Το Πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν (αγγλικά:Nuclear program in Iran) περιελάμβανε αρκετές ερευνητικές εγκαταστάσεις, δύο ορυχεία ουρανίου, έναν ερευνητικό αντιδραστήρα και εγκαταστάσεις επεξεργασίας ουρανίου που περιλαμβάνουν τις τρεις γνωστές μονάδες εμπλουτισμού ουρανίου.[1] Το 1970, το Ιράν επικύρωσε τη Συνθήκη Μη Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων[2], καθιστώντας το πυρηνικό πρόγραμμα του θέμα για την Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΔΥΑΕ).
Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 με τη βοήθεια των Ηνωμένων Πολιτειών στο πλαίσιο του προγράμματος Ενέργεια για Ειρήνη.[3] Η συμμετοχή των κυβερνήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Δυτικής Ευρώπης στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν συνεχίστηκε μέχρι την Ιρανική Επανάσταση του 1979 που ανέτρεψε τον τελευταίο Σάχη του Ιράν.[4] Μετά την επανάσταση του 1979, το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς πυρηνικής συνεργασίας με το Ιράν διακόπηκε. Το 1981, Ιρανοί αξιωματούχοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πυρηνική ανάπτυξη της χώρας έπρεπε να συνεχιστεί. Οι διαπραγματεύσεις που πραγματοποιήθηκαν με τη Γαλλία στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και με την Αργεντινή στις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχαν σαν αποτέλεσμα να επιτευχθούν συμφωνίες. Τη δεκαετία του 1990, η Ρωσία δημιούργησε έναν κοινό ερευνητικό οργανισμό με το Ιράν, παρέχοντας στο Ιράν Ρώσους πυρηνικούς επιστήμονες και τεχνικές πληροφορίες.
Στη δεκαετία του 2000, η αποκάλυψη του προγράμματος εμπλουτισμού ουρανίου του Ιράν έθεσε ανησυχίες στη διεθνή κοινότητα ότι ενδέχεται να προορίζεται για μη ειρηνικές χρήσεις. Η ΔΥΑΕ ξεκίνησε έρευνα το 2003 αφού μια ομάδα ιρανών αντιφρονούντων αποκάλυψε αδήλωτες πυρηνικές δραστηριότητες που διεξήγαγε το Ιράν. [5][6] Το 2006, λόγω της μη συμμόρφωσης του Ιράν με τις υποχρεώσεις NPT, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών ζήτησε από το Ιράν να αναστείλει τα προγράμματα εμπλουτισμού του. Το 2007, η Εθνική Εκτίμηση Πληροφοριών των Ηνωμένων Πολιτειών δήλωσε ότι το Ιράν σταμάτησε ένα φερόμενο ενεργό πρόγραμμα πυρηνικών όπλων το φθινόπωρο του 2003. Τον Νοέμβριο του 2011, η ΔΥΑΕ ανέφερε ότι υπάρχουν αξιόπιστες ενδείξεις ότι το Ιράν διεξήγαγε πειράματα με στόχο το σχεδιασμό πυρηνικής βόμβας μέχρι το 2003 και ότι η έρευνα μπορεί να συνεχιστεί σε μικρότερη κλίμακα μετά από αυτό το διάστημα.[7][8] Την 1η Μαΐου 2018, ο ΔΟΑΕ επανέλαβε την έκθεσή της για το 2015, αναφέροντας ότι δεν βρήκε αξιόπιστα στοιχεία για τη δραστηριότητα πυρηνικών όπλων στο Ιράν μετά το 2009.[9][10][11]
Ο πρώτος πυρηνικός σταθμός του Ιράν, ο αντιδραστήρας «Μπουσέρ I», ολοκληρώθηκε με μεγάλη βοήθεια από τη ρωσική κυβερνητικό οργανισμό Rosatom και άνοιξε επίσημα στις 12 Σεπτεμβρίου 2011.[12] Η Ρωσική εργολαβική εταιρεία Atomenergoprom δήλωσε ότι ο πυρηνικός σταθμός Μπουσέρ θα φτάσει σε πλήρη ισχύ από το τέλη του 2012.[13] Το Ιράν ανακοίνωσε επίσης ότι εργάζεται σε έναν νέο πυρηνικό σταθμό παραγωγής ενέργειας 360 Μεγαβάτ και ότι θα κατασκευάσει στο μέλλον περισσότερους μεσαίου μεγέθους πυρηνικούς σταθμούς καθώς και ορυχεία ουρανίου.[14]
Από το 2015, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έχει κοστίσει 100 δισεκατομμύρια δολάρια σε απώλεια εσόδων από το πετρέλαιο και έχει χάσει άμεσες ξένες επενδύσεις λόγω των διεθνών κυρώσεων (500 δισεκατομμύρια δολάρια) που του έχουν επιβληθεί.[15][16]
Από τον Φεβρουάριο του 2019, η ΔΥΑΕ πιστοποίησε ότι το Ιράν εξακολουθεί να συμμορφώνεται με το διεθνές κοινό ολοκληρωμένο σχέδιο δράσης του 2015. Ωστόσο, τον Ιούλιο του 2019, η ΔΥΑΕ δήλωσε ότι το Ιράν παραβίασε τη συμφωνία.[17] Το Ιράν από τότε που παραβίασε τον Ιούλιο 2019 την συμφωνία JCPOA,[18] μπήκε σε διαμάχη με τους μισούς από τους υπογράφοντες της συμφωνίας, επειδή μια έκθεση της ΔΥΑΕ του Νοεμβρίου 2020 ανέφερε ότι το Ιράν είχε αναπτύξει περαιτέρω τεχνολογία φυγοκεντρωτών, η καινοτομία της οποίας απαγορεύτηκε ρητά από την JCPOA. Η έκθεση της ΔΥΑΕ ανέφερε επίσης ότι η Τεχεράνη «κατέχει περισσότερο από 12 φορές την ποσότητα του εμπλουτισμένου ουρανίου που επιτρέπεται βάσει της JCPOA» και ότι «έχουν ξεκινήσει επίσης εργασίες για την κατασκευή νέων υπόγειων εγκαταστάσεων στο Νατάνζ, όπου είναι και η βασική εγκατάσταση εμπλουτισμού του ουρανίου».[19]
Τα θεμέλια για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν τέθηκαν στις 5 Μαρτίου 1957, όταν ανακοινώθηκε μια «προτεινόμενη συμφωνία συνεργασίας στην έρευνα για τις ειρηνικές χρήσεις της ατομικής ενέργειας» υπό την αιγίδα του προγράμματος Αϊζενχάουερ Ενέργεια για Ειρήνη (Atoms for Peace).[20]
Το 1967, ιδρύθηκε το Κέντρο Πυρηνικής Έρευνας της Τεχεράνης (ΚΠΕΤ), το οποίο διευθύνει ο Οργανισμός Ατομικής Ενέργειας του Ιράν (ΟΑΕΙ). Το ΚΠΕΤ ήταν εξοπλισμένο με έναν πυρηνικό ερευνητικό αντιδραστήρα ισχύος 5 μεγαβάτ που τροφοδοντούταν από τις ΗΠΑ και ο οποίος τροφοδοτείται από ουράνιο υψηλού εμπλουτισμού.[21][22] Το Ιράν υπέγραψε τη Συνθήκη για τη Μη Διάδοση των Πυρηνικών Όπλων (NPT) το 1968 και την επικύρωσε το 1970, καθιστώντας το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν να υπόκειται σε έλεγχο της ΔΥΑΕ. Ένα ινστιτούτο πυρηνικών επιστημών της Κεντρικής Συνθήκης μεταφέρθηκε από τη Βαγδάτη στην Τεχεράνη αφού το Ιράκ έφυγε από το CENTO.[23]
Ο Σάχης ενέκρινε σχέδια για την κατασκευή έως 23 πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας έως το 2000. [24] Τον Μάρτιο του 1974, ο Σάχης οραματίστηκε μια εποχή που θα είχε εξαντληθεί ο εφοδιασμός με πετρέλαιο στον κόσμο και δήλωσε:«Το πετρέλαιο είναι ένα ευγενές υλικό, πολύ πολύτιμο για καίγεται...Οραματίζομαι να παράγουμε, το συντομότερο δυνατό, 23.000 μεγαβάτ ηλεκτρικής ενέργειας χρησιμοποιώντας πυρηνικούς σταθμούς».[25]
Οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές εταιρείες προσπάθησαν να κάνουν επιχειρήσεις στο Ιράν.[26] Ο Μπουσέρ, η πρώτη μονάδα παραγωγής, θα παρείχε ενέργεια στην πόλη Σιράζ. Το 1975, η Γερμανική Kraftwerk Union AG, μια κοινοπραξία της Siemens AG και της AEG, υπέγραψε σύμβαση ύψους 4 έως 6 δισεκατομμύρια δολαρίων για την κατασκευή του αντιδραστήρα του πυρηνικού σταθμού και την κατασκευή των δύο μονάδων 1.196 Mεγαβάτ όπου προβλεπόταν να είχε ολοκληρωθεί το 1981.
