Ο πυροσβεστήρας (αγγλικά: fire extinguisher) είναι συσκευή ενεργητικής πυροπροστασίας (αγγλικά: active fire protection) που χρησιμοποιείται στην κατάσβεση ή έλεγχο μικρών πυρκαγιών, συχνά σε επείγουσες καταστάσεις. Δεν αποσκοπεί να χρησιμοποιηθεί για μια πυρκαγιά εκτός ελέγχου, όπως στις πυρκαγιές που έχουν φτάσει στην οροφή, απειλεί τον χρήστη (δηλαδή, δεν υπάρχει οδός διαφυγής, υπάρχει καπνός ή κίνδυνος έκρηξης, κλπ.), ή απαιτεί την πείρα της πυροσβεστικής. Συνήθως, ένας πυροσβεστήρας αποτελείται από ένα κυλινδρικό δοχείο χειρός εγκλωβισμένης πίεσης που περιέχει έναν τύπο κατασβεστικού μέσου που θα εκλυθεί για να κατασβήσει μια φωτιά. Πυροσβεστήρες που είναι κατασκευασμένοι με μη κυλινδρικά δοχεία εγκλωβισμένης πίεσης υπάρχουν επίσης, αλλά είναι λιγότερο συχνοί.
Στις ΗΠΑ, οι πυροσβεστήρες σε όλα τα κτίρια εκτός από τα σπίτια πρέπει γενικά να επιθεωρούνται από μια εξουσιοδοτημένη εταιρία πυροσβεστήρων τουλάχιστον ετησίως. Κάποιοι κανονισμοί απαιτούν πιο σύντομα χρονικά διαστήματα ελέγχου των πυροσβεστήρων. Ο ελεγκτής βάζει μια ετικέτα στον πυροσβεστήρα για να δείξει τον τύπο της παρεχόμενης υπηρεσίας (ετήσια επιθεώρηση, αναγόμωση, νέος πυροσβεστήρας).
Υπάρχουν δύο κύριοι τύποι πυροσβεστήρων: εγκλωβισμένης πίεσης (Stored-pressure) και με φυσίγγιο (Cartridge-operated). Στις μονάδες εγκλωβισμένης πίεσης, το προωθητικό αέριο αποθηκεύεται στον ίδιο θάλαμο με το μέσο πυρόσβεσης. Ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο μέσο, χρησιμοποιούνται διαφορετικά προωθητικά. Με τους ξηρούς χημικούς πυροσβεστήρες, χρησιμοποιείται συνήθως το άζωτο· οι πυροσβεστήρες νερού και αφρού χρησιμοποιούν συνήθως τον αέρα. Οι πυροσβεστήρες εγκλωβισμένης πίεσης είναι ο πιο συνηθισμένος τύπος. Οι πυροσβεστήρες με φυσίγγιο περιέχουν το προωθητικό αέριο σε ένα ξεχωριστό φυσίγγιο που τρυπιέται πριν την εκκένωση, εκθέτοντας το προωθητικό στο κατασβεστικό μέσο. Αυτός ο τύπος δεν είναι τόσο συχνός, χρησιμοποιείται κυρίως σε περιοχές όπως σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπου χρησιμοποιούνται περισσότερο από τη συνηθισμένη χρήση. Έχουν το πλεονέκτημα της απλής και γρήγορης αναγόμωσης, επιτρέποντας σε έναν χειριστή να εκκενώσει τον πυροσβεστήρα, να τον αναγομώσει και να επιστρέψει στη φωτιά σε λογικό χρόνο. Αντίθετα με τους πυροσβεστήρες εγκλωβισμένης πίεσης, αυτοί οι πυροσβεστήρες χρησιμοποιούν πεπιεσμένο διοξείδιο του άνθρακα αντί του αζώτου, αν και φυσίγγια αζώτου χρησιμοποιούνται σε χαμηλής θερμοκρασίας μοντέλα (κατηγορίας -60). Οι πυροσβεστήρες με φυσίγγιο είναι διαθέσιμοι σε ξηρό χημικό και σε ξηρής σκόνης στις ΗΠΑ και σε νερό, μέσα διαβροχής, αφρό, ξηρό χημικό (κλάσεις ABC και B.C.) καθώς και σε ξηρή σκόνη (κλάση D) για τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι πυροσβεστήρες διαιρούνται παραπέρα σε τροχήλατους και χειρός. Οι πυροσβεστήρες χειρός ζυγίζουν από 0,5 έως 12 kg και είναι συνεπώς εύκολα μετακινήσιμοι με το χέρι. Οι τροχήλατες μονάδες ζυγίζουν συνήθως περισσότερο από 25 kg. Αυτοί οι τροχήλατοι πυροσβεστήρες βρίσκονται συνήθως σε εργοτάξια, εργοστάσια, τροχόδρομους αεροδρομίων, ελικοδρόμια, καθώς και σε αποβάθρες και μαρίνες.
Ο πρώτος πυροσβεστήρας με καταχωρημένη ευρεσιτεχνία παρασκευάστηκε στην Αγγλία από τον χημικό Ambrose Godfrey, το 1723. Αποτελείτο από μια δεξαμενή κατασβεστικού υγρού που περιείχε έναν θάλαμο από κασσίτερο με πυρίτιδα. Αυτός ήταν συνδεμένος με ένα σύστημα φιτιλιών που αναφλέγονταν, εκτοξεύοντας την πυρίτιδα και σκορπώντας το διάλυμα. Αυτή η συσκευή χρησιμοποιήθηκε περιορισμένα, επειδή αναφέρεται ότι ήταν αποτελεσματική στην κατάσβεση μιας φωτιάς στο Λονδίνο.
Ο σύγχρονος πυροσβεστήρας επινοήθηκε από τον George William Manby, το 1818· αποτελείτο από ένα χάλκινο δοχείο 13,6 λίτρων από διάλυμα ανθρακικού καλίου κάτω από πεπιεσμένο αέρα.
Ο πυροσβεστήρας διττανθρακικού νατρίου κατοχυρώθηκε το 1866 από τον Francois Carlier, που ανέμιξε ένα διάλυμα νερού και διττανθρακικού νατρίου με τρυγικό οξύ, παράγοντας το προωθητικό αέριο CO2. Ένας πυροσβεστήρας διττανθρακικού νατρίου κατοχυρώθηκε το 1881, στις ΗΠΑ, από τον Almon M. Granger. Ο πυροσβεστήρας του χρησιμοποιούσε την αντίδραση μεταξύ του διαλύματος όξινου ανθρακικού νατρίου και θειικού οξέος για να ρίξει πεπιεσμένο νερό στη φωτιά.[1] Ένα φιαλίδιο πυκνού θειικού οξέος κρεμιόταν στον κύλινδρο. Ανάλογα με τον τύπο του πυροσβεστήρα, το φιαλίδιο του οξέος μπορούσε να σπάσει κατά δύο τρόπους. Ο ένας χρησιμοποιούσε ένα έμβολο για να σπάσει το φιαλίδιο του οξέος, ενώ ο δεύτερος ελευθέρωνε ένα μολυβδένιο πώμα που κρατούσε το φιαλίδιο κλειστό. Μόλις το οξύ αναμιγνυόταν με το όξινο ανθρακικό νάτριο, το αέριο διοξείδιο του άνθρακα ωθούσε και πίεζε το νερό. Το πεπιεσμένο νερό αναγκαζόταν να περάσει από ένα δοχείο μέσα από ένα ακροφύσιο ή από σωλήνα μικρού μήκους.
Ο πυροσβεστήρας με φυσίγγιο εφευρέθηκε από τη Read & Campbell το 1881, που χρησιμοποιούσε νερό ή διαλύματα με βάση το νερό. Αργότερα, ανακαλύφθηκε ένας πυροσβεστήρας τετραχλωράνθρακα που λεγόταν "Petrolex" με κύρια χρήση για αυτοκίνητα.[2]
Ο πυροσβεστήρας χημικού αφρού εφευρέθηκε το 1904 από τον Aleksandr Loran στη Ρωσία. Πρωτοχρησιμοποιήθηκε για να σβήσει μια κατσαρόλα από καιόμενη νάφθα.[3] Δούλεψε με επιτυχία και έμοιαζε με τον τύπο διττανθρακικού νατρίου, αλλά τα εσωτερικά τμήματα ήταν ελαφρώς διαφορετικά. Η κύρια δεξαμενή περιείχε διάλυμα διττανθρακικού νατρίου σε νερό, ενώ ο εσωτερικός περιέκτης (κάπως μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο της μονάδας διττανθρακικού νατρίου) περιείχε διάλυμα θειικού αργιλίου. Όταν αναμειγνύονταν τα διαλύματα, συνήθως με αντιστροφή της μονάδας, τα δύο υγρά αντιδρούσαν για να δημιουργήσουν αφρό και αέριο διοξείδιο του άνθρακα. Το αέριο ωθούσε τον αφρό με τη μορφή πίδακα. Αν και αποστάγματα από ρίζες γλυκόριζας και παρόμοιες ενώσεις χρησιμοποιήθηκαν ως πρόσθετα (σταθεροποιώντας τον αφρό με την ενίσχυση των τοιχωμάτων των φυσαλίδων), δεν υπήρχε καμιά "ένωση αφρού" σε αυτές τις μονάδες. Ο αφρός ήταν ένας συνδυασμός των προϊόντων των χημικών αντιδράσεων: γέλες αλάτων νατρίου και αργιλίου που φουσκώνουν με το διοξείδιο του άνθρακα. Λόγω αυτού, ο αφρός εκκενωνόταν άμεσα από τη μονάδα, χωρίς καμιά ανάγκη για αναρροφητικό σωλήνα διακλάδωσης (όπως γίνεται στους πιο νέους τύπους μηχανικού αφρού). Ειδικές εκδόσεις έγιναν για σκληρές συνθήκες και για προσάρτηση σε οχήματα. Βασικά χαρακτηριστικά αποτελούσαν ένα βιδωτό πώμα που κρατούσε τα υγρά από την ανάμειξη μέχρι να ανοιχθεί με το χέρι, ιμάντες μεταφοράς, ένα μεγαλύτερο λάστιχο και ένα ακροφύσιο διακοπής. Οι τύποι αυτοί κατάσβεσης ήταν συχνά ιδιωτικές εκδόσεις μεγαλύτερων εταιριών, που πουλιόντουσαν από τους κατασκευαστές συσκευών για να ταιριάζουν με τα οχήματά τους.
Το 1910, η Pyrene Manufacturing Company του Ντελαγουέαρ υπέβαλε μια ευρεσιτεχνία χρησιμοποιώντας τετραχλωράνθρακα (CTC, ή CCl4) για την κατάσβεση των πυρκαγιών.[4] Το υγρό εξατμιζόταν και έσβηνε τις φλόγες παρεμποδίζοντας τη χημική αλυσιδωτή αντίδραση της διεργασίας της καύσης (ήταν μια προϋπόθεση των αρχών του 20ού αιώνα ότι η ικανότητα κατάσβεσης της φωτιάς από τον τετραχλωράνθρακα βασίζεται στην αφαίρεση του οξυγόνου). Το 1911, κατέθεσαν μια ευρεσιτεχνία ενός μικρού, φορητού πυροσβεστήρα που χρησιμοποιούσε τετραχλωράνθρακα.[5] Αυτός αποτελείτο από έναν ορειχάλκινο ή επιχρωμιωμένο περιέκτη με μια ενσωματωμένη χειραντλία, που χρησιμοποιήθηκε για να εκσφεντονίζει έναν πίδακα προς τη φωτιά. Ήταν συνήθως χωρητικότητας 1,1 λίτρα ή 0,57 λίτρα, αλλά ήταν επίσης διαθέσιμος μέχρι 9,1 λίτρα. Επειδή ο περιέκτης ήταν χωρίς πίεση, μπορούσε να ξαναγεμίσει μετά τη χρήση μέσα από μια τάπα πλήρωσης με καινούργιο τετραχλωράνθρακα.[6]
Ένας άλλος τύπος πυροσβεστήρα τετραχλωράνθρακα ήταν η πυροσβεστική χειροβομβίδα (fire grenade). Αυτή αποτελείτο από μια γυάλινη σφαίρα γεμάτη με τετραχλωράνθρακα, η οποία προοριζόταν να ρίχνεται στη βάση μιας φωτιάς (στην αρχή χρησιμοποιήθηκε αλατόνερο, αλλά ο τετραχλωράνθρακας ήταν πιο αποτελεσματικός). Ο τετραχλωράνθρακας ήταν κατάλληλος για υγρές και ηλεκτρικές φωτιές και οι πυροσβεστήρες προσαρμόζονταν σε οχήματα. Οι πυροσβεστήρες τετραχλωράνθρακα αποσύρθηκαν τη δεκαετία του 1950, λόγω της χημικής τους τοξικότητας - η έκθεση σε υψηλές συγκεντρώσεις καταστρέφει το νευρικό σύστημα και εσωτερικά όργανα. Επιπλέον, όταν χρησιμοποιείται σε μια φωτιά, η θερμότητα μπορεί να μετατρέψει τον τετραχλωράνθρακα σε αέριο φωσγένιο,[7] που παλιότερα εχρησιμοποιείτο ως χημικό όπλο.
