1984 | ||||||||||||||
Προσωπικές πληροφορίες | ||||||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Πλήρες όνομα | Μαρίνους Γιάκομπους Χέντρικους Μίχελς | |||||||||||||
Ημερ. γέννησης | 9 Φεβρουαρίου 1928 | |||||||||||||
Τόπος γέννησης | Άμστερνταμ, Ολλανδία | |||||||||||||
Ημερ. θανάτου | 3 Μαρτίου 2005 (77 ετών) | |||||||||||||
Τόπος θανάτου | Αλστ, Βέλγιο | |||||||||||||
Ύψος | 1,86 μ. | |||||||||||||
Θέση | Επιθετικός | |||||||||||||
Επαγγελματική καριέρα* | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||
1946–1958 | Άγιαξ | 264 | (122) | |||||||||||
Σύνολο | 264 | (122) | ||||||||||||
Εθνική ομάδα | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | Συμμ.† | (Γκ.)† | |||||||||||
1950–1954 | Ολλανδία | 5 | (0) | |||||||||||
Προπονητική καριέρα | ||||||||||||||
Περίοδος | Ομάδα | |||||||||||||
1953–1954 | Άσερ Μπόις | |||||||||||||
1960–1964 | JOS | |||||||||||||
1964–1965 | A.F.C. | |||||||||||||
1965–1971 | Άγιαξ | |||||||||||||
1971–1975 | Μπαρτσελόνα | |||||||||||||
1974 | Ολλανδία | |||||||||||||
1975–1976 | Άγιαξ | |||||||||||||
1976–1978 | Μπαρτσελόνα | |||||||||||||
1979–1980 | Λος Άντζελες Άζτεκς | |||||||||||||
1980–1983 | Κολωνία | |||||||||||||
1984–1985 | Ολλανδία | |||||||||||||
1986–1988 | Ολλανδία | |||||||||||||
1988–1989 | Μπάγερ Λεβερκούζεν | |||||||||||||
1990–1992 | Ολλανδία | |||||||||||||
Τίτλοι
| ||||||||||||||
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ). |
Ο Ρίνους Μίχελς (Rinus Michels, 9 Φεβρουαρίου 1928 – 3 Μαρτίου 2005) ήταν Ολλανδός ποδοσφαιριστής και προπονητής. Του αποδίδεται η δημιουργία ενός κύριου αγωνιστικού τρόπου ποδοσφαίρου όσον αφορά την τακτική, το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο. Το 1999 αναγνωρίστηκε από τη FIFA ως ο κορυφαίος προπονητής του 20ού αιώνα,[1][2] συχνά θεωρούμενος ως ο σημαντικότερος όλων των εποχών.[3][4][5]
Ο Μίχελς γεννήθηκε το 1928 στο Άμστερνταμ. Το πρώτο ενδιαφέρον του μικρού για τον Άγιαξ, προήλθε από τον πατέρα του. Ο τελευταίος, αγόρασε ως δώρο γενεθλίων στον τότε εννιάχρονο γιο του, ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικά παπούτσια μαζί με τη χαρακτηριστική ερυθρόλευκη ριγωτή φανέλα της ομάδας.[6] Πέρασε ολόκληρη την ποδοσφαιρική του καριέρα στον Άγιαξ αγωνιζόμενος ως κεντρικός επιθετικός, όπου σε 264 συμμετοχές αγώνων πρωταθλήματος από το 1946 μέχρι το 1958 σημείωσε 122 τέρματα. Στο ντεμπούτο του τον Ιούνιο του 1946 σημείωσε πέντε γκολ στον αγώνα με τη Χάγη (8–3) και κέρδισε το πρωτάθλημα την επόμενη χρονιά.[7][8] Ένας τραυματισμός στα 30 του τον ανάγκασε να σταματήσει το ποδόσφαιρο.[9]
Στην πρώτη χρονιά του στην ομάδα κατέκτησε το πρωτάθλημα και επανήλθε το 1965 στην ομάδα αυτή τη φορά ως προπονητής, ενώ αγωνίστηκε επίσης για την εθνική Ολλανδίας, της οποίας ανέλαβε αργότερα προπονητής.[10]