Το 1975 το μερίδιο 10% της Σουηδίας στην Eurodif πήγε στο Ιράν. Η θυγατρική εταιρεία της γαλλικής κυβέρνησης Cogéma και η ιρανική κυβέρνηση ίδρυσαν την επιχείρηση Sofidif με 60 και 40% μετοχές αντίστοιχα. Με τη σειρά της, η Sofidif απέκτησε μερίδιο 25 % στην Eurodif, η οποία έδωσε στο Ιράν το 10% της Eurodif. Ο Σάχης δανείστηκε 1 δισεκατομμύριο δολάρια (και άλλα 180 εκατομμύρια δολάρια το 1977) για την κατασκευή του εργοστασίου Eurodif, για να έχει το δικαίωμα να αγοράσει το 10% της παραγωγής του.
Ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζέραλντ Φορντ υπέγραψε διάταγμα το 1976, προσφέροντας στην Τεχεράνη την ευκαιρία να αγοράσει και να λειτουργήσει μια εγκατάσταση επανεπεξεργασίας χτισμένη στις ΗΠΑ για την εξαγωγή πλουτωνίου από πυρηνικό αντιδραστήρα. Η συμφωνία αφορούσε έναν πλήρη «κύκλο πυρηνικών καυσίμων».[27] Η έκθεση στρατηγικής του Φορντ ανέφερε ότι «η εισαγωγή της πυρηνικής ενέργειας θα προσφέρει στις αυξανόμενες ανάγκες της οικονομίας του Ιράν και δωρεάν εναπομένοντα αποθέματα πετρελαίου για εξαγωγή ή μετατροπή σε πετροχημικά». Μια αξιολόγηση της έκθεσης της CIA του 1974 ανέφερε «Εάν ο Σάχης είναι ζωντανός στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ... και εάν άλλες χώρες (ιδιαίτερα η Ινδία) έχουν προχωρήσει στην ανάπτυξη πυρηνικών όπλων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ιράν θα ακολουθήσει το ίδιο».[28]
Μετά την Ιρανική επανάσταση του 1979, το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς πυρηνικής συνεργασίας με το Ιράν διακόπηκε. Η Kraftwerk Union σταμάτησε να εργάζεται στο πυρηνικό έργο Μπουσέρ τον Ιανουάριο του 1979, έχοντας ολοκληρώσει την κατασκευή του πρώτου αντιδραστήρα στο 50% και του δεύτερου αντιδραστήρα στο 85% και αποχώρησαν πλήρως από το έργο τον Ιούλιο του 1979. Η εταιρεία δήλωσε ότι ο λόγος που σταμάτησε τις εργασίες στο Ιράν ήταν η μη καταβολή 450 εκατομμυρίων δολαρίων σε οφειλούμενες πληρωμές[29], ενώ άλλες πηγές ισχυρίζονται ότι η κατασκευή σταμάτησε υπό την πίεση των Ηνωμένων Πολιτειών.[30][31]
Οι Ηνωμένες Πολιτείες διέκοψαν την προμήθεια καυσίμου ουρανίου υψηλού εμπλουτισμού για το Κέντρο Πυρηνικής Έρευνας της Τεχεράνης, κάτι που τους ανάγκασε να κλείσουν τον αντιδραστήρα για αρκετά χρόνια. Η Γαλλική διεθνής μονάδα εμπλουτισμού Eurodif σταμάτησε επίσης να παρέχει εμπλουτισμένο ουράνιο στο Ιράν.[30][32] Το Ιράν υποστήριξε αργότερα ότι αυτές οι εμπειρίες δείχνουν ότι οι ξένες εγκαταστάσεις και οι ξένες προμήθειες καυσίμων αποτελούν αναξιόπιστη πηγή εφοδιασμού με πυρηνικά καύσιμα.[30][33]
Το 1981, Ιρανοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πυρηνική ανάπτυξη της χώρας πρέπει να συνεχιστεί. Οι αναφορές στην ΔΥΑΕ περιελάμβαναν ότι έναν σταθμό πυρηνικής ενέργειας στο Κέντρο Πυρηνικής Τεχνολογίας του Εσφαχάν που θα λειτουργούσε «ως το κέντρο για τη μεταφορά και ανάπτυξη της πυρηνικής τεχνολογίας, καθώς και για τη δημιουργία τοπικής τεχνογνωσίας και ανθρώπινου δυναμικού που απαιτείται για τη διατήρηση ενός πολύ φιλόδοξου προγράμματος στον τομέα της τεχνολογίας πυρηνικών αντιδραστήρων και της τεχνολογίας κύκλου καυσίμου». Η ΔΥΑΕ ενημερώθηκε επίσης για το μεγαλύτερο τμήμα της Entec καθώς και για τη δοκιμή υλικών.[34]
