Η πόρπη αποτελεί τον αρχαιότατο πρόγονο της σύγχρονης παραμάνας, που αξιοποιήθηκε αρχικά με σκοπό να συγκρατήσει ένα ένδυμα πάνω στο σώμα (τυπικά στον δεξί ώμο ή και στους δύο ώμους, ανάλογα με το ένδυμα). Στην αρχαία Ελλάδα συγκεκριμένα, άνδρες και γυναίκες χρησιμοποιούσαν τις πόρπες για να σταθεροποιήσουν τους χιτώνες, τους πέπλους ή τις χλαμύδες τους. Πέρα από την καθαρά πρακτική τους χρήση, απέκτησαν την αξία κοσμημάτων που επιδείκνυαν τον πλούτο και την κοινωνική θέση του κατόχου τους· παράλληλα, απέκτησαν και συμβολική αξία, οπότε άρχισαν να προσφέρονται ως αναθήματα (αφιερώματα) σε ναούς. Με την πάροδο των αιώνων η χρήση τους επεκτάθηκε σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου, στην Εγγύς Ανατολή, αλλά και στη Βόρεια Ευρώπη· η διάδοση αυτή έδωσε χώρο για την εμφάνιση νέων τεχνοτροπιών και μορφών στις πόρπες.
Η αξιοποίηση των πορπών δεν περιορίστηκε στην αρχαιότητα, αλλά πέρασε μέσα στους αιώνες και συνδυάζοντας την πρακτική τους χρήση με αυτήν του κοσμήματος έφτασε μέχρι τη νεότερη εποχή. Είναι χαρακτηριστικό πως πολλές ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές περιλαμβάνουν μια πόρπη.
Έτσι, στη σύγχρονη εποχή, έξω από τα πλαίσια της αρχαιολογίας, η λέξη πόρπη χρησιμοποιείται είτε με τη σημασία του κοσμήματος που καρφιτσώνεται στα ρούχα, είτε ως συνώνυμη της λέξης αγκράφα για να περιγράψει το μεταλλικό (συνήθως) εξάρτημα που συνδέει τα δύο άκρα σε μια ζώνη ή σε ένα λουράκι ρολογιού χειρός ή ακόμα στο δέσιμο κάποιων υποδημάτων.
Ο ακριβής τόπος όπου για πρώτη φορά παράχθηκαν και αξιοποιήθηκαν οι πόρπες έχει προβληματίσει τους ειδικούς· προτάσεις να περιλαμβάνουν τον πολιτισμό της Τεραμάρε στη βόρεια Ιταλία, τον πολιτισμό της ύστερης εποχής του Χαλκού στη βόρεια Ευρώπη και την ύστερη Μυκηναϊκή περίοδο στην Ελλάδα. Αν και δεν είναι αδιαμφισβήτητη, η υπόθεση ότι οι πόρπες εφευρέθηκαν στην Μυκηναϊκή Ελλάδα φαίνεται η πιο πιθανή. [1]
Από την προϊστορική εποχή μαρτυρείται σε πολλούς λαούς η χρήση περονών, που, στα μάτια ενός σύγχρονου παρατηρητή, μοιάζουν με μεγάλα καρφιά και τα οποία χρησιμοποιούνταν για να τρυπήσουν ένα ύφασμα σε δύο αντικριστά σημεία πάνω από τον ώμο, με σκοπό να συγκρατηθεί το ένδυμα στη θέση του. Η εφεύρεση της πόρπης μοιάζει σαν το λογικό επόμενο βήμα, που, αντί να αφήνει εκτεθειμένο το αιχμηρό άκρο της περόνης, χρησιμοποιεί το άλλο άκρο για να ασφαλίσει την αιχμή. Και πράγματι, οι πρώτες πόρπες που εμφανίστηκαν στη Μυκηναϊκή εποχή, είναι πανομοιότυπες με τις σύγχρονες παραμάνες, καθώς πρόκειται για ένα κομμάτι μετάλλου, που έχει περιστραφεί με τέτοιο τρόπο, ώστε εκμεταλλευόμενοι την ελαστικότητα του μετάλλου, το αιχμηρό άκρο να μπορεί να καμφθεί και να «ασφαλίσει» μέσα στο άλλο άκρο, που έχει διαμορφωθεί ως υποδοχή του.
Οι αρχαίοι Έλληνες για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα χρησιμοποιούσαν τόσο τις περόνες όσο και τις πόρπες [1] στους χιτώνες, τους πέπλους ή τις χλαμύδες τους, προτού η χρήση των περονών ατονήσει κατά την κλασική περίοδο, που επικράτησε η χρήση πορπών, αλλά και κομβίων. Από πολύ νωρίς όμως, η σημασία των πορπών ήταν τέτοια, που πέρα από αντικείμενα καθημερινής χρήσης για την ένδυση, αξιοποιήθηκαν και ως αναθήματα που αφιερώνονταν στους θεούς· με χιλιάδες πόρπες να έχουν βρεθεί στους αποθέτες αρχαίων ναών [1][2]. Επίσης, οι πόρπες αξιοποιούνταν και ως κτερίσματα που συνόδευαν τους νεκρούς στη μετά θάνατον ζωή τους. [1][2] Δεδομένου ότι μια πόρπη ήταν ορατή πάνω στο ρούχο, σύντομα απέκτησε και την αξία ενός στολιδιού που θα μπορούσε να μετατραπεί σε κόσμημα [1]. Και πράγματι αξιοποιήθηκαν πολύτιμα μέταλλα και περίτεχνα σχέδια που τις μετέτρεπαν σε υψηλού επιπέδου τέχνεργα.
