Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Το ράκουγκο (ιαπωνικά: 落語) αποτελεί παραδοσιακή ιαπωνική αφηγηματική μορφή τέχνης, η οποία έχει τις απαρχές της στην περίοδο Έντο (1603-1868).[1] Τα θέματα που διαπραγματεύεται είναι κυρίως κωμικού και σατιρικού περιεχομένου.[1] Αποτελεί μία από τις διασημότερες μορφές τέχνης στην Ιαπωνία.[1]
Το πρώτο εκδοθέν έργο με τίτλο Σεϊσούισοο (σε ελεύθερη μετάφραση "γέλιο ώστε να διωχθεί ο ύπνος") σχετικά με το ράκουγκο πρωτοεμφανίστηκε το 1623.[1] Αρχικά, οι καλλιτέχνες ερμήνευαν κωμικούς μονολόγους, με την σταδιακή καλλιέργεια της τέχνης και την εμφάνιση των πρώτων ειδικών ερμηνευτών γνωστών ως ρακουγκόκα (落語家). Μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα το ράκουγκο είχε αναπτυχθεί αρκετά ως τέχνη και τα πρώτα θέατρα Γιόσε ήδη είχαν αρχίσει να φιλοξενούν παραστάσεις ράκουγκο υπό πληρωμή σε μεγάλες πόλεις όπως η Έντο, η Όσακα και το Κιότο.[1] Από τις τρεις αυτές πόλεις προέκυψαν τρεις διαφορετικές σχολές ή τεχνικές ερμηνείας ράκουγκο.[1] Η σχολή ράκουγκο από την πόλη Έντο εκτελείται ακόμη και στη σύγχρονη εποχή στο Τόκιο και ονομάζεται Έντο ράκουγκο, ενώ η τεχνική ράκουγκο από την Όσακα είναι γνωστή πλέον ως Καμιγκάτα ράκουγκο.[1] Η σχολή από το Κιότο δεν συνεχίστηκε μέχρι σήμερα και το εν λόγω είδος έχει πλέον εκλείψει.[1][2]
Το ράκουγκο αποτελεί κατά βάση μία προφορική παράδοση η οποία μεταδίδεται προφορικώς από τον δάσκαλο στην/στον μαθήτρια/μαθητή.[3] Προκειμένου λοιπόν, κάποιος να γίνει επαγγελματίας ρακουγκόκα πρέπει να μάθει την τέχνη κάτω από κάποιον δάσκαλο του ράκουγκο, ο οποίος θα διαλέξει και το όνομα που θα υιοθετήσει ο μαθητευόμενος στην σκηνή.[2][4] Η άσκηση κάτω από έναν δάσκαλο διαρκεί περίπου 3-4 χρόνια και είναι ιδιαίτερα μία ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία.[4] Από το πρωί οι μαθητευόμενοι είναι πηγαίνουν στο σπίτι του δασκάλου τους και φροντίζει την καθαριότητα του σπιτιού και του εξοπλισμού, διπλώνουν τα κιμόνο του δασκάλου και γενικά βοηθούν με τις υποχρεώσεις του σπιτιού και της παράστασης του δασκάλου, μία παράδοση που παραμένει σταθερή εδώ και αιώνες.[4]
Οι ρακουγκόκα κατατάσσονται σε τρία επίπεδα ανάλογα με την εμπειρία και τις δεξιότητές τους: το χαμηλότερο επίπεδο είναι ο βαθμός του ζένζα, το αμέσως υψηλότερο είναι ο βαθμός του φουτατσούμε και στο υψηλότερο επίπεδο όλων βρίσκονται οι σιν'ούτσι, οι οποίοι πλέον μπορούν να αναλάβουν και να διδάξουν δικούς τους μαθητές.[1]
Πλέον υπάρχουν πάνω από 700 ενεργοί ρακουγκόκα.[2] Αρκετοί από αυτούς έχουν εξειδικευτεί στην ερμηνεία των παραδοσιακών έργων ράκουγκο από την περίοδο Έντο, ενώ κάποιοι ερμηνεύουν και έργα που έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι.[1] Κατά παράδοση μάλιστα, τα έργα του 20ου αιώνα και έπειτα ερμηνεύονται κυρίως από τους δημιουργούς τους.[1] Παρόλο που το ράκουγκο αποτελεί κατά βάση μία παραδοσιακή τέχνη, τα νέα αυτά έργα δεν στερούνται αναγνώρισης και σεβασμού σε σύγκριση με τα παραδοσιακά.[1] Οι σύγχρονοι ρακουγκόκα δίνουν παραστάσεις σε ράκουγκο καφέ[5] και παραδοσιακά θέατρα Γιόσε, μεταξύ των οποίων τα πιο γνωστά είναι στο Τόκιο: το Σουεχιροτέι στην Σίντζουκου, στην Ουένο το Σουζουμότο Ενγκέιτζοο, στην Ασάκουσα το Ασάκουσα Ένγκει Χολ, στην Ικεμπούκουρο το Ικεμπούκουρο Ενγκέιτζο και στην Όσακα: το Τένμα Τέντζιν Χαντζοοτέι.[1]
Επιπρόσθετα, υπάρχουν πλέον ρακουγκόκα που ερμηνεύουν έργα ράκουγκο και σε άλλες γλώσσες εκτός της ιαπωνικής, όπως στα αγγλικά (μεταξύ αυτών των ρακουγκόκα οι Κάτσουρα Κάισι και η Νταϊάν Κιτσιτζίτσου με βάση την Όσακα) και στα γαλλικά (όπως ο γνωστός σε όλο τον κόσμο Κάτσουρα Σάνσαϊν).[1][4]