Το 1983, αξιωματούχοι της ΔΥΑΕ ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν το Ιράν σε χημικές μελέτες της κατασκευής δεξαμενών καυσίμων των αντιδραστήρων καθώς και των χημικών μηχανικών και σχεδιαστικών μελετών πιλοτικών εγκαταστάσεων για την μετατροπή ουρανίου και την διάβρωση πυρηνικών υλικών.[34] Ωστόσο, η κυβέρνηση των ΗΠΑ «παρενέβη άμεσα» για να αποθαρρύνει τη βοήθεια της ΔΥΑΕ στην παραγωγή πυρηνικής ενέργειας από το Ιράν.[35] Ένας πρώην αξιωματούχος των ΗΠΑ είπε «το σταματήσαμε αυτό στην αρχική του μορφή». Το Ιράν αργότερα εγκαινίασε μια διμερή συνεργασία σε θέματα σχετικά με τον κύκλο καυσίμων με την Κίνα, αλλά η Κίνα συμφώνησε επίσης να εγκαταλείψει το μεγαλύτερο εκκρεμές πυρηνικό πρόγραμμα με το Ιράν, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής του εργοστάσιο UF6, λόγω της πίεσης των ΗΠΑ.[34]
Τον Απρίλιο του 1984, οι μυστικές υπηρεσίες της Δυτικής Γερμανίας ανέφεραν ότι το Ιράν μπορεί να έχει πυρηνική βόμβα εντός δύο ετών με ουράνιο από το Πακιστάν. Οι Γερμανοί διέρρευσαν αυτές τις ειδήσεις στην πρώτη δημόσια έκθεση πληροφοριών της Δύσης για ένα μετα-επαναστατικό πρόγραμμα πυρηνικών όπλων στο Ιράν.[36] Αργότερα εκείνο το έτος, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Άλαν Κράνστον ισχυρίστηκε ότι «η Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ήταν επτά χρόνια μακριά από το να είναι σε θέση να δημιουργήσει το δικό της πυρηνικό όπλο».[37]
Κατά τη διάρκεια του πολέμου Ιράν-Ιράκ, οι δύο αντιδραστήρες Μπουσέρ υπέστησαν ζημιές από πολλαπλές αεροπορικές επιδρομές στο Ιράκ και οι εργασίες για το πυρηνικό πρόγραμμα σταμάτησαν. Το Ιράν ενημέρωσε την Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας για τις εκρήξεις και διαμαρτυρήθηκε για τη διεθνή αδράνεια και τη χρήση γαλλικών πυραύλων στην επίθεση. [38][39] Στα τέλη του 2015, ο Άκμπαρ Χασέμι Ραφσαντζάνι αποκάλυψε ότι το Ιράν σκέφτηκε να δημιουργήσει όπλα μαζικής καταστροφής κατά τη διάρκεια του πολέμου κατά του Ιράκ.[40]
Το 1985, το Ιράν άρχισε να ασκεί πίεση στη Γαλλία προκειμένου να αναλάβει το χρέος της από την επένδυση της Eurodif και να παραδώσει το εμπλουτισμένο ουράνιο. Γάλλοι όμηροι συνελήφθησαν στο Λίβανο από την άνοιξη του 1985 και το 1986 πραγματοποιήθηκαν τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι και δολοφονήθηκε ο διευθυντής της Eurodif Ζορζ Μπεσέ. Αργότερα επιβεβαιώθηκε, ωστόσο, ότι η δολοφονία διαπράχθηκε από την αριστερή τρομοκρατική ομάδα Action Directe. Στις 6 Μαΐου 1988, ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζακ Σιράκ υπέγραψε συμφωνία με το Ιράν η οποία προέβλεπε ότι η Γαλλία συμφώνησε να αποδεχτεί με το Ιράν το καθεστώς μετόχου της Eurodif και να το παραδώσει εμπλουτισμένο ουράνιο «χωρίς περιορισμούς».