Τη δεκαετία του 1940, ανακαλύφθηκε στη Γερμανία το υγρό βρωμοχλωρομεθάνιο (ή χλωροβρωμομεθάνιο) (CBM) για χρήση σε αεροπλάνα. Ήταν πιο αποτελεσματικό και ελαφρά λιγότερο τοξικό από τον τετραχλωράνθρακα και χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1969. Το βρωμομεθάνιο ανακαλύφθηκε ως κατασβεστικό μέσο τη δεκαετία του 1920 και χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα στην Ευρώπη. Είναι ένα αέριο χαμηλής πίεσης που δουλεύει εμποδίζοντας την αλυσιδωτή αντίδραση της φωτιάς και είναι το πιο τοξικό από τα εξετμιζόμενα υγρά και χρησιμοποιήθηκε μέχρι τη δεκαετία του 1960. Τα παραπροϊόντα του ατμού και της καύσης από όλα τα υγρά ήταν πολύ τοξικά και μπορούσαν να προκαλέσουν θάνατο σε κλειστούς χώρους.
Ο πυροσβεστήρας διοξειδίου του άνθρακα (CO2) εφευρέθηκε (τουλάχιστον στις ΗΠΑ) από την εταιρία Walter Kidde το 1924 ως απάντηση του αιτήματος της Bell Telephone για μια ηλεκτρικά μη αγώγιμη ένωση για την κατάσβεση των προηγουμένως δυσκολοκατασβέσιμων πυρκαγιών στα τηλεφωνικά κέντρα. Αποτελείτο από έναν υψηλό μεταλλικό κύλινδρο που περιείχε 3,4 kg CO2 με μια τροχήλατη βαλβίδα και έναν πλεκτό ορειχάλκινο σωλήνα, καλυμμένο με βαμβάκι, με μια σύνθετη χοάνη ως ακροφύσιο. Το CO2 είναι ακόμα δημοφιλές σήμερα, επειδή είναι ένα καθαρό μέσο φιλικό προς το όζον και χρησιμοποιείται πολύ σε παραγωγές ταινιών για να κατασβέσουν καιόμενους ηθοποιούς.[8] Οι πυροσβεστήρες διοξειδίου του άνθρακα κατασβένουν τη φωτιά κυρίως εκτοπίζοντας το οξυγόνο. Κάποτε εθεωρείτο ότι δρούσε με ψύξη, αν και αυτό το φαινόμενο στις περισσότερες φωτιές είναι αμελητέο. Το χαρακτηριστικό αυτό είναι αρκετά γνωστό και έχει οδηγήσει στην πλατιά λαθεμένη χρήση πυροσβεστήρων του διοξειδίου του άνθρακα για γρήγορη ψύξη ποτών και ιδιαίτερα της μπύρας.
Το 1928, η DuGas παρουσίασε έναν ξηρό χημικό πυροσβεστήρα με φυσίγγιο, που χρησιμοποιούσε διττανθρακικό νάτριο ειδικά επεξεργασμένο με χημικά για να επιτρέπει την ελεύθερη ροή και αντίσταση στην υγρασία. Αποτελείτο από έναν χάλκινο κύλινδρο με ένα εσωτερικό φυσίγγιο CO2. Ο χειριστής έστριβε μια βαλβίδα στην κορυφή για να τρυπήσει το φυσίγγιο και πίεζε έναν μοχλό στη βαλβίδα στο τέλος του σωλήνα για να εκκενώσει τη χημική ουσία. Αυτό ήταν το πρώτο μέσο που διατέθηκε για φωτιές μεγάλης κλίμακας τρισδιάστατων υγρών και πεπιεσμένων αερίων, αλλά παρέμεινε κυρίως ως ένας ειδικός τύπος πυροσβεστήρα μέχρι τη δεκαετία του 1950, όταν έγιναν εμπορικές μικρές μονάδες ξηρών χημικών για οικιακή χρήση. Ο ξηρός χημικός πυροσβεστήρας ABC ήρθε από την Ευρώπη τη δεκαετία του 1950, ο Super-K ανακαλύφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και ο Purple-K στο τέλος της δεκαετίας 1960. Χειροκίνητα εφαρμοζόμενα ξηρά μέσα όπως ο γραφίτης για φωτιές κλάσης D (μέταλλα) ήταν γνωστά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και το 1949 η Ansul εισήγαγε έναν πυροσβεστήρα εγκλωβισμένης πίεσης χρησιμοποιώντας ένα εξωτερικό φυσίγγιο CO2 για να εκκενώσει το μέσο. Ο πυροσβεστήρας Met-L-X (χλωριούχου νατρίου) υπήρξε ο πρώτος πυροσβεστήρας που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ, με γραφίτη και χαλκό για να αναπτυχθούν αργότερα αρκετοί τύποι.
Τη δεκαετία του 1970, ο Halon 1211 ήρθε στις ΗΠΑ από την Ευρώπη, όπου εχρησιμοποιείτο από το τέλος της δεκαετίας του 1940. Ο Halon 1301 αναπτύχθηκε από την DuPont και τον Αμερικανικό Στρατό το 1954. Οι πυροσβεστήρες Halon 1211 και Halon 1301 λειτουργούσαν εμποδίζοντας την αλυσιδωτή αντίδραση της φωτιάς και στην περίπτωση του Halon 1211, ψύχοντας επίσης και τα καύσιμα κατηγορίας A. Ο Halon χρησιμοποιείται ακόμα, αλλά υποχωρεί για πολλές χρήσεις λόγω των περιβαλλοντικών επιδράσεών του. Η Ευρώπη και η Αυστραλία έχουν περιορίσει αυστηρά τη χρήση του, από το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ του 1987. Λιγότερο αυστηροί περιορισμοί έχουν επιβληθεί στις ΗΠΑ, Μέση Ανατολή και Ασία.[9][10]
Διεθνώς, υπάρχουν πολλές αποδεκτές μέθοδοι κατηγοριοποίησης για τους πυροσβεστήρες χειρός. Κάθε κατηγοριοποίηση είναι χρήσιμη στην καταπολέμηση πυρκαγιών μιας συγκεκριμένης ομάδας καυσίμων.
Οι προδιαγραφές για τους πυροσβεστήρες καθορίζονται από το πρότυπο AS/NZS 1841. Όλοι οι πυροσβεστήρες πρέπει να είναι βαμμένοι με κόκκινο σήμα. Εκτός από τους πυροσβεστήρες νερού, κάθε πυροσβεστήρας έχει μια χρωματιστή λουρίδα κοντά στην κορυφή, που καλύπτει τουλάχιστον το 10% του μήκους του σώματος του πυροσβεστήρα, καθορίζοντας το περιεχόμενό του.