Το 1946, είπε τη διάσημη φράση «η επίθεση είναι ο καλύτερος τρόπος άμυνας», και με βάση αυτή τη λογική το 1965 ανέλαβε τον Άγιαξ ως προπονητής. Χρησιμοποίησε ένα σύστημα 4–3–3 στο οποίο οι παίκτες αντάλλασσαν τις θέσεις και έπρεπε να μπορούν να παίξουν σε οποιοδήποτε θέση. Ο παίκτης πρέπει να ξέρει πώς να επιτίθεται και να αμύνεται.[2] Αποφασισμένος να αλλάξει τα πάντα στην ομάδα έδιωξε κάποιους βασικούς παίκτες και βασίστηκε σε άγνωστους ποδοσφαιριστές άλλων ομάδων, που θεωρεί ότι ταιριάζουν στο στυλ ποδοσφαίρου που έχει στο μυαλό, και προώθησε νέους, στους οποίους μπορεί να εμφυσήσει πιο εύκολα τις ιδέες του. Ο μεγάλος στόχος του δεν ήταν μόνο να επιστρέψει ο Άγιαξ στις πρώτες θέσεις του πρωταθλήματος, αλλά να δημιουργήσει κάτι πιο μεγάλο, με σταθερές βάσεις και καλύτερες προοπτικές. Για να το καταφέρει αυτό, πρέπει να αλλάξει τη νοοτροπία όλου του συλλόγου, που ως τότε λειτουργούσε τελείως ερασιτεχνικά σε όλα τα επίπεδα. Ήδη από την πρώτη χρονιά η ομάδα από την 14η θέση του πρωταθλήματος βρέθηκε στην κορυφή, αρχικά της χώρας και στις 7 Δεκεμβρίου 1966 με τη νίκη επί της Λίβερπουλ με 5–1 στο Άμστερνταμ (μέχρι και σήμερα είναι η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ήττα της αγγλικής ομάδας) με το πρώτο μήνυμα να στέλνεται στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Κατέκτησε το πρώτο από τα τρία συνεχόμενα Κύπελλα Πρωταθλητριών, το πρώτο νικώντας τον ΠΑΟ με 2–0. Με την ομάδα του Άμστερνταμ κατέκτησε τέσσερις τίτλους πρωταθλήματος (1966, 1967, 1968, 1970), τρία Κύπελλα Ολλανδίας KNVB (1967, 1970, 1971) και το Ευρωπαϊκό Κύπελλο Πρωταθλητριών (1971).[11][12][13] Στη συνέχεια ανέλαβε προπονητής της Μπαρτσελόνα, όπου το 1973 άρχισε να αγωνίζεται και ο Γιόχαν Κρόιφ, και το 1974 κατέκτησε το πρωτάθλημα και το 1978 το Κύπελλο Ισπανίας.[1][14] Στην Ισπανία τον αποκαλούσαν και ως ο «Άνθρωπος του Μάρμαρου» για την άψογη συμπεριφορά του όταν ήταν υπεύθυνος του συλλόγου.[15]
Το 1974 ανέλαβε ως «επιβλέπων προπονητής» την εθνική Ολλανδίας: ουσιαστικά είχε τον πρώτο λόγο σε οποιαδήποτε προπονητική απόφαση, με τον επίσημο προπονητή Φράντισεκ Φάντρονκ να λειτουργεί περισσότερο ως βοηθός του, έστω κι αν στα χαρτιά ήταν ο πρώτος. Παρά τα μη ενθαρρυντικά αποτελέσματα στα φιλικά, οι τρεις αλλαγές του Μίχελς στη βασική ενδεκάδα άλλαξαν την εικόνα της και έτσι έφτασε μέχρι τον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1974 και η οποία εντυπωσίασε με τον τρόπο παιχνιδιού της.[16][17][18] Η ιδιαίτερη ικανότητα του αποδείχθηκε με την επίτευξη κάτι ασυνήθιστου: να μεταφέρει τη συνοχή του Άγιαξ στην εθνική ομάδα. Τη δομή και την πειθαρχία ενός συλλόγου με καθημερινές προπονήσεις και τριβή μέσα σε ένα ομοσπονδιακό συγκρότημα, το οποίο - όπως κάθε Εθνική - αποκτούσε τα στοιχεία μιας ομάδας πολύ πιο σπάνια.[19] Παρά την ήττα στον τελικό, η Ολλανδία ήταν η επιτομή ενός τρόπου παιχνιδιού που ήταν όχι μόνο αποτελεσματικό αλλά και αισθητικά όμορφο. Ο Μίχελς και η ομάδα του εξασφάλισαν μια θέση στις καρδιές των γνήσιων φίλων του ποδοσφαίρου και στα χρονικά της ιστορίας του Παγκοσμίου Κυπέλλου.[20] Ο Μίχελς ανέλαβε την εθνική ομάδα συνολικά τέσσερεις φορές και κέρδισε το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα το 1988.[1][18] Σε εκείνη τη διοργάνωση η Ολλανδία παρά την πρώτη ήττα της από τη Σοβιετική Ένωση, ανέκαμψε γρήγορα και νικώντας τη Δυτική Γερμανία στον ημιτελικό με γκολ του Μάρκο φαν Μπάστεν στο 89ο λεπτό είχε την δεύτερη ευκαιρία εναντίον της ανατολικοευρωπαϊκής ομάδας που δεν την άφησε να πάει χαμένη νικώντας στον τελικό με 2–0.[21] Για την Ολλανδία, αυτό ήταν το πρώτο της διεθνές τρόπαιο. Ήταν προπονητής της εθνικής της χώρας του και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1992, φτάνοντας στον ημιτελικό, όπου έχασε από τη μεγάλη έκπληξη της διοργάνωσης Δανία. Έτσι έκλεισε την προπονητική του καριέρα έχοντας κατακτήσει 13 τίτλους.[22]
Λόγω του αυταρχικού του στυλ ως προπονητή ονομαζόταν «ο στρατηγός». Είχε πει ότι «Το επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι κάτι σαν πόλεμος. Όποιος συμπεριφέρεται πολύ σωστά, χάνεται». Αυτό συχνά αναφέρεται εσφαλμένα ως «Το ποδόσφαιρο είναι πόλεμος».[23] Ο Μίχελς θεώρησε ότι το απόσπασμα ήταν εκτός πλαισίου, καθώς δεν σκόπευε να εξισώσει τον πόλεμο με το ποδόσφαιρο. Καινοτόμος τεχνικός, εφάρμοσε στρατηγικά σχέδια γύρω από έξυπνη κινητικότητα και παίκτες με πλήρη τεχνικό υπόβαθρο. Υποστηρίζει αδιάκοπες αλλαγές στις θέσεις των παικτών, συστηματική κάλυψη αμυντικών χώρων και συνεχή έλεγχο της μπάλας. Γρήγορη κυκλοφορία μπάλας, πίεση, αλληλοκάλυψη, δημιουργία κενών χώρων, ταχύτητα. Ο Μίχελς το περιέγραψε ως «καρουσέλ θέσεων» και ενσωμάτωσε σε μεγάλο βαθμό την παγίδα του οφσάιντ. Ξεκίνησε αυξάνοντας τους μισθούς των ποδοσφαιριστών θέλοντας να εισάγει τον πλήρη επαγγελματισμό.[7][24]
Αυτές οι αρχές δεν είναι από μόνες τους επαναστατικές, επειδή εμπνέονται από τη συλλογική λειτουργία της μεγάλης Ουγγαρίας της δεκαετίας του 1950 (όπως ο ίδιος αποκάλυψε η ουγγρική ομάδα «έθεσε τα θεμέλια» για τα δικά του επαναστατικά επιτεύγματα.