Πόθοι στους Βάλτους Πικρό Ρύζι (Riso amaro) | |
---|---|
Σκηνοθεσία | Τζουζέπε Ντε Σάντις[1][2][3] |
Παραγωγή | Ντίνο ντε Λαουρέντις |
Σενάριο | Κοράντο Αλβάρο, Τζουζέπε Ντε Σάντις, Κάρλο Λιτζάνι, Ίβο Περίλι και Τζιάννι Πουτσίνι |
Πρωταγωνιστές | Βιτόριο Γκάσμαν[1][4], Ντόρις Ντάουλινγκ[1][4], Σιλβάνα Μάνγκανο[1][2][4], Ραφ Βαλόνε[1][4], Κέκο Ρισόνε[1][4], Κάρλο Ματσαρέλα[1][4], Νίκο Πέπε[1][4], Μαρία Γκράτσια Φράντσια[1][4], Άννα Μαέστρι[1][4], Ερμάννο Ράντι[1][4], Λία Κορέλι[1][4] και Ατίλιο Ντοτέσιο[1][4] |
Μουσική | Γκοφρέντο Πετράσι |
Φωτογραφία | Οτέλο Μαρτέλο |
Εταιρεία παραγωγής | Lux Film |
Διανομή | Lux Film και Netflix |
Πρώτη προβολή | 7 Σεπτεμβρίου 1949 (Κάννες) |
Διάρκεια | 108 λεπτά |
Προέλευση | Ιταλία |
Γλώσσα | Ιταλικά |
Σχετικά πολυμέσα | |
δεδομένα ( ) |
Το Πόθοι στους βάλτους (Πρωτότυπος τίτλος: Riso amaro) γνωστή κι ως Πικρό Ρύζι, είναι Ιταλική νεορεαλιστική δραματική ταινία του 1949 σε σκηνοθεσία Τζουζέπε Ντε Σάντις. Πρωταγωνιστούν οι Σιλβάνα Μάνγκανο, Βιτόριο Γκάσμαν, Ντόρις Ντάουλινγκ και Ραφ Βαλόνε. Την παραγωγή έκανε ο Ντίνο ντε Λαουρέντις. Η ταινία έγινε τεράστια παγκόσμια επιτυχία, προβλήθηκε στο τρίτο φεστιβάλ των Καννών[5] και προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ιστορίας στην τελετή του 1951.
Η Φραντσέσκα (Νόρις Ντάουλινγκ) κι ο εραστής της Βάλτερ (Βιττόριο Γκάσμαν), έχουν κλέψει ένα πολύτιμο περιδέραιο και προκειμένου να ξεφύγουν από την αστυνομία, αναμειγνύονται με μια ομάδα εποχιακών εργατριών που οδεύουν προς τους ορυζώνες του Πάδου όπου πρόκειται να μαζέψουν τη σοδειά του ρυζιού. Μεταξύ των εργατριών βρίσκεται και η χυμώδης Σιλβάνα (Σιλβάνα Μάνγκανο), η οποία χορεύει μπούγκι γούγκι με τον Βάλτερ σε μια στάση του τρένου. Ο Βάλτερ αναγνωρίζεται από την αστυνομία και το σκάει, αφήνοντας την Φραντσέσκα μόνη της. Η Σιλβάνα προσεγγίζει τη Φραντσέσκα, όταν ανακαλύπτει ότι έχει μαζί της το κόσμημα. Η Φραντσέσκα πιάνει δουλειά με τις εργάτριες, η Σιλβάνα καταφέρνει να της κλέψει το περιδέραιο κι έπειτα την κατηγορεί ως απεργοσπάστρια προκαλώντας την οργή των υπόλοιπων εργατριών που ετοιμάζονται να την λιντσάρουν όταν σώζεται την τελευταία στιγμή από τον στρατιωτικό Μάρκο Γκάλι (Ραφ Βαλόνε) που υπηρετεί τη θητεία του εκεί κοντά. Η Φραντσέσκα ερωτεύεται τον Μάρκο, αλλά εκείνος έχει μάτια μόνο για τη Σιλβάνα. Η επιστροφή του Βάλτερ στην ομάδα των εργατών, έχει τραγικές συνέπειες για τη ζωή των δυο ζευγαριών, τα οποία δένονται μεταξύ τους όλο και πιο στενά από τη μοίρα.
Σε ηλικία μόλις 32 χρονών και μόλις στη δεύτερη του ταινία μετά το Η Μητέρα μου η Γη (Caccia Tragica), ο Τζουζέπε Ντε Σάντις υπέγραψε το πρώτο του αριστούργημα. Η υπόθεση του Πόθοι στους Βάλτους χαρακτηρίζεται από το απαραίτητο για την εποχή μελοδραματικό υπόβαθρο και από το νεορεαλιστικό του περίβλημα[6].
