Ο Ράινχολντ Μόριτσεβιτς Γκλιέρ (Reinhold Moritzevich Glière, ουκρανικά: Ре́йнгольд Мо́ріцевич Гліер, Κίεβο 11 Ιανουαρίου [i] 1875 – Μόσχα 23 Ιουνίου 1956) ήταν Ουκρανός / Σοβιετικός συνθέτης, διευθυντής ορχήστρας και μουσικοπαιδαγωγός της ύστερης ρωσικής ρομαντικής περιόδου. Τα έργα του εμπεριέχουν στοιχεία της λαϊκής μουσικής της Ρωσίας, της Ουκρανίας και των γειτονικών χωρών.[16]
Ο Γκλιέρ γεννήθηκε στο Κίεβο, την πρωτεύουσα της Ουκρανίας που, τότε, ανήκε στη Ρωσία. Ήταν ο δεύτερος γιος του κατασκευαστή πνευστών οργάνων Ερνστ Μόριτς Γκλιέρ από τη Σαξωνία, ο οποίος μετανάστευσε στη Ρωσική Αυτοκρατορία και παντρεύτηκε την Ζοζέφα Κόρζακ από τη Βαρσοβία. Το αρχικό του όνομα, όπως δόθηκε στο πιστοποιητικό βάφτισής του, ήταν Ράινχολν Έρνεστ Γκλίρ (Reinhold Ernest Glier).[17] Περίπου το 1900, ο συνθέτης άλλαξε την ορθογραφία και την προφορά του επωνύμου του, σε Γκλιέρ, γεγονός που οδήγησε στην λανθασμένη εντύπωση της γαλλικής [16] ή βελγικής καταγωγής του.[18] Άκουσε τις πρώτες του συνθέσεις να εκτελούνται από επισκέπτες στο σπίτι τού πατέρα του.[16]
Ο Γκλιέρ εισήλθε στη σχολή μουσικής του Κιέβου το 1891, όπου διδάχτηκε βιολί από τον Ότακαρ Σέβτσικ, μεταξύ άλλων. Το 1894, εισήλθε στο Ωδείο της Μόσχας, όπου σπούδασε με τον Σεργκέι Τανέγιεφ (αντίστιξη), τον Ιππολίτοφ-Ιβάνοφ (σύνθεση), τον Γιαν Χρίμαλι (βιολί) και τους Αντόν Αρένσκι και Γκεόργκι Κονιούς (αρμονία).[19] Αποφοίτησε το 1900, έχοντας συνθέσει την μονόπρακτη όπερα Γη και Ουρανός, για την οποία τού απονεμήθηκε χρυσό μετάλλιο.[17] Την επόμενη χρονιά, ο Γκλιέρ αποδέχτηκε θέση διδασκαλίας στη Σχολή Μουσικής Γκνεσίν της Μόσχας. Ο Τανέγιεφ τού βρήκε δύο μαθητές για ιδιαίτερα μαθήματα, το 1902: τον Νικολάι Μιασκόφσκι και τον 11χρονο Σεργκέι Προκόφιεφ, στον οποίο ο Γκλιέρ παρέδιδε μαθήματα στο κτήμα των γονιών του.[20] Κατόπιν, σπούδασε διεύθυνση ορχήστρας με τον Όσκαρ Φριντ στο Βερολίνο, από το 1905 έως το 1908. Ένας από τους συμμαθητές του ήταν ο Σερζ Κουσεβίτσκι, ο οποίος πραγματοποίησε την πρεμιέρα της Συμφωνίας No. 2 του Γκλιέρ, στις 23 Ιανουαρίου 1908 στο Βερολίνο. Πίσω στη Μόσχα, ο Γκλιέρ επέστρεψε στη Σχολή Γκνεσίν. Στα επόμενα χρόνια, συνέθεσε το συμφωνικό ποίημα Σειρήνες (1908) –το οποίο έγινε δεκτό με ενθουσιασμό,[16] την προγραμματική συμφωνία Ίλια Μούρομετς (1911) και το μπαλέτο-παντομίμα Κhrizis (1912). Το 1913, διετέλεσε καθηγητής της τάξης σύνθεσης, και 1914-1919 - σκηνοθέτης και καθηγητής του Ωδείου Κιέβου.[16]
Το 1920, ο Γκλιέρ πήγε στο Ωδείο της Μόσχας, όπου δίδαξε (διαλειμματικά) μέχρι το 1941, και κάνοντας πολλά ταξίδια στη Ρωσία και στις γειτονικές χώρες, για τη συλλογή παραδοσιακού μουσικού υλικού.[16] Μεταξύ των μαθητών του από την εποχή της Μόσχας ήσαν οι Μπορίς Αλεξαντρόφ, Αράμ Χατσατουριάν, Αλεξάντρ Νταβιντένκο, Λεβ Κνίπερ και Αλεξάντρ Μοσόλοφ. Υπό το Σοβιετικό καθεστώς, για μερικά χρόνια κατείχε θέσεις στην Οργάνωση Proletkul't και συνεργάστηκε με το Λαϊκό Κομισαριάτο για την Εκπαίδευση. Η θεατρική μουσική ήταν στο επίκεντρο του έργου του, τώρα. Το 1923, προσκλήθηκε από το Λαϊκό Κομισαριάτο του Αζερμπαϊτζάν, για να πάει στο Μπακού και να συνθέσει μια πρωτότυπη εθνική όπερα της χώρας. Το αποτέλεσμα της εθνογραφικής του έρευνας ήταν η όπερα Σαχ Σένεμ που, σήμερα, θεωρείται ο ακρογωνιαίος λίθος της εθνικής παράδοσης όπερας του (Σοβιετικού) Αζερμπαϊτζάν. Εδώ, η μουσική κληρονομιά των ρώσων κλασικών από τον Γκλίνκα έως τον Σκριάμπιν, συνδυάζεται με υλικό λαϊκού τραγουδιού και μερικούς συμφωνικούς «οριενταλισμούς».