Τύπος | Χρώμα λουρίδας | Κατηγορία πυρκαγιάς (οι παρενθέσεις υποδηλώνουν ότι εφαρμόζονται μερικές φορές) | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
A | B | C | D | E | F | |||
Νερό | Κόκκινο σήμα | A | ||||||
Υγρή χημική | Ανοιχτό μπεζ | A | F | |||||
Αφρός | Βαθύ γαλάζιο | A | B | |||||
Ξηρή σκόνη | Λευκό | A | B | C | E | |||
Ξηρή σκόνη (μεταλλικές πυρκαγιές) | Πρασινοκίτρινο | D | ||||||
Διοξείδιο του άνθρακα | Μαύρο | (A) | B | E | ||||
Ατμίζον υγρό (μέσα καθαρισμού χωρίς halon) | Χρυσοκίτρινο | A | B | C | E | |||
Halon | Δεν παράγεται πια | A | B | E |
Στην Αυστραλία, η κατοχή ή η χρήση κίτρινων πυροσβεστήρων (Halon) είναι παράνομη, εκτός και αν έχει αναγνωριστεί μια βασική εξαίρεση χρήσης, λόγω της μείωσης του όζοντος που προκαλείται από το halon.[11]
Σύμφωνα με το πρότυπο BS EN 3, οι πυροσβεστήρες στο Ηνωμένο Βασίλειο όπως και σε όλη την Ευρώπη είναι κόκκινοι (RAL 3000) και με μια λουρίδα ή κύκλο ενός δεύτερου χρώματος που καλύπτει μεταξύ του 5–10% της επιφάνειας του πυροσβεστήρα που δείχνει το περιεχόμενο. Πριν το 1997, ολόκληρο το σώμα του πυροσβεστήρα καλυπτόταν με το χρώμα του κωδικού του μέσου κατάσβεσης.
Το Ηνωμένο Βασίλειο αναγνωρίζει έξι κατηγορίες πυρκαγιάς:[12]
Η κατηγορία E σταμάτησε να υπάρχει, αλλά κάλυπτε πυρκαγιές ηλεκτρικών συσκευών. Αυτή η κατηγορία σταμάτησε να χρησιμοποιείται επειδή όταν σβήσει η παροχή ηλεκτρικού, μια ηλεκτρική πυρκαγιά μπορεί να μεταπέσει σε οποιαδήποτε από τις υπόλοιπες πέντε κατηγορίες.
Τύπος | Παλιός κωδικός | BS EN 3 κωδικός χρώματος | Κατηγορίες πυρκαγιών (οι παρενθέσεις δηλώνουν ότι εφαρμόζονται μερικές φορές)[13] | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
A | B | C | D | E | F | ||||
Νερό | Κόκκινο σήμα | Κόκκινο σήμα | A | ||||||
Αφρός | Κρεμ | Κόκκινο με ένα κρεμ τμήμα πάνω από τις οδηγίες λειτουργίας | A | B | |||||
Ξηρή σκόνη | Γαλλικό γαλάζιο | Κόκκινο με γαλάζιο τμήμα πάνω από τις οδηγίες λειτουργίας | (A) | B | C | E | |||
Διοξείδιο του άνθρακα, CO2 | Μαύρο | Κόκκινο με μαύρο τμήμα πάνω από τις οδηγίες λειτουργίας | B | E | |||||
Υγρό χημικό | Μη διαθέσιμο | Κόκκινο με καναρινί τμήμα πάνω από τις οδηγίες λειτουργίας | A | (B) | F | ||||
Σκόνη κατηγορίας D | Γαλλικό γαλάζιο | Κόκκινο με γαλάζιο τμήμα πάνω από τις οδηγίες λειτουργίας | D | ||||||
Halon 1211/BCF | Σμαραγδοπράσινο | Όχι πια σε γενική χρήση | A | B | E |
Στο Ηνωμένο Βασίλειο η χρήση του αέριου Halon απαγορεύεται τώρα, εκτός από συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως σε αεροπλάνα, στον στρατό και στην αστυνομία.[14]
Η απόδοση του πυροσβεστήρα ανά κατηγορία πυρκαγιάς εμφανίζεται χρησιμοποιώντας αριθμούς και γράμματα όπως 13A, 55B.
Το πρότυπο EN3 δεν αναγνωρίζει μια ξεχωριστή ηλεκτρική κατηγορία - όμως, υπάρχει ένα πρόσθετο χαρακτηριστικό που απαιτεί ειδικό έλεγχο (35 kV διηλεκτρική αντοχή σύμφωνα με το EN 3-7:2004). Ένας πυροσβεστήρας σκόνης ή CO2 θα φέρει μια ηλεκτρική εικονογράφηση που σημαίνει ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ενεργές ηλεκτρικές πυρκαγιές (με το σύμβολο E στον πίνακα). Εάν ένας πυροσβεστήρας με βάση το νερό έχει περάσει τη δοκιμή των 35 kV θα φέρει επίσης την ίδια ηλεκτρική εικονογράφηση - όμως, οποιοσδήποτε πυροσβεστήρας με βάση το νερό δεν συνιστάται για χρήση σε ηλεκτρικές πυρκαγιές.
Δεν υπάρχει επίσημο πρότυπο στις ΗΠΑ για το χρώμα των πυροσβεστήρων, αν και συνήθως είναι κόκκινοι, εκτός από τους πυροσβεστήρες κατηγορίας D που είναι συνήθως κίτρινοι, νερού και τους υγρούς χημικούς πυροσβεστήρες κατηγορίας K που είναι συνήθως ασημί και τους πυροσβεστήρες ψεκασμού με νερό που είναι συνήθως λευκοί. Οι πυροσβεστήρες σημειώνονται με εικονογράμματα που περιγράφουν τους τύπους των πυρκαγιών για τους οποίους είναι εγκεκριμένος ο πυροσβεστήρας. Στο παρελθόν, οι πυροσβεστήρες ήταν σημειωμένοι με έγχρωμα γεωμετρικά σύμβολα και κάποιοι πυροσβεστήρες χρησιμοποιούν ακόμα και τα δύο σύμβολα. Οι τύποι των πυρκαγιών και πρόσθετα πρότυπα περιγράφονται στον Εθνικό Οργανισμό Πυροπροστασίας των ΗΠΑ - NFPA 10: Πρότυπο για φορητούς πυροσβεστήρες, έκδοση 2013.
Η χωρητικότητα των πυροσβεστήρων κατηγοριοποιείται σύμφωνα με το ANSI/UL 711: Κατηγοριοποίηση και έλεγχος πυρκαγιών των πυροσβεστήρων. Οι κατηγορίες περιγράφονται με τη χρήση αριθμών που προηγούνται του γράμματος της κατηγορίας, όπως 1-A:10-B:C. Ο αριθμός που προηγείται του A πολλαπλασιαζόμενος με 1,25 δίνει την ισοδύναμη κατασβεστική ικανότητα σε γαλόνια νερού. Ο αριθμός που προηγείται του Β δείχνει το μέγεθος της πυρκαγιάς σε τετραγωνικά πόδια που ένας συνηθισμένος χρήστης μπορεί να κατασβέσει. Δεν υπάρχει πρόσθετη κατηγοριοποίηση για την κατηγορία C, επειδή ένας πυροσβεστήρας δεν θα έχει μόνο την κατηγορία C.
