Πύλη του Αγίου Παγκρατίου | |
---|---|
Είδος | πύλη της πόλης |
Γεωγραφικές συντεταγμένες | 41°53′18″N 12°27′41″E |
Διοικητική υπαγωγή | Ρώμη |
Χώρα | Ιταλία |
Ιστότοπος | |
Επίσημος ιστότοπος | |
Πολυμέσα | |
δεδομένα (π) |
Η Πύλη του Αγ. Παγκρατίου, (λατιν.: Porta San Pancrazio), ήταν μία από τις νότιες πύλες των Αυρηλιανών Τειχών στην Αρχαία Ρώμη της Ιταλίας.
Η πύλη στεγάζει σήμερα την «Εθνική Ένωση Βετεράνων και Επιζώντων Γκαριμπάλντι» μαζί με το «Μουσείο Γκαριμπάλντι» (αφιερωμένο στην ιταλική μεραρχία παρτιζάνων "Garibaldi", που έδρασε μεταξύ 1943 και 1945).
Η πύλη υψώνεται κοντά στην κορυφή του Ιιανίκουλου λόφου και η πρώτη της οικοδόμηση θα μπορούσε να χρονολογείται από το τέλος της εποχής της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, όταν ένα ταπεινό συγκρότημα κατοικιών στη δεξιά όχθη του Τίβερη περιβαλλόταν από ένα μικρό αστικό τείχος. Αργότερα έγινε η νότια κορυφή της έκτασης του τείχους, που κτίστηκε το 270 από τον Αυτοκράτορα Αυρηλιανό, που σκαρφάλωνε στον λόφο σε ένα τριγωνικό σχήμα.
Ένα από τα σχετικά χαρακτηριστικά της 14ης Περιφέρειας, όπου υψωνόταν η Πύλη, ήταν ότι περνούσε από την παλαιά Βία Αουρέλια (Via Aurelia vetus): ο δρόμος ξεκινούσε από τη Πονς Αιμίλιους, ανέβαινε στον λόφο και έβγαινε από την πόλη ακριβώς μέσα από την Πύλη, που πήρε το όνομά της από την οδό· ακόμη και τώρα, η σημερινή Αρχαία Αυρηλιανή Οδός (Via Aurelia Antica), έχοντας χάσει την έκτασή της εντός του Τραστέβερε, ξεκινά από εδώ. Για τον λόγο αυτό, το προηγούμενο όνομα της πύλης ήταν Porta Aurelia, [1] αν και μαρτυρούνται οι ονομασίες Gianicolense ή Aureliana, από το όνομα του υπάτου που ανέλαβε και κατασκεύασε την οδό. Η σημασία του κοντινού τάφου του χριστιανού μάρτυρα Παγκρατίου (Pancras), της κατακόμβης (που του αφιερώθηκε) και αργότερα της Βασιλικής, προορισμοί συνεχών προσκυνημάτων, επικράτησε τόσο πολύ κατά μήκος του υπατικού δρόμου, ώστε το νέο όνομα τής Πύλης ως Πόρτα Σαν Πανκράτσιο να επηρεάσει -όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις- τη διαδικασία εκχριστιανισμού της ονοματολογίας και άλλων ρωμαϊκών πυλών. Από τον 6ο αι. η πύλη έλαβε το όνομα, που διατηρεί μέχρι σήμερα. [2]
Στην περιοχή, στην εσωτερική πλευρά, υπήρχαν οι δημόσιοι μύλοι, τοποθετημένοι κοντά στο υδραγωγείο, που ονομάζεται Άκουα Τραϊάνα, που λειτουργούσε μέχρι τα τέλη του Μεσαίωνα.
Η αρχική όψη της πύλης είναι απολύτως άγνωστη και πιθανότατα είχε ανεγερθεί σε μία ελαφρώς διαφορετική θέση. Κάποιες ενδείξεις που χρονολογούνται από τον 16ο και τον 17ο αι., θα μπορούσαν να οδηγήσουν στο να υποτεθεί, ότι είχε ένα μόνο τόξο με δύο τετράπλευρους πύργους στις πλευρές του, επιβεβαιώνοντας έτσι την τυπική δομή όλων των ανακαινίσεων, που πραγματοποίησε ο Αυτοκράτορας Ονώριος στις αρχές του 5ου αι.
Τον Φεβρουάριο του 537 η πύλη ενέδωσε στην πολιορκία των Γότθων με επικεφαλής τον Ουίτιγη.