Από τους Μυκηναίους Έλληνες η χρήση τους διαδόθηκε γρήγορα και σε γειτονικούς λαούς. Σύντομα, κοντά στις αμιγώς ελληνικές μορφές εμφανίστηκαν και νέες σε περιοχές όπως η Φρυγία, η Κύπρος, η Ετρουρία και αλλού. Με την εμφάνιση στο προσκήνιο και την επέκταση του κράτους της αρχαίας Ρώμης, οι πόρπες αποκτούν ένα νέο «κοινό» που τις αξιοποιεί τόσο για την πρακτική τους χρήση, όσο και ως μέσο επίδειξης. Μάλιστα θεωρείται πως οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι έπαιξαν καταλυτικό ρόλο για τη διάδοση των πορπών στους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς, μέσω κατακτήσεων τους στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως τη ρωμαϊκή εποχή, η πόρπη (fibula) [α] άρχισε να χρησιμοποιείται για τη σταθεροποίηση της ζώνης, γεγονός που έδωσε και ένα νέο νόημα στη λέξη πόρπη και την κατέστησε κομμάτι των μεταγενέστερων μορφών των ζωνών· αυτή η σημασία έχει φτάσει ως τις μέρες μας για να περιγράψει το εξάρτημα που εναλλακτικά αποκαλείται και αγκράφα.
Η χρήση τους συνεχίζεται αδιάκοπα μέσα στον Μεσαίωνα και πολυτελείς πόρπες κοσμούν τα ενδύματα των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων, αλλά και των αξιωματούχων της αυλής τους. Αλλά και εκτός της αυτοκρατορίας, σε άλλες περιοχές της Ευρώπης οι πόρπες αξιοποιούνται ως σύμβολο της κοινωνικής θέσης του κατόχου τους, με τους Φράγκους, τους λαούς των Βρετανικών Νήσων και τους Βίκιγκ να δημιουργούν πόρπες εξαιρετικής τεχνοτροπίας και αισθητικής.
Στην αρχική και πιο απλή μορφή τους, οι πόρπες παράγονταν από χαλκό (ακριβέστερα από κάποιο μείγμα χαλκού), αργότερα και από σίδερο, αλλά ειδικά στην περίπτωση που αξιοποιούνταν ως κοσμήματα, ως πρώτη ύλη χρησιμοποιήθηκαν και πολύτιμα υλικά, όπως ο χρυσός, ο άργυρος, ακόμα και το ελεφαντοστό.
Η πρώτη μορφή, που εμφανίστηκε περίπου τον 14ο αιώνα π.Χ., είναι αυτή της λεγόμενης τοξωτής πόρπης, με σχήμα που θυμίζει ένα τόξο ή το δοξάρι του βιολιού. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, αυτές οι πόρπες ήταν πανομοιότυπες με τις σύγχρονες παραμάνες και εστίαζαν στη λειτουργικότητα και όχι στην εμφάνιση. Σύντομα εμφανίζονται νέες μορφές με μεγάλη καμπύλωση του τόξου [β], με παχύτερο τόξο, με σπειροειδές τόξο, με τόξο σε μορφή ζικ-ζακ, με το τόξο διακοσμημένο με κόμπους ή σε σχεδόν τριγωνικό σχήμα (που θυμίζουν λυγισμένο χέρι), άλλες με ζωόμορφη διακόσμηση κ.α.. Άλλες μορφές, όπως η μεταγενέστερη πόρπη βοιωτικού τύπου, πήραν το όνομά τους από την περιοχή που πρωτοεμφανίστηκαν σε μεγάλο πλήθος· ο συγκεκριμένος τύπος χαρακτηρίζεται από ένα πλατύ πλαίσιο στο σημείο της ασφάλισης, στο οποίο συχνά υπάρχει εγχάρακτη διακόσμηση.
Μια άλλη μορφή πόρπης έχει την αιχμή να καρφιτσώνεται κάθετα στο ύφασμα και όχι παράλληλα στους ώμους όπως στην κλασική της χρήση, με τον διάκοσμο της πόρπης να είναι ανάλογα προσαρμοσμένος για να έχει σωστή εμφάνιση.
Πέρα από την τοξωτή μορφή, εμφανίστηκε και μια μορφή που δεν διαθέτει τόξο, αλλά μοιάζει με έναν μικρό, διακοσμημένο δίσκο, που στο «πίσω» μέρος του βρίσκονται τόσο η κινούμενη αιχμή, όσο και η ασφάλεια. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τέτοιας μορφής είναι η λεγόμενη οκτώσχημη πόρπη.
Αξίζει να παρατηρηθεί ότι αρκετά νωρίς, στη βόρεια Ευρώπη κυρίως, εμφανίστηκε και μια μορφή πόρπης που δεν αποτελείται από ένα ενιαίο κομμάτι συστραμμένου μετάλλου, αλλά από δύο ανεξάρτητα κομμάτια (το ένα της αιχμής και το άλλο της «ασφάλειας») που ενώνονται μεταξύ τους στη μία πλευρά με έναν σύνδεσμο, ενώ στην άλλη πλευρά «ασφαλίζουν» όπως στις προηγούμενες μορφές.