Αμερική | Ευρώπη | Ηνωμένο Βασίλειο | Αυστραλία/Ασία | Καύσιμο/πηγή θερμότητας |
---|---|---|---|---|
Κατηγορία A | Κατηγορία A | Κατηγορία A | Κατηγορία A | Συνηθισμένα καύσιμα |
Κατηγορία B | Κατηγορία B | Κατηγορία B | Κατηγορία B | Εύφλεκτα υγρά |
Κατηγορία C | Κατηγορία C | ΚατηγορίαC | Εύφλεκτα αέρια | |
Κατηγορία C | Αταξινόμητο | Αταξινόμητο | Κατηγορία E | Ηλεκτρικός εξοπλισμός |
Κατηγορία D | Κατηγορία D | Κατηγορία D | Κατηγορία D | Καύσιμα μέταλλα |
Κατηγορία K | Κατηγορία F | Κατηγορία F | Κατηγορία F | Μαγειρικά έλαια και λίπη |
Όλα τα παρακάτω αναφέρονται για τις ΗΠΑ
Οι πυροσβεστήρες προσαρμόζονται συνήθως σε κτίρια σε μια εύκολα προσβάσιμη θέση, όπως στον τοίχο σε μια περιοχή υψηλής κυκλοφορίας. Προσαρμόζονται επίσης συχνά σε μηχανοκίνητα οχήματα, σκάφη και αεροπλάνα - αυτό απαιτείται συχνά από τον νόμο, για συγκεκριμένες κατηγορίες οχημάτων. Στις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Εθνικό Οργανισμό Πυροπροστασίας των ΗΠΑ (NFPA 10), όλα τα εμπορικά οχήματα πρέπει να φέρουν τουλάχιστον έναν πυροσβεστήρα, αντίστοιχης κατηγορίας ανάλογα με τον τύπο του οχήματος και το φορτίο (δηλαδή, τα βυτιοφόρα πρέπει συνήθως να έχουν έναν πυροσβεστήρα 20 lb (9,1 kg), ενώ τα περισσότερα άλλα πρέπει να φέρουν έναν πυροσβεστήρα 5 lb (2,3 kg)). Η αναθεωρημένη έκδοση NFPA 10 δημιούργησε κριτήρια στην τοποθέτηση των "πυροσβεστήρων ταχείας ροής" σε θέσεις όπως στην αποθήκευση και μεταφορά πεπιεσμένων εύφλεκτων υγρών και αερίων ή σε περιοχές όπου υπάρχει πιθανότητα τρισδιάστατων κινδύνων κατηγορίας B και απαιτείται η ύπαρξη "πυροσβεστήρων γρήγορης ροής (fast flow extinguishers)" σύμφωνα με το NFPA 5.5.1.1. Απαιτείται η ύπαρξη πυροσβεστικών συστημάτων σε διάφορες κατηγορίες αγωνιστικών οχημάτων, με τις πιο απλές απαιτήσεις να είναι ένας πυροσβεστήρας χειρός 1A:10BC προσαρμοσμένος στο εσωτερικό του οχήματος.
Οι πυροσβεστήρες αυτοί είναι μέσα με βάση τη σκόνη που κατασβένει διαχωρίζοντας τα τέσσερα μέρη του τετραέδρου της φωτιάς. Αποτρέπει τις χημικές αντιδράσεις που περιλαμβάνουν θερμότητα, καύσιμο και οξυγόνο (καύση), κατασβένοντας την πυρκαγιά. Κατά τη διάρκεια της καύσης, το καύσιμο διασπάται σε ελεύθερες ρίζες, που είναι πολύ δραστικά τμήματα των μορίων που αντιδρούν με το οξυγόνο. Οι ουσίες στους ξηρούς χημικούς πυροσβεστήρες μπορούν να σταματήσουν αυτήν τη διεργασία.
Εφαρμόζονται σε πυρκαγιές καυσίμων είτε ως αναρροφούμενη (αναμειγμένη και επεκταμένη με αέρα σε ένα κλαδικό σωλήνα) ή μη αναρροφούμενη μορφή για να δημιουργήσει ένα αφρώδες στρώμα ή μόνωση πάνω από το καύσιμο, αποτρέποντας το οξυγόνο να πλησιάσει το καύσιμο. Αντίθετα με τη σκόνη, ο αφρός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την προοδευτική κατάσβεση πυρκαγιών χωρίς επιστροφή της πυρκαγιάς.
Ψύχουν καιόμενα υλικά. Πολύ αποτελεσματικοί σε πυρκαγιές επίπλων, υφασμάτων, κλπ. (συμπεριλαμβανόμενων και των μη επιφανειακών πυρκαγιών). Μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια μόνο απουσία ηλεκτρισμού.
Πυροσβεστήρες υγρών χημικών (οξικό κάλιο, ανθρακικό κάλιο ή κιτρικό κάλιο) κατασβένουν την πυρκαγιά χρησιμοποιώντας ένα στρώμα σαπωνοειδούς αφρού με αποκλεισμό του αέρα πάνω από το καιόμενο υλικό μέσω μιας χημικής διεργασίας σαπωνοποίησης (ένα άλκαλι αντιδρά με λίπος για να σχηματίσει σάπωνα) και με το περιεχόμενο του νερού να ψύχει το υλικό κάτω από τη θερμοκρασία ανάφλεξής του. Είναι γενικά μόνο κατηγορίας A και K (F στην Ευρώπη), αν και τα πιο παλιά μοντέλα ήταν επίσης κατασβεστικά κατηγοριών B και C στο παρελθόν, οι πρόσφατοι τύποι χαρακτηρίζονται ως A:K (Amerex, Ansul, Buckeye και Strike First) ή K μόνο (Badger/Kidde).
Τα καθαρά μέσα (Clean agents) κατασβένουν την πυρκαγιά εκτοπίζοντας το οξυγόνο (με CO2 ή αδρανή αέρια), αφαιρώντας τη θερμότητα από τη ζώνη καύσης (Halotron-1, FE-36, Novec 1230) ή αναχαιτίζοντας τη χημική αλυσιδωτή αντίδραση (Halons). Αναφέρονται ως καθαρά μέσα (clean agents) επειδή δεν αφήνουν υπόλειμμα μετά την εκκένωση που είναι ιδανικό για την προστασία ευαίσθητων ηλεκτρονικών, αεροσκαφών, θωρακισμένων οχημάτων, αρχειακή αποθήκευση, μουσείων και πολύτιμων εγγράφων.