Ολόκληρη η Πύλη ξανακτίστηκε εν μέρει τον 17ο αι. από τον Mατία ντε Ρόσι, μαθητή του Τζαν-Λορέντσο Μπερνίνι, κατά την κατασκευή του νέου αστικού τείχους που ονομάστηκε Τείχος του Γιανίκουλου (Mura Gianicolensi), με εντολή του πάπα Ουρβανού Η΄. Ο Ντε' Ρόσι απλώς αφαίρεσε την Πύλη, αλλά διατήρησε την αντι-πύλη του Αυρηλιανού. Τα νέα τείχη αντικατέστησαν, αφού κατεδαφίστηκε, ολόκληρο το τμήμα των Αυρηλίων τειχών που υψώνοντο στη δεξιά πλευρά του Τίβερη, καθώς και τις Πόρτα Πορτουένσις και Πόρτα Σαν Πανκράτσιο, που ξανακτίστηκαν πλήρως (η πρώτη έγινε η σημερινή Πόρτα Πορτέζε, περίπου 400 μ. βορειότερα από την προηγούμενη θέση της), με τον μπαρόκ αρχιτεκτονικό ρυθμό που χαρακτήριζε εκείνη την εποχή.
Η Πύλη έγινε αργότερα διάσημη για τις μάχες, που έγιναν στην περιοχή την περίοδο Απριλίου - Ιουνίου 1849 μεταξύ των στρατιωτικών μονάδων της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, με αρχηγό τον Τζουζέπε Γκαριμπάλντι, και τα γαλλικά στρατεύματα που επενέβησαν, για να προστατεύσουν τον παπισμό. Σε εκείνη την περίπτωση η Πύλη καταστράφηκε από τους γαλλικούς βομβαρδισμούς. Ανοικοδομήθηκε στη σημερινή της όψη από τον αρχιτέκτονα Βιρτζίνιο Βεσπινιάνι [3] το 1854, κατόπιν παραγγελίας του πάπα Πίου Θ΄. Η Πύλη είχε για άλλη μία φορά εξέχοντα ρόλο στις 20 Σεπτεμβρίου 1870, όταν την πέρασαν τα στρατεύματα του στρατηγού Νίνο Μπίξιο, την ίδια ώρα που ένα από αυτά διερχόταν από την Πόρτα Πία.
Με αφορμή την ανακατασκευή του 19ου αι. τοποθετήθηκε η ακόλουθη επιγραφή στον θριγκό:
Δηλ. Την Πύλη που φρουρεί την πόλη στου Γιανίκουλου την κορυφή, που ο Ουρβανός Η΄ αρχιερέας μέγιστος είχε κτίσει για την κοινότητα και από του πολέμου την ορμή το έτος Χριστού 1854 είχε καταστραφεί, ο Πίος Θ΄ αρχιερέας μέγιστος, για τη διαμονή της φρουράς των στρατιωτών και ως γραφείο για την πληρωμή διοδίων, επανίδρυσε το έτος Kυρίου 1854, το 7ο της αρχιερατείας του. O Άντζελι Γκάλι των Tορκουάτων έπαρχος του ταμείου φρόντισε.
Στην πραγματικότητα το οικοδόμημα στέγαζε τόσο τα δωμάτια της στρατιωτικής φρουράς (taberna), όσο και το γραφείο είσπραξης των διοδίων διέλευσης (vectigalibus exigendis).
Σχετικά με αυτό αξίζει να αναφερθεί, ότι από τον 5ο και τουλάχιστον μέχρι τον 15ο αι. οι πύλες των Τειχών και η είσπραξη των διοδίων ενοικιάζοντο ή πωλούντο σε ιδιώτες, ως συνήθης πρακτική. Ένα έγγραφο με ημερομηνία 1467 [4] αναφέρει μία ανακοίνωση, που καθορίζει τις λεπτομέρειες για την πώληση σε δημοπρασία των πυλών της πόλης, για περίοδο ενός έτους. Ένα άλλο έγγραφο με ημερομηνία 1474, [5] αναφέρει, ότι η τιμή προσφοράς της Πόρτα Σαν Πανκράτσιο ήταν 25 φλορίνια, σε δόσεις XXI per sextaria (ie 21 το εξάμηνο). Είναι μία αρκετά μέτρια τιμή, επομένως η αστική κίνηση μέσω αυτής της πύλης θα πρέπει να ήταν μέτρια. Τεκμηριώνονται δύο προσφορές σχετικά με την Πόρτα Σαν Πανκράτσο κατά τον 15ο αι, καθώς και μία άλλη που παραχώρησε το 1566 ο πάπας Πίος Ε΄ στον ανιψιό του Λορέντσο Γκιμπέρτι.
Τα διόδια ήταν συνήθως καθορισμένα σε ακριβείς πίνακες, σχετικά με τη χρέωση για κάθε είδους αγαθών, [6] αλλά στρογγυλοποιούντο προς τα επάνω συνεχώς κατά παράβαση, όπως αποδεικνύεται από πολλά διατάγματα κατά αυτής της συνήθειας.