Το 1987–88, η Εθνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας της Αργεντινής υπέγραψε συμφωνία με το Ιράν για να βοηθήσει στη μετατροπή του αντιδραστήρα από καύσιμο ουρανίου υψηλού εμπλουτισμού σε ουράνιο χαμηλού εμπλουτισμού 19,75% και για την προμήθεια ουρανίου χαμηλού εμπλουτισμού. [41] Σύμφωνα με μια έκθεση της δικαιοσύνης της Αργεντινής το 2006, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 οι ΗΠΑ πίεσαν την Αργεντινή να τερματίσει την πυρηνική της συνεργασία με το Ιράν και από τις αρχές του 1992 έως το 1994 πραγματοποιήθηκαν διαπραγματεύσεις μεταξύ της Αργεντινής και του Ιράν με στόχο να υλοποιήσει τις τρεις συμφωνίες που συνήφθησαν το 1987–88.[42] Μερικοί έχουν συνδέσει τρομοκρατικές επιθέσεις όπως η επίθεση του 1992 στην ισραηλινή πρεσβεία στο Μπουένος Άιρες και την βομβιστική επίθεση κατά της AMIA ως μέρος μιας ιρανικής εκστρατείας για να πιέσει την Αργεντινή να τηρήσει τις συμφωνίες.[43][44] Το ουράνιο τελικά παραδόθηκε το 1993.[45]
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ρωσία δημιούργησε έναν κοινό ερευνητικό οργανισμό με το Ιράν που ονομάζεται Περσέπολις, ο οποίος παρείχε στο Ιράν Ρώσους πυρηνικούς εμπειρογνώμονες καθώς και τεχνικές πληροφορίες. Πέντε Ρωσικά ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσικής Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Διαστήματος βοήθησαν την Τεχεράνη να βελτιώσει τους πυραύλους της.[46] Ο Πρόεδρος Μπόρις Γέλτσιν είχε μια «πολιτική δύο δρόμων» που προσέφερε εμπορική πυρηνική τεχνολογία στο Ιράν ενώ παράλληλα συζητούσε τα θέματα με την Ουάσινγκτον.[47]
Το 1991 η Γαλλία επέστρεψε περισσότερα από 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια και το Ιράν παρέμεινε μέτοχος της Eurodif μέσω της Sofidif. Ωστόσο, το Ιράν απέφυγε να ζητήσει το παραγόμενο ουράνιο.[48][49] Το 1992 το Ιράν κάλεσε τους επιθεωρητές της ΔΥΑΕ να επισκεφθούν όλους τους χώρους και τις εγκαταστάσεις που ζήτησαν. Ο Γενικός Διευθυντής Χανς Μπλιξ ανέφερε ότι όλες οι δραστηριότητες που παρατηρήθηκαν ήταν συνεπείς με την ειρηνική χρήση της ατομικής ενέργειας.[50][51] Οι επισκέψεις της ΔΥΑΕ περιελάμβαναν αδήλωτες εγκαταστάσεις και το νέο έργο εξόρυξης ουρανίου στο Ιράν στο Saghand. Την ίδια χρονιά, αξιωματούχοι της Αργεντινής αποκάλυψαν ότι η χώρα τους είχε ακυρώσει την πώληση στο Ιράν μη στρατιωτικού πυρηνικού εξοπλισμού αξίας 18 εκατομμυρίων δολαρίων, υπό την πίεση των ΗΠΑ.[52]
Το 1995, το Ιράν υπέγραψε σύμβαση με το Υπουργείο Ατομικής Ενέργειας της Ρωσίας για να ξαναρχίσει τις εργασίες για το μερικώς κατασκευασμένο εργοστάσιο Μπουσέρ,[53] εγκαθιστώντας στο υπάρχον κτίριο του αντιδραστήρα Μπουσέρ I νέο εξοπλισμό, με ολοκλήρωση των εργασιών αναμενόμενες το 2009. Το 1996, οι ΗΠΑ έπεισαν τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας να αποχωρήσει από μια σύμβαση κατασκευής εργοστασίου επεξεργασίας ουρανίου. Ωστόσο, οι Κινέζοι παρείχαν σχεδιαγράμματα για την εγκατάσταση στους Ιρανούς, οι οποίοι ενημέρωσαν την ΔΥΑΕ ότι θα συνεχίσουν να εργάζονται για το πυρηνικό πρόγραμμα και ο Διευθυντής της ΔΥΑΕ Μοχάμεντ Ελ Μπαραντέι επισκέφθηκε ακόμη και το εργοτάξιο.[54]