Το Halon απαγορεύτηκε πλήρως στην Ευρώπη και την Αυστραλία εκτός όπως κρίσιμους χρήστες όπως η αστυνομία, ο στρατός και η αεροπορία, με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα αποθέματα είτε μέσω αποτέφρωσης υψηλής θερμότητας, είτε να σταλούν στις ΗΠΑ για επαναχρησιμοποίηση. Τα Halon 1301 και 1211 αντικαταστάθηκαν με νέα μέσα αλογονανθράκων χωρίς αρνητικές επιπτώσεις στο όζον και μικρούς ατμοσφαιρικούς χρόνους ζωής, αλλά λιγότερο αποτελεσματικούς. Το Halon 2402 είναι ένα υγρό μέσο (διβρωμοτετραφθοροαιθάνιο) που έχει περιορισμένη χρήση στη Δύση λόγω της υψηλότερης τοξικότητάς του από τα 1211 ή 1301. Χρησιμοποιείται πλατιά στη Ρωσία και σε τμήματα της Ασίας και εχρησιμοποιείτο από την ιταλική θυγατρική της Kidde, με το όνομα "Fluobrene".
Υπάρχουν αρκετά διαθέσιμα μέσα για πυροσβεστήρες κατηγορίας D· κάποια αντιμετωπίζουν πολλαπλούς τύπους μετάλλων, άλλα όχι.
Το TMB χρησιμοποιήθηκε πειραματικά από την αεροπορία των ΗΠΑ, ειδικότερα όσον αφορά τους κινητήρες B-52 και δοκιμάστηκαν με τροποποιημένους τροχήλατους πυροσβεστήρες CBM των 10 γαλονιών. Άλλα μέσα προστέθηκαν για να καταστείλουν το φούντωμα της μεθανόλης, όπως το χλωροβρωμομεθάνιο (CBM), Halon 2402 και Halon 1211, με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας. Το Halon 1211 ήταν το πιο επιτυχημένο και το συνδυασμένο TMB πεπιεσμένο με halon 1211 και άζωτο ονομάστηκε Boralon και χρησιμοποιήθηκε πειραματικά από το Los Alamos National Laboratory σε ατομικά μέταλλα, χρησιμοποιώντας πυροσβεστήρες κλειστών κυλίνδρων που παρασκευάστηκαν από τη Metalcraft και Graviner για να απαλείψει το πρόβλημα μόλυνσης από υγρασία. Οι πυροσβεστήρες TMB/Boralon εγκαταλείφθηκαν προς όφελος περισσότερο πολυχρηστικών μέσων, αν και ακόμα αναφέρεται στις περισσότερες βιβλιογραφίες κατάσβεσης των ΗΠΑ.[25]
Η Buffalo παρήγαγε πυροσβεστήρες των 2,5 γαλονιών και ενός τετάρτου χρησιμοποιώντας το υγρό M-X που εκκενωνόταν μέσω ενός ακροφυσίου τύπου κεφαλής λουτήρα χαμηλής ταχύτητας, αλλά γνώρισε περιορισμένη επιτυχία, επειδή το Met-L-X της Ansul, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερους τύπους μετάλλων και ήταν άφλεκτο. Το M-X είχε το πλεονέκτημα της εύκολης επαναπλήρωσης και ήταν μη διαβρωτικό, επειδή ήταν με βάση το λάδι, αλλά η παραγωγή του δεν κράτησε πολύ λόγω των περιορισμένων εφαρμογών του.
Οι περισσότεροι πυροσβεστήρες κατηγορίας D έχουν ένα ειδικό ακροφύσιο χαμηλής ταχύτητας για να εκκενώνουν ήπια το μέσο προς αποφυγή διατάραξης λεπτά διαμερισμένων καιόμενων υλικών. Τα μέσα είναι επίσης διαθέσιμα και χύμα και μπορούν να εφαρμοστούν με σέσουλα ή φτυάρι.
Υπάρχουν αρκετοί πυροσβεστήρες τύπων σφαίρας ή χειροβομβίδας στο εμπόριο. Λειτουργούν χειροκίνητα με κύλιση ή ρίψη σε μια πυρκαγιά. Η σύγχρονη έκδοση της σφαίρας θα αυτοκαταστραφεί μόλις έρθει σε επαφή με τη φλόγα, διασκορπίζοντας ένα νέφος ξηρής χημικής σκόνης κατηγοριών ABC πάνω από την πυρκαγιά που κατασβένει τη φλόγα. Η περιοχή κάλυψης είναι περίπου 5 m2 (54 sq ft). Ένα πλεονέκτημα αυτού του τύπου είναι ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για παθητική κατάσβεση. Η σφαίρα μπορεί να τοποθετηθεί σε μια επικίνδυνη περιοχή για πυρκαγιά και θα ξεκινήσει αυτόματα η κατάσβεση αν εξελιχθεί η πυρκαγιά, λόγω της αναπτυσσόμενης θερμότητας. Οι περισσότεροι σύγχρονοι πυροσβεστήρες αυτού του τύπου είναι σχεδιασμένοι να κάνουν έντονο θόρυβο κατά τη χρήση τους.[28]
Αυτή η τεχνολογία, όμως, δεν είναι καινούργια. Στα 1800, γυάλινες χειροβομβίδες πυρκαγιάς γεμάτες με κατασβεστικά υγρά ήταν δημοφιλείς.[29] Κάποιες μεταγενέστερες μάρκες, όπως η Red Comet, σχεδιάστηκαν για παθητική λειτουργία και περιελάμβαναν μια ειδική βάση με ένα έναυσμα ελατηρίου που μπορεί να σπάσει τη γυάλινη σφαίρα όταν ένας εύτηκτος σύνδεσμος λιώσει. Όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, μερικοί γυάλινοι πυροσβεστήρες περιείχαν τον τοξικό τετραχλωράνθρακα.
