Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Πυρόχλωρο. Προέλευση: Zomba District, Μαλάουι | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Οξείδια, υδροξείδια. Υπερομάδα πυροχλώρου |
Χημικός τύπος | (Ca,Na)2Nb2O6(OH,F) |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 4,45 - 4,9 gr/cm3 |
Χρώμα | Μέλαν, καστανό, ερυθροκάστανο, πορτοκαλέρυθρο, καστανέρυθρο |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Κυβικό |
Κρύσταλλοι | Τυπικά οκτάεδρα |
Υφή | Συμπαγής, κοκκώδης |
Διδυμία | Σπάνια κατά {111} |
Σκληρότητα | 5 - 5,5 |
Σχισμός | Κατά {111} ενίοτε με αποχωρισμό |
Θραύση | Ατελώς κογχοειδής έως ανώμαλη |
Λάμψη | Υαλώδης ως ρητινώδης |
Γραμμή κόνεως | Καστανή |
Πλεοχρωισμός | Όχι |
Διαφάνεια | Ημιδιαφανής ως αδιαφανής |
Παρατηρήσεις | Ενίοτε ραδιενεργός |
Το πυρόχλωρο (αγγλ. pyrochlore) είναι οξείδιο - υδροξείδιο (ενίοτε περιέχον και φθόριο) του νατρίου, του ασβεστίου και του νιοβίου. Το όνομά του προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «πυρ» και «χλωρόν», καθώς το ορυκτό χρωματίζεται πράσινο αν θερμανθεί έντονα ή αναφλεγεί.
Ανευρίσκεται σε πηγματίτες, νεφελινικούς συηνίτες, καρμπονατίτες και άλλα αλκαλικά πετρώματα, συχνά σε παραμικτικές σειρές (ομάδα πυροχλώρου). Σχετίζεται με ζιρκόνιο, απατίτη, αιγιρίνη, κολουμπίτη και περοβσκίτη. Συχνά περιέχει προσμίξεις σπανίων γαιών, ορισμένες ραδιενεργές, που του προσδίδουν ραδιενεργές ιδιότητες.
Απαντάται σε πολλά σημεία του πλανήτη. Κύριες εμφανίσεις είναι στο Λάρβικ (Νορβηγία), στη Γερμανία (Βάδη - Βυτεμβέργη και Άιφελ), στη Ρωσία (όρη Ίλμεν και νότια Ουράλια, περιοχή Γιενισέι της Σιβηρίας και στη χερσόνησο Κόλα), στις περιοχές Hybla και Oka του Οντάριο (Καναδάς), την Τανζανία, το Μαλάουι, τη Γουϊνέα, τη Βραζιλία και τη νότια Αυστραλία.
Δεν απαντάται στην Ελλάδα