, ένας περαστικός την ενημερώνει ότι κάποιος καταγράφει όλα όσα λέει. Ο άντρας είναι ο Χένρι Χίγκινς, διάσημος καθηγητής φωνητικής. Η Ελίζα ανησυχεί μήπως είναι αστυνομικός και δεν ηρεμεί μέχρι να συστηθεί ο Χίγκινς. Γρήγορα γίνεται φανερό ότι αυτός και ο συνταγματάρχης Πίκερρινγκ έχουν κοινό ενδιαφέρον για τη φωνητική και την γλωσσολογία και έναν έντονο αμοιβαίο θαυμασμό. Ο Πίκερινγκ έχει έρθει από την Ινδία για να συναντήσει τον Χίγκινς και ο Χίγκινς σχεδίαζε να πάει στην Ινδία για να συναντήσει τον Πίκερινγκ. Ο Χίγκινς λέει στον Πίκερινγκ ότι θα μπορούσε να μετατρέψει τη φτωχή κοπέλα, που είναι εμφανώς αμόρφωτη και μιλάει με λαϊκή προφορά χρησιμοποιώντας χυδαίες εκφράσεις, απλώς μαθαίνοντάς της να μιλάει σωστά. Συμφωνούν να συναντηθούν στο σπίτι του Χίγκινς το επόμενο πρωί.[5]
Η συζήτηση που άκουσε πυροδοτεί το ενδιαφέρον της Ελίζας, η οποία εμφανίζεται απροειδοποίητα το επόμενο πρωί στον καθηγητή Χίγκινς, που βρίσκεται με τον Πίκερινγκ στο γραφείο του. Του ζητά να της παραδώσει μαθήματα: θα ήθελε να γίνει πιο ευγενική για να μπορεί να εργαστεί σε ένα ανθοπωλείο και επομένως να μάθει σωστά αγγλικά. Ο Χίγκινς είναι διστακτικός στην αρχή, αλλά μετά βλέπει την ευκαιρία να επιδείξει τις ικανότητές του. Ο Πίκερινγκ προτείνει ένα στοίχημα στον φίλο του: να κάνει την Ελίζα γυναίκα του κόσμου και να τη συστήσει στο χορό της πρεσβείας που θα γίνει λίγους μήνες αργότερα. Παρά την απροθυμία της οικονόμου του κυρίας Πιρς και της Ελίζας, ο Χίγκινς δέχεται αμέσως. Η Ελίζα πρέπει τώρα να αλλάξει ρούχα και να πλυθεί καλά και βιώνει για πρώτη φορά τι σημαίνει πλούσια και πολυτελής ζωή. Εν τω μεταξύ, ο πατέρας της Ελίζας εμφανίζεται και απαιτεί πληρωμή για να αφήσει την κόρη του στον Χίγκινς. Αφού του δίνουν πέντε λίρες φεύγει από το σπίτι. Η Ελίζα υποβάλλεται σε εξαντλητική εκπαίδευση. [6]
Είναι ημέρα επίσκεψης στο πολυτελές διαμέρισμα της μητέρας του Χίγκινς. Ο γιος της λέει ότι πριν από περίπου ένα μήνα πήρε «μια φτωχή ανθοπώλισσα» και έβαλε στοίχημα με τον φίλο του τον συνταγματάρχη Πίκερινγκ να κάνει τον λόγο και τη συμπεριφορά της κοινωνικά αποδεκτή. Για δοκιμή, κάλεσε λοιπόν την Ελίζα στο σπίτι της μητέρας του. Φτάνουν οι καλεσμένοι, μεταξύ των οποίων η κυρία Έινσφορντ Χιλ, η κόρη και ο γιος της Φρέντι.
Όταν εμφανίζεται η Ελίζα, αρχικά μιλάει αρκετά επιδέξια για τον καιρό, αλλά μετά - η Ελίζα μπορεί να μιλήσει με εκλεπτυσμένη προφορά αλλά δεν μπορεί να συμμετέχει σε συζητήσεις της υψηλής κοινωνίας - λέει απρεπείς εκφράσεις, για την υποψία της ότι η θεία της «δολοφονήθηκε» και για τον αλκοολικό πατέρα της, οι καλεσμένοι σκανδαλίζονται. Ο Χίγκινς την καλύπτει περνώντας τις παρατηρήσεις της ως «νέου είδους αστεϊσμό», ο Φρέντι την ερωτεύεται. Καθώς η Ελίζα φεύγει, τη ρωτά αν πρόκειται να διασχίσει το πάρκο με τα πόδια και εκείνη απαντά: «Να περπατήσω; Πολύ απίθανο! Θα πάρω ταξί.» [7]
Μετά την αποχώρηση των καλεσμένων, η μητέρα του Χίγκινς, ανήσυχη, τον ρωτά τι θα γίνει με την Ελίζα όταν τελειώσει το πείραμα. Ούτε ο καθηγητής ούτε ο Πίκερινγκ, ο οποίος είναι επίσης παρών, δεν καταλαβαίνουν τις σκέψεις της για το μέλλον της Ελίζας και φεύγουν με αυτοπεποίθηση και ενθουσιασμό για το πώς θα τα πάει η Ελίζα. Η κυρία Χίγκινς εξοργισμένη αναφωνεί: «Άνδρες! Άντρες! Άντρες!!!»