Τα συμπυκνωμένα αερολύματα πυρόσβεσης (Condensed aerosol fire suppression) είναι μια μορφή με βάση σωματίδια παρόμοια με την κατάσβεση με αέρια (gaseous fire suppression) ή την ξηρή χημική κατάσβεση. Όπως με τους αέριους καταστολείς και τα συμπυκνωμένα αερολύματα χρησιμοποιούν καθαρά μέσα για να καταστείλουν την πυρκαγιά. Το μέσο μπορεί να διοχετευθεί μέσω μηχανικής, ηλεκτρικής ή συνδυασμένης ηλεκτρομηχανικής λειτουργίας. Σε αντίθεση με τους αέριους καταστολείς, που εκπέμπουν μόνο αέριο και προς τους ξηρούς χημικούς πυροσβεστήρες, που ελευθερώνουν σωματίδια με μορφή σκόνης μεγέθους (25-150 µm), τα συμπυκνωμένα αερολύματα ορίζονται από την NFPA ότι ελευθερώνουν στερεά σωματίδια σε λεπτό διαμερισμό (γενικά <10 µm), συνήθως πέρα από το αέριο.[30]
Ενώ τα ξηρά χημικά συστήματα πρέπει να σκοπευθούν απευθείας στη φλόγα, τα συμπυκνωμένα αερολύματα είναι μέσα κατάκλυσης και είναι συνεπώς αποτελεσματικά ανεξάρτητα από τη θέση και το ύψος της πυρκαγιάς. Τα υγρά χημικά συστήματα, όπως το είδος που γενικά βρίσκεται σε πυροσβεστήρες αφρού, πρέπει, παρόμοια με τα ξηρά χημικά συστήματα, να ψεκαστούν με κατεύθυνση την πυρκαγιά. Επιπλέον, τα υγρά χημικά (όπως το ανθρακικό κάλιο) διαλύονται σε νερό, ενώ τα μέσα που χρησιμοποιούνται σε συμπυκνωμένα αερολύματα είναι μικροσκοπικά στερεά.
Το 2015, ερευνητές ανακοίνωσαν ότι ήχος υψηλής έντασης στην περιοχή των 30 έως 60 χερτζ απομακρύνει το οξυγόνο από την επιφάνεια καύσης, σβήνοντας την πυρκαγιά. Μια προταθείσα εφαρμογή είναι να σβήνει πυρκαγιές στο διάστημα, χωρίς το απαιτούμενο καθάρισμα για μαζικά συστήματα.[31]
Οι περισσότερες χώρες στον κόσμο απαιτούν τακτική συντήρηση των πυροσβεστήρων από ένα αρμόδιο άτομο για να λειτουργούν με ασφάλεια και αποτελεσματικότητα, ως τμήμα της νομοθεσίας για την ασφάλεια κατά των πυρκαγιών. Η έλλειψη συντήρησης μπορεί να οδηγήσει σε έναν πυροσβεστήρα που δεν εκκενώνεται όταν απαιτηθεί, ή με ρωγμές όταν πιεστεί. Έχουν συμβεί θάνατοι, ακόμα και πρόσφατα, από έκρηξη διαβρωμένων πυροσβεστήρων.
Δεν υπάρχει κωδικός πυρκαγιάς που να καλύπτει όλες τις πυρκαγιές στις ΗΠΑ. Γενικά, οι περισσότερες κοινότητες (αποδεχόμενες τον σχετικό κώδικα για πυρκαγιές) απαιτούν επιθεωρήσεις κάθε 30 ημέρες για να εξασφαλίσουν ότι η μονάδα είναι υπό πίεση και ανεμπόδιστη (με την επιθεώρηση να γίνεται από έναν εργαζόμενο της εγκατάστασης) και μια ετήσια επιθεώρηση από έναν ειδικό τεχνικό. Απαιτείται επίσης έλεγχος της υδροστατικής πίεσης για όλους τους τύπους των πυροσβεστήρων που γίνεται γενικά κάθε πέντε χρόνια για τα μοντέλα νερού και CO2 και κάθε 12 χρόνια για ξηρά χημικά μοντέλα.
Πρόσφατα ο Εθνικός Οργανισμός Πυροπροστασίας των ΗΠΑ και η ICC ψήφισαν να καταργηθεί ο έλεγχος των 30 ημερών, εφόσον ο πυροσβεστήρας παρακολουθείται ηλεκτρονικά. Σύμφωνα με την NFPA, το σύστημα πρέπει να παρέχει διατήρηση καταγραφών με τη μορφή ηλεκτρονικού ημερολογίου συμβάντων στον πίνακα ελέγχου. Το σύστημα πρέπει επίσης να παρακολουθεί συνεχώς τη φυσική παρουσία των πυροσβεστήρων, την εσωτερική πίεση και αν κάποιο εμπόδιο που υπάρχει θα μπορούσε να αποτρέψει την άμεση πρόσβαση. Στην περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους προαναφερόμενους όρους εμφανιστεί, το σύστημα θα πρέπει να στέλνει μια ειδοποίηση στους αρμοδίους, ώστε να μπορούν άμεσα να διορθώσουν αυτήν την κατάσταση. Η ηλεκτρονική παρακολούθηση μπορεί να είναι ενσύρματη ή ασύρματη.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, απαιτούνται τρεις τύποι συντήρησης:
Στις ΗΠΑ, υπάρχουν 3 τύποι συντήρησης:
Σημείωση: αυτά είναι τα απαιτούμενα διαστήματα για κανονικές συνθήκες χρήσης, αν ο πυροσβεστήρας έχει εκτεθεί σε υπερβολική θερμότητα, δόνηση ή μηχανική βλάβη μπορεί να χρειαστεί να ελεγχθεί πιο νωρίς.
Το μέσο αδειάζεται και αποσυμπιέζεται και αφαιρείται η βαλβίδα. Μετά από μια διεξοδική εσωτερική και εξωτερική οπτική επιθεώρηση, ο κύλινδρος γεμίζεται με νερό, τοποθετείται μέσα σε ασφαλή φωλιά και πιέζεται στην καθορισμένη πίεση της δοκιμής (που διαφέρει ανάλογα με τον τύπο, την ηλικία και το υλικό του κυλίνδρου) για την καθορισμένη χρονική περίοδο. Αν δεν ανιχνευθούν αποτυχίες, εξογκώματα ή διαρροές, ο κύλινδρος περνά. Ο κύλινδρος, στη συνέχεια, αδειάζεται από το νερό και ξηραίνεται πλήρως, ενώ τοποθετείται ετικέτα με την ημερομηνία ελέγχου και την εταιρεία που εκτέλεσε τον έλεγχο. Οι τύποι CO2 έχουν την πληροφορία του ελέγχου σταμπαρισμένη στον κύλινδρο, όλοι οι άλλοι τύποι παίρνουν ένα αυτοκόλλητο πίσω από τον κύλινδρο. Όταν οι μονάδες ξεραθούν, αναγομώνονται. Αντίθετα με το Ηνωμένο Βασίλειο, οι ΗΠΑ δεν ανακατασκευάζουν τους πυροσβεστήρες και αντικαθιστούν τις βαλβίδες σε καθορισμένα διαστήματα εκτός και αν βρεθούν ελαττωματικά κομμάτια, με την εξαίρεση τον halon. Στους πυροσβεστήρες τύπου Halon αλλάζονται συχνά οι δακτύλιοι στεγανοποίησης και τα στελέχη της βαλβίδας σε κάθε εσωτερική συντήρηση για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα διαρροής.