Το 1927, εμπνευσμένος από την διάσημη πρίμα μπαλαρίνα Κατερίνα Γκέλτσερ (1876-1962), έγραψε τη μουσική για το μπαλέτο Η Κόκκινη Παπαρούνα, που μετονομάστηκε αργότερα, για να αποφευχθεί η σύγχυση με το όπιο, σε Κόκκινο Λουλούδι (1955). Η Κόκκινη Παπαρούνα εγκωμιάστηκε ως «το πρώτο σοβιετικό μπαλέτο πάνω σε ένα επαναστατικό θέμα» ή από τα πρώτα έργα «σοσιαλιστικού ρεαλισμού» του σοβιετικού καθεστώτος.[21] Ένα κομμάτι του έργου, διασκευή ενός ρωσικού παραδοσιακού τραγουδιού (του Yablochko «μικρό μήλο»), περιλαμβάνει μια εισαγωγή, το θέμα στα μπάσα και μια σειρά από φρενήρεις παραλλαγές που τελειώνουν σε μια ισχυρή ορχηστρική κορύφωση. Είναι περισσότερο γνωστό ως Χορός των Ρώσων Ναυτικών, ίσως το πιο αναγνωρίσιμο κομμάτι του Γκλιέρ και ακούγεται ακόμα από ορχήστρες σε όλο τον κόσμο, συχνά ως encore.[22] Η παντομίμα μπαλέτου Κhrizis αναθεωρήθηκε λίγο μετά την Κόκκινη Παπαρούνα, στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ακολουθούμενη από το δημοφιλές μπαλέτο Οι Κωμικοί (1931), που στη συνέχεια ξαναγράφηκε και μετονομάστηκε σε Η Κόρη από την Καστίλλη.
Μετά το 1917, ο Γκλιέρ δεν επισκέφθηκε ποτέ τη Δύση όπως έκαναν άλλοι σοβιετικοί συνθέτες. Έδωσε συναυλίες στη Σιβηρία και άλλες απομακρυσμένες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης. Εργάστηκε στο Ουζμπεκιστάν ως «βοηθός μουσικής ανάπτυξης» στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Από εκείνα τα χρόνια προέκυψαν το «μουσικοποιημένο δράμα» Γκιουλ’σάρα (Gyul'sara) και η όπερα Leyli va Medzhnun. Από το 1938 έως το 1948 ο Γκλιέρ ήταν Πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής της Ένωσης Σοβιετικών Συνθετών. Πριν από τη Ρωσική επανάσταση είχε, ήδη, τιμηθεί τρεις φορές με το βραβείο Γκλίνκα. Το Αζερμπαϊτζάν (1934), η Ρωσική Σοβιετική Δημοκρατία (1936), το Ουζμπεκιστάν (1937) και η ΕΣΣΔ (1938) τον αναγόρευσαν «Καλλιτέχνη του Λαού». Ο τίτλος «Διδάκτωρ Καλλιτεχνικών Επιστημών» τού απονεμήθηκε το 1941. Για τις συνθέσεις του, κέρδισε κρατικά βραβεία: 1946 (Κοντσέρτο για Φωνή και Ορχήστρα), 1948 (Κουαρτέτο εγχόρδων Νο. 4) και 1950 (Ο Μπρούντζινος Καβαλάρης). Πέθανε στη Μόσχα, τον Ιούνιο του 1956.[23]
Ως μαθητής του Τανέγιεφ και «συναναστρεφόμενο» μέλος τού κύκλου τού εκδότη της Αγίας Πετρούπολης, Μιτροφάν Μπελιάγιεφ, φαινόταν ότι, ο Γκλιέρ προοριζόταν να είναι συνθέτης μουσικής δωματίου. Το 1902, ο Αρένσκι έγραψε για το Σεξτέτο, Op. 1: «κάποιος αναγνωρίζει εύκολα τον Τανέγιεφ ως πρότυπο και αυτό είναι προς τιμήν του Γκλιέρ». Αλλά, σε αντίθεση με τον Τανέγιεφ, ο Γκλιέρ αισθανόταν πλησιέστερα στην εθνική ρωσική