Το 2003, η Διεθνής Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας (ΔΥΑΕ) ανέφερε για πρώτη φορά ότι το Ιράν δεν είχε δηλώσει ευαίσθητες δραστηριότητες εμπλουτισμού και επανεπεξεργασίας. [6] Ο εμπλουτισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή ουρανίου ως καύσιμο σε αντιδραστήρα ή (σε υψηλότερα επίπεδα εμπλουτισμού) για πυρηνικά όπλα.[55] Το Ιράν αναφέρει ότι το πυρηνικό του πρόγραμμα είναι για ειρηνικό σκοπό,[56] και έχει εμπλουτίσει ουράνιο σε λιγότερο από 5%, σύμφωνα με τις προδιαγραφές για έναν πυρηνικό σταθμό ηλεκτροπαραγωγής.[57] Το Ιράν ισχυρίζεται επίσης ότι αναγκάστηκε να καταφύγει στο απόρρητο αφού η πίεση των ΗΠΑ προκάλεσε πολλές από τις πυρηνικές συμβάσεις του με ξένες κυβερνήσεις.[58] Αφού το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΥΑΕ ανέφερε τη μη συμμόρφωση του Ιράν με τη συμφωνία διασφάλισης στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, το Συμβούλιο ζήτησε από το Ιράν να αναστείλει τις δραστηριότητες πυρηνικού εμπλουτισμού του[59] , ενώ ο πρόεδρος του Ιράν Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ ισχυρίστηκε ότι οι κυρώσεις είναι «παράνομες», από αλαζονικές δυνάμεις, και ότι «το Ιράν έχει αποφασίσει να συνεχίσει την παρακολούθηση του αυτοπεριγραφέντος ειρηνικού πυρηνικού του προγράμματος μέσω της κατάλληλης νομικής οδού», της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας.[60]
Μετά από δημόσιους ισχυρισμούς σχετικά με τις προηγουμένως αδήλωτες πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν, η ΔΥΑΕ ξεκίνησε μια έρευνα που κατέληξε στο Νοέμβριο του 2003 ότι το Ιράν παρέλειψε συστηματικά να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει της συμφωνίας διασφάλισης NPT για την αναφορά αυτών των δραστηριοτήτων στην ΔΥΑΕ, αν και δεν ανέφερε επίσης στοιχεία για συνδέσμους σε πρόγραμμα πυρηνικών όπλων. Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΥΑΕ καθυστέρησε μια επίσημη διαπίστωση μη συμμόρφωσης έως τον Σεπτέμβριο του 2005 και ανέφερε την μη συμμόρφωση στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών τον Φεβρουάριο του 2006. Αφού το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΥΑΕ ανέφερε τη μη συμμόρφωση του Ιράν με τη συμφωνία διασφαλίσεων προς το Συμβούλιο Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών, αυτό ζήτησε από το Ιράν να αναστείλει τα προγράμματα εμπλουτισμού του. Το Συμβούλιο επέβαλε κυρώσεις αφού το Ιράν αρνήθηκε να το πράξει. Μια έκθεση του Κογκρέσου των ΗΠΑ του Μαΐου 2009 αναφέρει πως «οι Ηνωμένες Πολιτείες, και αργότερα οι Ευρωπαίοι, υποστήριξαν ότι η εξαπάτηση του Ιράν σήμαινε ότι πρέπει να χάσει το δικαίωμά του να εμπλουτίσει ουράνιο, μια θέση που είναι πιθανό να είναι έτοιμη για διαπραγμάτευση σε συνομιλίες με το Ιράν».[61]