Το ράκουγκο αποτελεί μία από τις πιο γνωστές και αγαπημένες μορφές παραδοσιακής ιαπωνικής τέχνης των Ιαπώνων.[1] Συχνά ρακουγκόκα καλούνται στα σχολεία για να ερμηνεύσουν κάποια από τα κωμικά έργα ράκουγκο, γεγονός που οφείλεται για το υψηλό ποσοστό Ιαπώνων (62.1%) που είδαν για πρώτη φορά στη ζωή τους παράσταση ράκουγκο στο σχολείο τους.[1]
Ήδη από το 1966, το ράκουγκο αποτελούσε μέρος του κωμικού προγράμματος Shōten που εδώ και χρόνια εκπέμπεται κάθε Κυριακή στον τηλεοπτικό αέρα της Ιαπωνίας.[1] Επιπρόσθετα, υπάρχουν αρκετές ταινίες με το ράκουγκο στη θέση της κεντρικής θεματολογίας τους (όπως η ταινία "Ράκουγκο Έιγκα")[6], καθώς και μάνγκα όπως το πρόσφατο "Akane-banashi"[7] που κυκλοφορεί στο ιαπωνικό περιδοικό μάνγκα Shounen Jump και εκδίδεται από τις εταιρείες shueisha και viz media και το "Shōwa Genroku Rakugo Shinjū" εκδιδόμενο από τον εκδοτικό οίκο Kondansha.[8]
Βασικό στοιχείο της τέχνης του ράκουγκο είναι ότι ο ερμηνευτής βασίζεται αποκελιστικά στις προφορικές και κινητικές του δεξιότητες ώστε να δημιουργήσει στο κοινό μία νοερή εικόνα της ιστορίας που περιγράφει, χωρίς την χρήση άλλων βοηθημάτων - όπως σκηνικών ή άλλων ερμηνευτών - πάνω στη σκηνή.[1][3]
Κατ'αρχάς, βασικό δομικό στοιχείο του ράκουγκο αποτελεί το Νέτα, δηλαδή η θεματολογία του έργου που παρουσιάζεται στο κοινό.[1] Η θεματολογία κυρίως αφορά χαρακτήρες από την περίοδο Έντο, οι οποίοι εμπλέκονται σε κωμικές ή κωμικοδραματικές καταστάσεις που λαμβάνουν χώρα στην Έντο ή στην Όσακα της περιόδου.[1]
Το σκηνικό είναι μινιμαλιστικό, με έναν μόνο ερμηνευτή να εισέρχεται στην σκηνή ντυμένος με το παραδοσιακό κιμόνο, να κάθεται στην παραδοσιακή στάση Σέιζα πάνω στο παραδοσιακό μαξιλαράκι Ζάμπουτον (ざぶとん), με μόνα του εργαλεία δίπλα του την παραδοσιακή ιαπωνική βεντάλια Σένσου (せんす), και την παραδοσιακή πετσέτα χειρός Τενουγκούι (てぬぐい).[2] Κατά την είσοδό του στη σκηνή ο ρακουγκόκα συνοδεύεται από μουσική υπόκρουση Ντεμπαγιάσι (でばやし/出囃子), ερμηνευόμενη από ένα μουσικό σύνολο παραδοσιακών ιαπωνικών μουσικών οργάνων (ιαπωνικό φλάουτο Γιοκομπούε (よこぶえ/横笛)[9], τύμπανα Τάικο (太鼓) και Σάμισεν (三味線)).[4]
Ο ρακουγκόκα αναλαμβάνει να ερμηνεύσει τους ρόλους όλων των εμπλεκομένων χαρακτήρων της ιστορίας, χωρίς όμως να έχει την πολυτέλεια να αλλάξει ενδυμασία ή να βοηθηθεί από άλλους ηθοποιούς.[1] Είναι λοιπόν, απαραίτητο μέσω της υποκριτικής του να δημιουργήσει μία νοερή εικόνα στο κοινό της ιστορίας αποτυπώνοντας μέσω της ερμηνείας του όλους τους χαρακτήρες ξεχωριστά.[1] Η μεταβίβαση από τον ένα χαρακτήρα στον άλλο πρέπει να γίνεται χωρίς να διακόπτεται η συνέχεια της ιστορίας.[3] Προκειμένου να βοηθήσει στην διάκριση μεταξύ των χαρακτήρων, ο ερμηνευτής χρησιμοποιεί διαφορετικές εκφράσεις και χειρονομίες, ενώ κοιτάζει και προς διαφορετικές κατευθύνσεις ανάλογα με τις επιταγές της ιστορίας (με τα εν λόγω χαρακτηριστικά να αντιστοιχούν με τον αντίστοιχο χαρακτήρα καθ'όλη τη διάρκεια της παράστασης).[3] Οι πιο έμπειροι ρακουγκόκα έχουν το ταλέντο και την εμπειρία να μεταβαίνουν ομαλά και συνεχώς από τον ένα χαρακτήρα στον άλλον, αποδίδοντας μάλιστα και τις παραμικρές λεπτομέρειες, και το κάθε χαρακτηριστικό που σκιαγραφεί την ιδιοσυγκρασία του κάθε χαρακτήρα του έργου.[3]
Τέλος, δεδομένου ότι πρόκεται για ιστορίες κωμικού περιεχομένου, ακρογωνιαίος λίθος της ερμηνείας είναι και το Ότσι, η τελευταία ατάκα δηλαδή που στον κατάλληλο χρόνο και με την κατάλληλη ερμηνεία θα προκαλέσει ένα κύμα γέλιου στο κοινό.[1] Εναλλακτική προφορά για το Ότσι είναι η λέξη Ράκου, από την οποία και παίρνει το όνομά της η τέχνη του ράκουγκο.[1]