Ο Ντε Σάντις συνέλαβε την ιδέα για τη δημιουργία της ταινίας μια νύχτα που επέστρεφε με το τρένο από το Παρίσι όπου είχε παρευρεθεί σε μερικές προβολές της πρώτης του ταινίας στη Γαλλία. Βρισκόταν λοιπόν στο σταθμό του Μιλάνο, όπου περιφερόταν περιμένοντας την ανταπόκριση για τη Ρώμη. "Ξαφνικά", είπε ο σκηνοθέτης, "μέσα στην ηρεμία της νύχτας, άρχισα να ακούω φωνές, μουρμουρητά και τραγούδια και πλησίασα για να ανακαλύψω ότι προέρχονταν από μια ομάδα εργατριών που περίμεναν το τρένο που θα τις οδηγούσε στον ορυζώνα. Κι ενώ περίμεναν γελούσαν, αστειεύονταν και τραγουδούσαν. Έμεινα εκεί μέχρι και το πρωί μαζί τους, χάνοντας το τρένο για τη Ρώμη". Η πρώτη εικόνα της ταινίας είναι αυτή κι ήταν εκείνη που έδωσε στο σκηνοθέτη την ώθηση ώστε να δημιουργήσει μια ταινία πάνω στο γυναικείο κόσμο.
Στις προετοιμασίες της ταινίας συμμετείχε ενεργά κι ένας δημοσιογράφος της εφημερίδας Unita καθώς και πρώην πρωταθλητής του ποδοσφαίρου, Ραφ Βαλόνε. Ο σεναριογράφος της ταινίας Κάρλο Λιτσάνι είπε ότι ο Βαλόνε είχε σημαντικό ρόλο στην προετοιμασία της ταινίες. Βλέποντας το φυσικό τρόπο με τον οποίο έθετε τις ερωτήσεις στον κόσμο που διηγούταν τις εμπειρίες του πάνω στη δουλειά στους ορυζώνες, οι Ντε Σάντις και Λιτσάνι, αποφάσισαν να του δώσουν την ευκαιρία να γίνει ένα από τα νέα πρόσωπα του ιταλικού κινηματογράφου και η ταινία εκτίναξε τη δημοτικότητα του Βαλόνε στα ύψη.[6]
Ο πιο ενδιαφέροντας χαρακτήρας ήταν όμως εκείνος της Σιλβάνα, τον οποίο ερμήνευσε η Σιλβάνα Μάνγκανο, επιλογή αισθησιακή, που σχολιάστηκε αρνητικά από μερικούς πουριτανούς δημοσιογράφους αλλά χειροκροτήθηκε από το κοινό. Η πρώτη συνάντηση του Ντε Σάντις με τη Μάνγκανο έγινε αμέσως μετά τη λήξη του πολέμου, όταν όλοι οι ιταλοί σκηνοθέτες επιχειρούσαν να καθιερώσουν νέα πρόσωπα στο κινηματογραφικό στερέωμα κι όλοι έψαχναν την Ιταλίδα Ρίτα Χέιγουορθ. Η Μάνγκανο εμφανίστηκε σε ακρόαση για την ταινία μαζί με μια φίλη της κι οι δυο ήταν ντυμένες απαίσια και με υπερβολικό μακιγιάζ, ακριβώς το αντίθετο από αυτό που έψαχνε ο σκηνοθέτης ο οποίος τις έδιωξε. Μερικές μέρες αργότερα ο Ντε Σάντις συνάντησε τυχαία τη Μάνγκανο στην γωνία της οδού Βένετο και της οδού Σιτσίλια στη Ρώμη. Η μέρα ήταν βροχερή κι ο ένας έπεσε πάνω στον άλλο τυχαία. Η Μάνγκανο ήταν ντυμένη λιτά και φτωχικά, τα μαλλιά της ήταν βρεγμένα και κρατούσε στα χέρια της ένα τριαντάφυλλο. Ο Ντε Σάντις δεν τη θυμόταν αλλά εκείνη του θύμισε την ακρόαση από την οποία πέρασε κι έμειναν εκεί να μιλάνε κάτω από τη βροχή για παραπάνω από μια ώρα. Τότε κατάλαβε ότι αυτή επρόκειτο να αναλάβει το ρόλο της Σιλβάνα. Μέχρι τότε πρώτη επιλογή για το σκηνοθέτη ήταν η πρώην Μις Ιτάλια Λουτσία Μποζέ, αλλά τελικά η Μάνγκανο απεδείχθη καλύτερη επιλογή εφόσον έμοιαζε περισσότερο με Ιταλίδα[6]. Στην ταινία την ηθοποιό ντούμπλαρε η Λίντια Σιμονέσκι. Στην ταινία η Μάνγκανο υιοθετεί το στερεότυπο της συμπεριφοράς που προβαλλόταν από τις αμερικανικές ταινίες και η κατρακύλα του χαρακτήρα που υποδύεται πρεσβεύει τη στάση του σκηνοθέτη απέναντι στα αμερικανικά καπιταλιστικά πρότυπα[7]. Άλλος ένας ηθοποιός που έλαβε τον πρώτο του σημαντικό κινηματογραφικό ρόλο κι έμελλε να γίνει ένα από τα μεγαλύτερα αστέρια του Ιταλικού Σινεμά ήταν ο Βιτόριο Γκάσμαν. Η Αμερικανίδα Ντόρις Ντάουλινγκ, που είχε συμμετάσχει στην ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ Χαμένο Σαββατοκύριακο (The Lost Weekend, 1945) ανέλαβε το ρόλο της Φραντσέσκα.
Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν στην επαρχία του Βερτσέλι στο Πεδεμόντιο και συγκεκριμένα στην Κασίνα Βενεράρια[8], ενώ το συνολικό κόστος της ταινίας ήταν 70 εκατομμύρια λίρες.
Η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Ιστορίας το 1951.
Υποψηφιότητα: