Ο Ράντου Βασίλε (ρουμανική προφορά: ˈradu vaˈsile ; 10 Οκτωβρίου 1942 – 3 Ιουλίου 2013) ήταν Ρουμάνος πολιτικός, ιστορικός και ποιητής. [4]
Αρχικά μέλος του Χριστιανοδημοκρατικού Εθνικού Αγροτικού Κόμματος (PNȚ-CD), ο Ράντου Βασίλε υπηρέτησε ως Πρωθυπουργός της Ρουμανίας μεταξύ 17 Απριλίου 1998 και 13 Δεκεμβρίου 1999, και βρέθηκε αντιμέτωπος κυρίως με την τελευταία Διαμαρτυρία Ανθρακορύχων (πιο συγκεκριμένα την Διαμαρτυρία των Ανθρακορύχων του Φεβρουαρίου 1999).[5] Στη συνέχεια, μεταξύ 2000 και 2004, εξελέγη Γερουσιαστής για λογαριασμό του Δημοκρατικού Κόμματος (PD). Εκτός από την πολιτική του καριέρα, ο Βασίλε δημοσίευσε ποίηση με το ψευδώνυμο Radu Mischiu.
Ο Βασίλε γεννήθηκε στο Σιμπίου το 1942 και μεγάλωσε ως Ρωμαιοκαθολικός. [6] Το 1967 αποφοίτησε από την Ιστορική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου. Για πολιτικούς λόγους (ο πατέρας του ήταν πολιτικός κρατούμενος, δικηγόρος, πέθανε το 1986), του απαγορεύτηκε η πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αμέσως μετά την αποφοίτησή του. Το 1971 έγινε βοηθός καθηγητή στη Σχολή Οικονομικής Ιστορίας της Ακαδημίας Οικονομικών Σπουδών του Βουκουρεστίου (ASE). Το 1977 απέκτησε Ph.D. στα Οικονομικά από το ASE, και το 1978 έγινε λέκτορας στο ίδρυμα αυτό.
Μετά τη Ρουμανική Επανάσταση του 1989, ο Βασίλε εξελέγη (με την υποστήριξη των φοιτητών) Αναπληρωτής Κοσμήτορας της Εμπορικής Σχολής στην Ακαδημία Οικονομικών Σπουδών του Βουκουρεστίου (ASE), θέση που παρέμεινε μέχρι το 1992. Μετά το 1990 έκανε πρόσθετες σπουδές στην Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση στη Θεσσαλονίκη και στο Μόναχο. Το 1994 έγινε Καθηγητής στην Ακαδημία Οικονομικών Σπουδών του Βουκουρεστίου (ASE).
Πέθανε από καρκίνο του παχέος εντέρου στο Βουκουρέστι στις 3 Ιουλίου 2013[7] και κηδεύτηκε στο νεκροταφείο Μπέλλου της πόλης. [8]
Έγινε μέλος του Χριστιανοδημοκρατικού Εθνικού Αγροτικού Κόμματος (PNȚ-CD) τον Ιανουάριο του 1990. Στη γραμμή του κόμματος, ο Ράντου Βασίλε προχώρησε σταδιακά ως εξής: επικεφαλής τμήματος (Τμήμα Σπουδών), αναπληρωματικό μέλος του BCCC μετά το συνέδριο του Χριστιανοδημοκρατικού Εθνικού Κόμματος Αγροτών (PNȚ-CD) τον Σεπτέμβριο του 1991, εκπρόσωπος από το 1991, γερουσιαστής από το Μπακάου από 1992, Γενικός Γραμματέας μετά το Συνέδριο από το 1996. Μεταξύ 1993 και 1994 διετέλεσε διευθυντής της εφημερίδας «Νομιμότητα» (Dreptatea).
Από το 1993, είναι αντιπρόεδρος της Γερουσίας της Ρουμανίας και αντιπρόεδρος της Γερουσιαστικής Επιτροπής Προϋπολογισμού-Χρηματοδότησης (επιτροπή προϋπολογισμού, οικονομικών, τραπεζών και κεφαλαιαγοράς). Στη νομοθετική περίοδο 1996–2000, ο Ράντου Βασίλε ήταν μέλος των κοινοβουλευτικών ομάδων φιλίας με τη Ρωσική Ομοσπονδία και το Κράτος του Ισραήλ. Στη νομοθετική περίοδο 2000–2004, ο Ράντου Βασίλε ήταν μέλος των κοινοβουλευτικών ομάδων φιλίας με την UNESCO και τη Δημοκρατία του Λιβάνου. Ο Ράντου Βασίλε υπέβαλε 2 νομοθετικές προτάσεις, εκ των οποίων η 1 ψηφίστηκε ως νόμος.
Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική, ο Ράντου Βασίλε είχε επίσης σημαντική δραστηριότητα, ως ιδρυτικό μέλος του Φόρουμ της Κεντρικής Ευρώπης, μαζί με τον Ρέιμοντ Μπαρ (πρώην πρωθυπουργός της Γαλλίας), τον Χέλμουτ Σμιτ (πρώην Καγκελάριο της Γερμανίας) και άλλους.
Δίδαξε για τη Ρουμανική ιστορία στις «Διδακτορικές Σχολές» της Σορβόννης και έκανε πάνω από 50 επιστημονικές εργασίες σε ακαδημαϊκές συνεδρίες στη χώρα και στο εξωτερικό.
Ο Ράντου Βασίλε ήταν γερουσιαστής στα νομοθετικά σώματα 1992–1996, 1996–2000 και 2000–2004, την τελευταία φορά που εξελέγη στις λίστες του Δημοκρατικού Κόμματος (PD). Ήταν μέλος των κοινοβουλευτικών ομάδων φιλίας με τον Λίβανο και την UNESCO.
Ως Πρωθυπουργός, ήρθε αντιμέτωπος με τη Διαμαρτυρία των Ανθρακορύχων του Φεβρουαρίου 1999, που λύθηκε από τη λεγόμενη Ειρήνη της Cozia. Ο πρόεδρος της Ρουμανίας Εμίλ Κονσταντινέσκου απέπεμψε τον πρωθυπουργό Ράντου Βασίλε τον Δεκέμβριο του 1999, κατηγορώντας τον πως δεν ήταν ικανός να ασκήσει τα καθήκοντά του. Την ίδια ημέρα επτά υπουργοί της κυβέρνησης είχαν παραιτηθεί με στόχο να ωθήσουν σε παραίτηση τον Βασίλε, ο οποίος τους τελευταίους μήνες είχε έρθει σε σύγκρουση με το Αγροτικό Κόμμα.[9][7]
|title=
at position 1 (βοήθεια)