Σε αντάλλαγμα για την αναστολή του προγράμματος εμπλουτισμού του, στο Ιράν προσφέρθηκε «μια μακροπρόθεσμη ολοκληρωμένη ρύθμιση που θα επέτρεπε την ανάπτυξη σχέσεων και συνεργασίας με το Ιράν με βάση τον αμοιβαίο σεβασμό και την καθιέρωση διεθνούς εμπιστοσύνης στον αποκλειστικά ειρηνικό χαρακτήρα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν».[62] Ωστόσο, το Ιράν αρνήθηκε σταθερά να εγκαταλείψει το πρόγραμμα εμπλουτισμού του, υποστηρίζοντας ότι το πρόγραμμα είναι απαραίτητο για την ενεργειακή του ασφάλεια, ότι τέτοιες «μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις» είναι εγγενώς αναξιόπιστες και θα του στερούσαν το αναφαίρετο δικαίωμά του για ειρηνική πυρηνική τεχνολογία. Τον Ιούνιο του 2009, αμέσως μετά τις αμφισβητούμενες ιρανικές προεδρικές εκλογές, το Ιράν συμφώνησε αρχικά σε μια συμφωνία για να εγκαταλείψει το απόθεμά του με χαμηλό εμπλουτισμένο ουράνιο σε αντάλλαγμα για καύσιμα για έναν αντιδραστήρα ιατρικής έρευνας, αλλά στη συνέχεια αποχώρησε από τη συμφωνία.[63] Επί του παρόντος, δεκατρία κράτη διαθέτουν λειτουργικές εγκαταστάσεις εμπλουτισμού ή επανεπεξεργασίας ουρανίου, [64] και αρκετές άλλες έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον για την ανάπτυξη γηγενών προγραμμάτων εμπλουτισμού.[65]
Για να αντιμετωπίσει τις διεθνείς ανησυχίες ότι το πρόγραμμα εμπλουτισμού του μπορεί να εκτραπεί σε μη ειρηνικές χρήσεις, [66] το Ιράν έχει προσφερθεί να θέσει πρόσθετους περιορισμούς στο πρόγραμμα εμπλουτισμού του, συμπεριλαμβανομένης, για παράδειγμα, της επικύρωσης του πρόσθετου πρωτοκόλλου για να επιτρέψει αυστηρότερους ελέγχους από την Διεθνή Υπηρεσία Ατομικής Ενέργειας, λειτουργώντας τη μονάδα εμπλουτισμού ουρανίου στο Νατάνζ ως πολυεθνικό κέντρο καυσίμων με τη συμμετοχή ξένων αντιπροσώπων, αποκηρύσσοντας την επανεπεξεργασία πλουτωνίου και αμέσως μετά κατασκευάζοντας όλο το εμπλουτισμένο ουράνιο σε ράβδους καυσίμων για αντιδραστήρα. [67] Η προσφορά του Ιράν να ανοίξει το πρόγραμμα εμπλουτισμού ουρανίου σε ξένη ιδιωτική και δημόσια συμμετοχή αντικατοπτρίζει τις προτάσεις μιας επιτροπής εμπειρογνωμόνων της ΔΥΑΕ η οποία συγκροτήθηκε για να διερευνήσει τις μεθόδους για τη μείωση του κινδύνου που οι δραστηριότητες ευαίσθητου κύκλου καυσίμου θα μπορούσαν να συμβάλουν στις εθνικές δυνατότητες δημιουργίας πυρηνικών όπλων.[68] Ορισμένοι μη κυβερνητικοί εμπειρογνώμονες των ΗΠΑ υποστήριξαν αυτήν την προσέγγιση.[69][70] Οι Ηνωμένες Πολιτείες επέμειναν ότι το Ιράν πρέπει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για αναστολή του προγράμματος εμπλουτισμού του.