Ο αρχικός κατασκευαστής του εξοπλισμού πρέπει να χρησιμοποιείται για τα ανταλλακτικά για να διατηρήσει ο πυροσβεστήρας την UL αξιολόγησή του. Αν τμήματα του πυροσβεστήρα δεν είναι διαθέσιμα, συνιστάται η αντικατάσταση, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πυροσβεστήρες έχουν μια προβλεπόμενη χρήση 25–35 χρόνια περίπου, αν και αρκετοί πυροσβεστήρες είναι τέτοιας ποιότητας που μπορούν να ξεπεράσουν αυτήν την περίοδο, αλλά πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η επιστήμη διαρκώς μεταβάλλεται και κάτι που ήταν το καλύτερο διαθέσιμο πριν από 30 χρόνια, μπορεί να μην είναι αποδεκτό για τις σύγχρονες ανάγκες της πυροπροστασίας.
Οι πυροσβεστήρες είναι, μερικές φορές, στόχος βανδαλισμού σε σχολεία και άλλους ανοικτούς χώρους. Οι πυροσβεστήρες αδειάζονται μερικώς ή πλήρως από βάνδαλους, με αποτέλεσμα εξασθένηση των κατασβεστικών δυνατοτήτων του πυροσβεστήρα.
Σε ανοικτούς δημόσιους χώρους, οι πυροσβεστήρες διατηρούνται ιδανικά μέσα σε ερμάρια που έχουν γυαλί που πρέπει να σπάσει για να προσπελαστεί ο πυροσβεστήρας, ή τα οποία εκπέμπουν μια σειρήνα ειδοποίησης που δεν μπορεί να σταματήσει χωρίς κλειδί, για να ειδοποιηθούν οι υπεύθυνοι ότι ο πυροσβεστήρας έχει πειραχθεί από μη εξουσιοδοτημένο άτομο, αν δεν υπάρχει πυρκαγιά. Ειδοποιείται επίσης η συντήρηση για να ελέγξει τον πυροσβεστήρα και να αντικατασταθεί αν έχει χρησιμοποιηθεί.
Οι πινακίδες ταυτοποίησης πυροσβεστήρων είναι μικρές πινακίδες σχεδιασμένες να αναρτώνται κοντά σε έναν πυροσβεστήρα, για να τραβήξουν την προσοχή για τη θέση του πυροσβεστήρα (π.χ., αν ο πυροσβεστήρας είναι σε έναν στύλο, η πινακίδα θα πρέπει γενικά να είναι στην κορυφή του στύλου, ώστε να μπορεί να φαίνεται από μακριά). Τέτοιες πινακίδες μπορούν να κατασκευαστούν από μια ποικιλία υλικών, όπως αυτοκόλλητο βινύλιο, δύσκαμπτο πολυβινυλοχλωρίδιο και αλουμίνιο.
Πέρα από τις λέξεις και τα εικονογράμματα που δείχνουν την παρουσία ενός πυροσβεστήρα, κάποιες σύγχρονες πινακίδες ταυτοποίησης των πυροσβεστήρων περιγράφουν επίσης το κατασβεστικό μέσο στη μονάδα και συνοψίζουν τους τύπους των πυρκαγιών για τις οποίες είναι ασφαλής η χρήση τους.
Για κάποια δημόσια και κυβερνητικά κτίρια απαιτείται συχνά, από τοπικές νομοθεσίες, να δίνουν μια πινακίδα ταυτοποίησης για κάθε πυροσβεστήρα επί τόπου.[32]
Παρόμοιες πινακίδες είναι διαθέσιμες για άλλα κατασβεστικά μέσα (συμπεριλαμβανομένων των πυρίμαχων κουβερτών (fire blankets) και των καρουλιών/στηριγμάτων των εύκαμπτων πυροσβεστικών σωλήνων (fire hose)) και για άλλο εξοπλισμό ανάγκης (όπως κουτιά πρώτων βοηθειών (first aid kits)).
Οι περισσότερες εξουσιοδοτούσες υπηρεσίες έχουν κανονισμούς που περιγράφουν την τυπική εμφάνιση αυτών των πινακίδων (π.χ., ύψος κειμένου, χρησιμοποιούμενα εικονογράμματα κ.λ.π.).[33]
Οι φωταυγείς πινακίδες πυροσβεστήρων κατασκευάζονται από μη τοξικό φωταυγή φώσφορο που απορροφά το φως του περιβάλλοντος και το απελευθερώνει αργά στο σκοτάδι. Τέτοιες πινακίδες είναι ανεξάρτητες από εξωτερικές πηγές παροχής ρεύματος και συνεπώς προσφέρουν ένα χαμηλού κόστους αξιόπιστο μέσο που δείχνει τη θέση του εξοπλισμού επείγουσας ανάγκης στο σκοτάδι ή σε συνθήκες με καπνό. Η απόδοση φωτεινότητας για τις θέσεις των πινακίδων εξοπλισμού για τη διασφάλιση της ζωής πρέπει να καλύπτει τις απαιτήσεις του διεθνούς προτύπου ISO 17398, έτσι ώστε η πινακίδα να μην διεγείρεται μόνο σε πολύ χαμηλά επίπεδα περιβάλλοντος φωτός (25 lux), αλλά να έχει επίσης αποτελεσματική ένταση φωταύγειας και διάρκεια, καθιστώντας ευδιάκριτη την πινακίδα σε περίπτωση πτώσης του ρεύματος, ή εάν ο καπνός θολώσει τα φώτα ανάγκης της οροφής. Η αντίστοιχη ένωση (Photoluminescent Safety Products Association ή PSPA) έχει οδηγό για την απόδοση της φωταύγειας για να βοηθήσει τους χρήστες στις εφαρμογές σύμφωνα με τις "International Maritime Organization Emergency Equipment and Life-saving Appliance Location Requirements" και τις παγκόσμιες απαιτήσεις διαχείρισης βιομηχανικής αντιπυρικής ασφάλειας.
Οι φωταυγείς πινακίδες περιγράφονται μερικές φορές λανθασμένα ότι είναι ανακλαστικές. Ένα ανακλαστικό υλικό θα επιστρέψει το φως του περιβάλλοντος μόνο όσο παρέχεται η πηγή του φωτός αντί να αποθηκεύει ενέργεια και να την απελευθερώνει για μια χρονική περίοδο. Όμως, πολλοί πυροσβεστήρες και θέσεις ανάρτησης πυροσβεστήρων έχουν ταινίες από αντανακλαστικές ταινίες που είναι τοποθετημένες πάνω τους για να διευκολύνουν τη θέση τους σε καταστάσεις όπου υπάρχει μόνο φωτισμός ανάγκης ή υπάρχουν διαθέσιμοι μόνο φακοί.