Περιτριγυρίζεται από τον κόλπο της Λάρνακας στα νότια, τα κατεχόμενα στα βόρεια και το τουρκοκυπριακό χωρίο Πέργαμος, τη Βρετανική βάση Δεκέλειας στα ανατολικά και τις κοινότητες Τρούλλων και Ορόκλινης στα δυτικά. Είναι ένα από τέσσερα χωριά που είναι εντός της "πράσινης γραμμής" ή νεκρής ζώνης, δηλαδή της αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης μεταξύ των κατεχόμενων και των ελεύθερων περιοχών της Κύπρου που ελέγχεται από την Ειρηνευτική Δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στην Κύπρο. Τα άλλα τρία χωριά είναι η Αθηαίνου, οι Τρούλλοι και η Δένεια. Όπως και τα άλλα τρία χωριά, η Πύλα διοικείται από τις νόμιμες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη βοήθεια των Ηνωμένων Εθνών, όταν παραστεί ανάγκη.
Χάρτης της επαρχίας Λάρνακας στη Κύπρο (κόκκινο)
Η Πύλα είναι μια ξεχωριστή κοινότητα στην Κύπρο. Είναι η μοναδική κοινότητα όπου οι αρχικοί κάτοικοί της, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, συνεχίζουν να συμβιώνουν στην κοινότητά τους σε ένα σχετικά ήρεμο περιβάλλον.[15] Περίπου 850 ήταν οι Ελληνοκύπριοι και 487 είναι οι Τουρκοκύπριοι.[16] Η κοινότητα έχει τρεις Ορθόδοξεςεκκλησίες και ένα τζαμί.
Η Πύλα είναι από τα πιο αρχαία χωριά της Κύπρου. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως τεκμήρια που καταδεικνύουν την ύπαρξη ανθρώπινης δραστηριότητας στην ευρύτερη περιοχή της Πύλας από την 3η χιλιετηρίδα προ Χριστού κατά την πρώιμη και μέση εποχή του χαλκού (2400 π.Χ.).
Κατά το Μεσαίωνα υπάρχει σαν κοινότητα. Σε αρχαίους χάρτες αναφέρεται σαν Pila ή Pilla.
Το όνομα Πύλα έχει ελληνική ρίζα και μία εκδοχή είναι ότι προέρχεται από την ελληνική λέξη "πύλη" πιθανώς γιατί ο οικισμός στα αρχαία χρόνια ήταν η μόνη είσοδος στην πεδιάδα της Μεσαορίας. [17]
Το σχετικά ήρεμο περιβάλλον του μικτού χωριού διαταράχθηκε στις 18 Αυγούστου 2023, όταν οι παράνομες αρχές της τουρκικής κατοχικής δύναμης επιχείρησαν κατασκευαστικές εργασίες, σε μια απόπειρα να δημιουργήσουν τετελεσμένα επί του πεδίου. Όπως ανακοίνωσε η ΟΥΝΦΙΚΥΠ, που καταδίκασε το συμβάν, σημειώθηκε επίθεση «από προσωπικό της τ/κ πλευράς», στη διάρκεια του οποίου, προκλήθηκαν, επιπλέον ζημιές σε οχήματα των Ηνωμένων Εθνών, προειδοποιώντας ότι «οι απειλές για την ασφάλεια των ειρηνευτών των ΗΕ και η πρόκληση ζημιών στην περιουσία των ΗΕ είναι απαράδεκτες και αποτελούν σοβαρό έγκλημα με βάση το διεθνές δίκαιο που θα διωχθούν στον μέγιστο βαθμό που προβλέπει ο νόμος». Τις προκλητικές, αυτές, ενέργειες καταδίκασαν αμέσως τόσο η κυπριακή και ελληνική κυβέρνηση, όσο και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Σαρλ Μισέλ.[19] Ακολούθησαν, ο ύπατος εκπρόσωπος της Ε.Ε., Ζοζέπ Μπορέλ και οι αρχές των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας.[20]