Σύμφωνα με τον Πιερ Γκόλντσμιντ, πρώην αναπληρωτή γενικό διευθυντή και επικεφαλής του τμήματος διασφαλίσεων στην ΔΥΑΕ, και τον Χένρι Σοκόλσκι, Εκτελεστικό Διευθυντή του Κέντρου Εκπαίδευσης Πολιτικής Μη Διάδοσης, ορισμένες άλλες περιπτώσεις μη συμμόρφωσης διασφαλίσεων που ανέφερε η Γραμματεία της ΔΥΑΕ (Νότια Κορέα, Αίγυπτος) δεν αναφέρθηκαν ποτέ στο Συμβούλιο Ασφαλείας επειδή το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΥΑΕ δεν έδωσε ποτέ επίσημη διαπίστωση μη συμμόρφωσης.[71][72] Αν και η υπόθεση της Νότιας Κορέας περιελάμβανε εμπλουτισμό ουρανίου σε επίπεδα κοντά σε πυρηνικά όπλα,[73] η ίδια η χώρα ανέφερε οικειοθελώς την απομονωμένη δραστηριότητα[74] και ο Γκόλντσμιντ υποστήριξε ότι «πολιτικές σκέψεις έπαιξαν επίσης κυρίαρχο ρόλο στην απόφαση του διοικητικού συμβουλίου» να μην προβεί σε επίσημη διαπίστωση μη συμμόρφωσης.[75]
Υπολογίζοντας το πότε το Ιράν θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτύχει πυρηνική ικανότητα «ξεμπλοκαρίσματος», που ορίζεται ότι παρήγαγε επαρκή ποσότητα πολύ εμπλουτισμένου ουρανίου για να τροφοδοτήσει ένα πυρηνικό όπλο - εάν υπήρχε λεπτομερής σχεδιασμός για κάποιον και είχε ληφθεί η πολιτική απόφαση για τη δημιουργία πυρηνικών όπλων - είναι αβέβαιο. Μια λεπτομερής ανάλυση από τους φυσικούς της Ομοσπονδίας Αμερικανών Επιστημόνων καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια εκτίμηση θα εξαρτηθεί από τον συνολικό αριθμό και τη συνολική απόδοση των φυγοκεντριστών που έχει λειτουργήσει το Ιράν και την ποσότητα του χαμηλού εμπλουτισμένου ουρανίου που έχει αποθηκεύσει για να χρησιμεύσει ως «πρώτη ύλη» για ένα πιθανό πρόγραμμα υψηλού εμπλουτισμού.[76] Η έκθεση της ΔΥΑΕ αναφέρει ότι το Ιράν έχει αποθηκεύσει 240 λίβρες εμπλουτισμένου ουρανίου στο 20% - ένα επίπεδο εμπλουτισμού απαραίτητο για ιατρικές εφαρμογές - ως ένδειξη της ικανότητάς τους να εμπλουτίζουν σε υψηλότερα επίπεδα.[77] Η αυταρχική πολιτική κουλτούρα του Ιράν μπορεί να θέσει πρόσθετες προκλήσεις σε ένα επιστημονικό πρόγραμμα που απαιτεί συνεργασία μεταξύ πολλών ειδικών.[78] Ορισμένοι εμπειρογνώμονες υποστηρίζουν ότι η έντονη εστίαση στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μειώνει την ανάγκη ευρύτερης διπλωματικής συνεργασίας με την Ισλαμική Δημοκρατία.[79][80] Οι αξιωματούχοι των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ που έδωσαν συνέντευξη στους The New York Times τον Μάρτιο του 2012 ανέφεραν ότι συνεχίζουν να εκτιμούν ότι το Ιράν δεν έχει επανεκκινήσει το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων του, το οποίο η Εθνική Υπηρεσία Εκτίμησης δήλωσε το 2007 ότι το Ιράν είχε σταματήσει από το 2003, αν και έχουν βρει στοιχεία ότι ορισμένες δραστηριότητες που σχετίζονται με τα όπλα έχουν συνεχιστεί. Σύμφωνα με πληροφορίες, η Ισραηλινή υπηρεσία πληροφοριών Μοσάντ συμμερίζεται αυτήν την πεποίθηση.[81]