παράδοση, όπως διδάχθηκε από τον μαθητή του Ρίμσκι-Κόρσακοφ, Ιπολίτοφ-Ιβάνοφ. Ο Αλεξάντρ Γκλαζουνόφ διαπίστωσε μέχρι και κάποιο «ενοχλητικά ρωσικό στυλ» στην 1η Συμφωνία του Γκλιέρ. Η 3η Συμφωνία «Ίλια Μούρομετς» ήταν μια σύνθεση μεταξύ της εθνικής ρωσικής παράδοσης και της ιμπρεσιονιστικής «εκλέπτυνσης». Η πρεμιέρα έγινε στη Μόσχα το 1912 και οδήγησε στην απονομή του Βραβείου Γκλίνκα. Η συμφωνία παρουσιάζει σε τέσσερις «πίνακες» τις περιπέτειες και το θάνατο του Ρώσου ήρωα Ίλια Μούρομετς. Το έργο εκτελέστηκε ευρέως στη Ρωσία και στο εξωτερικό, και αποκόμισε στον Γκλιέρ παγκόσμια φήμη. Έγινε απαραίτητο έργο στο εκτεταμένο ρεπερτόριο του αρχιμουσικού Λέοπολντ Στοκόβσκι [23] ο οποίος συνέθεσε, με την έγκριση του Γκλιέρ, μια νέα έκδοση, συντομευμένη στο μισό περίπου της αρχικής. Το έργο, διαθέτοντας μια συγκριτικά σύγχρονη τονική γλώσσα, ογκώδη βαγκνεριανή ενορχήστρωση και μακρές λυρικές γραμμές, επιδεικνύει την αρτιστική δεξιότητα του Γκλιέρ.[24]
Παρά την πολιτική του δέσμευση μετά την Οκτωβριανή επανάσταση, ο Γκλιέρ απείχε από τον ιδεολογικό πόλεμο μεταξύ της Ένωσης Σύγχρονης Μουσικής (ASM) και της Ρωσικής Ένωσης Προλεταρίων Μουσικών (RAPM), στα τέλη της δεκαετίας του 1920. Επικεντρώθηκε, κυρίως, στη σύνθεση μνημειακών οπερών, μπαλέτων και καντατών. Το συμφωνικό του ιδίωμα, στο οποίο συνδυάζει το επικό σλαβικό ιδίωμα με τον καλαίσθητο λυρισμό, διέπεται από πλούσια, πολύχρωμη αρμονία, λαμπερή και καλά ισορροπημένη ενορχήστρωση και τέλειες παραδοσιακές φόρμες. Προφανώς, αυτά τα χαρακτηριστικά της μουσικής του, τού «εξασφάλισαν» την αποδοχή του τόσο από τις τσαρικές όσο και τις σοβιετικές αρχές δημιουργώντας, ωστόσο, δυσαρέσκεια σε πολλούς συνθέτες που υπέφεραν έντονα κάτω από το σοβιετικό καθεστώς. Ως γνήσιος εκπρόσωπος της προ-επαναστατικής εθνικής ρωσικής σχολής, ο Γκλιέρ παρέμεινε απρόσβλητος από τη συνηθισμένη ταμπέλα του «φορμαλιστή». Έτσι τα διαβόητα γεγονότα του 1936 και του 1948, τον άφησαν ανεπηρέαστο. Αν και πολλές από τις συνθέσεις του βασίζονται στην εθνική μουσική διαφόρων δημοκρατιών της Σοβιετικής Ένωσης, όλες φέρουν τη σφραγίδα του δικού του ιδιαίτερου στυλ γραφής και η δημοτικότητά τους στη Ρωσία οφείλεται, πιθανότατα, στην μεγάλη κατανόηση του γούστου του λαού στη μουσική του. Το έργο του φαίνεται να στερείται πρωτοτυπίας σε σύγκριση με μερικούς από τους πιο προοδευτικούς Σοβιετικούς συνθέτες, αλλά για χρόνια δείχνει να έχει την αγάπη του ρωσικού λαού.[23]
Επίσης, έγραψε πολλά τραγούδια (περίπου 125),[21] κοράλ, καντάτες κ.α.
i. ^ Ή 30 Δεκεμβρίου 1874, σύμφωνα με το Παλαιό Ημερολόγιο