Ο Χίγκινς, ο Πίκερινγκ και η Ελίζα επέστρεψαν από έναν επίσημο χορό (οι τρεις τους μένουν στο σπίτι του Χίγκινς). Η κουρασμένη Ελίζα κάθεται μόνη, σκεπτική και σιωπηλή, ενώ ο Πίκερινγκ συγχαίρει τον Χίγκινς που κέρδισε το στοίχημα. Ο Χίγκινς σαρκαστικά χαρακτηρίζει τη βραδιά «ανόητη κοροϊδία», ευχαριστώντας τον Θεό που τελείωσε και λέγοντας ότι είχε βαρεθεί το όλο θέμα τους τελευταίους δύο μήνες. Η Ελίζα συμπεριφέρθηκε σαν κυρία της υψηλής κοινωνίας και εντυπωσίασε τους πάντες. Ο Χίγκινς και ο Πίκερινγκ πάνε για ύπνο χωρίς καν να τη συγχαρούν. Όταν ο Χίγκινς επιστρέφει στο καθιστικό, η Ελίζα τον κατηγορεί: τη χρησιμοποίησε μόνο για το πείραμά του, αλλά τώρα του είναι άχρηστη. Ο Χίγκινς προσπαθεί να την ηρεμήσει. Της λέει ότι θα μπορούσε να παντρευτεί ή να ανοίξει ανθοπωλείο. Φεύγει από τη σκηνή θυμωμένος και ξαναπάει στο κρεβάτι χτυπώντας την πόρτα.
Το επόμενο πρωί, βρίσκοντας το κρεβάτι της Ελίζας ανέγγιχτο, ο Χίγκινς και ο Πίκερινγκ σπεύδουν στη μητέρα του καθηγητή. Ο Χίγκινς θα ήθελε να κρατήσει την Ελίζα μαζί του, όχι από στοργή ή από έρωτα, αλλά επειδή έχει γίνει απαραίτητη στην καθημερινή του ρουτίνα και την τάξη. Η κυρία Χίγκινς κατηγορεί τον γιο της ότι αναζητά την Ελίζα σαν «χαμένη ομπρέλα».
Στο μεταξύ, ανακοινώνεται η επίσκεψη του πατέρα της Ελίζας, Άλφρεντ Ντούλιτλ. Παραδόξως εμφανίζεται με υπέροχο ντύσιμο και ευχαριστεί τον Χίγκινς. Όταν συναντήθηκαν, εντυπωσιασμένος από την ανορθόδοξη ηθική του, ο Χίγκινς τον σύστησε για αστείο σε έναν πλούσιο Αμερικανό φιλάνθρωπο ως τον «πιο πρωτότυπο κήρυκα ηθικής». Ο Αμερικανός πέθανε και άφησε στον Ντούλιτλ εισόδημα 3.000 λιρών τον χρόνο. Μιας και ανήκε πια στη μεσαία τάξη, αποφάσισε να παντρευτεί τη σύντροφό του (θετή μητέρα της Ελίζας).
Η κυρία Χίγκινς ενημερώνει τελικά τον γιο της ότι η Ελίζα είναι μαζί της, όταν εμφανίζεται, καταπλήσσει τον Πίκερινγκ και εκνευρίζει τον Χίγκινς με την κομψότητα των τρόπων της. Τη ρωτάει αν θα επιστρέψει και του απαντά όχι, αφού ποτέ δεν της έδειξε ούτε θα της δείξει έστω και λίγη στοργή και καλοσύνη. Ο καθηγητής αρνείται να αλλάξει συμπεριφορά απέναντί της, έτσι η Ελίζα ανακοινώνει την απόφασή της να παντρευτεί τον Φρέντι. Όλοι μετά πηγαίνουν στον γάμο του Ντούλιτλ, εκτός από τον Χίγκινς. Το έργο τελειώνει με τον καθηγητή να γελάει όταν σκέφτεται τον γάμο της Ελίζας και του Φρέντι.[8]
Το τέλος του Πυγμαλίωνα προκάλεσε πολλές επικρίσεις: το κοινό, που αναζητούσε ευχάριστη ψυχαγωγία θεωρούσε ότι ένα έργο θα μπορούσε να τελειώνει μόνο με γάμο μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών. Για να αντιδράσει σ' αυτή τη διαμάχη, ο συγγραφέας έγραψε ένα δοκίμιο εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους το θεωρούσε αδύνατο. Το 1938 έστειλε στον παραγωγό της ταινίας μια τελική διασκευή όπου θεωρούσε ότι προσέφερε έναν δίκαιο συμβιβασμό: μια τρυφερή σκηνή αποχαιρετισμού μεταξύ Χίγκινς και Ελίζας, που παρουσίαζε τον Φρέντι και την Ελίζα χαρούμενους στο ανθοπωλείο τους. Τελικά όμως διαπίστωσε ότι ο παραγωγός είχε τακτοποιήσει το ζήτημα του μέλλοντος της Ελίζας με μια ελαφρώς διφορούμενη τελική σκηνή στην οποία η Ελίζα επιστρέφει στο σπίτι του λυπημένου και συλλογισμένου Χίγκινς, που επέτρεπε σκέψεις και εικασίες για αίσιο τέλος.
Το έργο προκάλεσε σκάνδαλο στην Αγγλία επειδή χρησιμοποιούσε υπερβολικές λαϊκές εκφράσεις για τις συνθήκες της εποχής. Η Ελίζα μάλιστα χρησιμοποίησε την τότε χυδαία λέξη bloody («καταραμένο»). Η ηθοποιός κυρία Κάμπελ θεωρήθηκε ότι είχε διακινδυνεύσει την καριέρα της μιλώντας έτσι στη σκηνή. [9]