[25]), της Ρίβερ Πλέιτ της δεκαετίας του 1940 και λιγότερο της Βραζιλία της δεκαετίας του 1960. Αλλά ο Μίχελς είναι ο πρώτος που καταλαβαίνει ότι αυτές οι αρχές του παιχνιδιού απαιτούν τη βέλτιστη φυσική κατάσταση για να φτάσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους: επομένως απαιτεί από τους παίκτες του να έχουν ένα ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο φυσικής προετοιμασίας. Η επιτυχία της φιλοσοφίας του ολοκληρωτικού ποδοσφαίρου εξαρτάται σχεδόν πλήρως από τη ρευστότητα και την ικανότητα κάθε ποδοσφαιριστή μέσα στην ομάδα, καθώς και από την ικανότητά τους να αλλάζουν θέσεις γρήγορα και ανάλογα με τα γεγονότα στο γήπεδο. Η φιλοσοφία απαιτεί από τους παίκτες να αισθάνονται άνετα με το να παίζουν σε περισσότερες από μία θέσεις (και όχι μόνο με την παραδοσιακή, όπως είναι συνήθως συνηθισμένη), συνεπώς χρειάζεται οι παίκτες που συμμετέχουν να είναι λειτουργικά ευέλικτοι και προσαρμόσιμοι.[26][27] Αυτό δεν σημαίνει ότι οι παίκτες δεν είχαν βασικές αρχικές θέσεις. Η καινοτομία του Μίχελς, ο οποίος είχε προηγουμένως προτιμήσει το 4–2–4 για το πιο ρευστό 4–3–3 τη δεκαετία του 1970, αναπτύχθηκε στην ομάδα του Άγιαξ και εισήχθη στην ολλανδική εθνική ομάδα τις εβδομάδες πριν από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1974 και ήταν πιο τακτική από τη διαμόρφωση: υψηλή οφσάιντ γραμμή, σε συνδυασμό με αδιάκοπη πίεση.[28][9]
Η επιρροή του Μίχελς στο ποδόσφαιρο επεκτάθηκε πέρα από τα όρια της Ολλανδίας και της Ισπανίας, επηρεάζοντας την ευρύτερη ποδοσφαιρική κοινότητα. Οι προπονητές και οι παίκτες άντλησαν έμπνευση από την προσέγγισή του, αναγνωρίζοντας το βάθος της φιλοσοφίας του.[20] Το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο βρέθηκε αντιμέτωπο με το σύστημα κατενάτσιο που εισήγαγε η Ίντερ στις αρχές της δεκαετίας του 1960 έχοντας μεγάλη επιτυχία, καθώς εξαντλούσε την άκαμπτη αμυντική γραμμή, τραβώντας τους παίκτες από τη θέση τους και δημιουργώντας κενά πίσω από τις γραμμές. Το νέο ολλανδικό σύστημα άλλαξε το παιχνίδι για πάντα ερμηνεύοντας το άθλημα ως προς τη χρήση και τη μετάβαση σε χώρους. Τα συστατικά που εφάρμοσε έχουν μεγάλη επιρροή στην ανάπτυξη του ποδοσφαίρου από τότε, στο σημείο που ο Μίχελς θεωρείται ο «πατέρας» του σύγχρονου ποδοσφαίρου.[29] Έφερε ελπίδα και χαμόγελο στο πρόσωπο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου εισάγοντας ένα ελκυστικό τρόπο παιχνιδιού σε μια εποχή που άρχισε να επικρατεί η αμυντική στειρότητα, αφήνοντάς το ως κληρονομιά στις μεταρρυθμίσεις του συνόλου του αθλήματος τις επόμενες δεκαετίες.[15][30]
Στο επίκεντρο των καλύτερων χρόνων στην ιστορία του Άγιαξ ήταν η απαράμιλλη ικανότητα του Μίχελς στην ανάπτυξη παικτών. Η προσέγγισή του ξεπέρασε την απλή τεχνική κατάρτιση και αφορούσε την καλλιέργεια μιας νοοτροπίας, την ενστάλαξη ενός ήθους για την ομάδα που έδινε προτεραιότητα στη συλλογική επιτυχία έναντι της ατομικής δόξας. [20] Ο Μίχελς βοηθήθηκε από μία σειρά εξαιρετική ομάδα ταλαντούχων παικτών, εμφυσώντας τους την ιδέα ότι ο χώρος του γηπέδου είναι ευμετάβλητος. Μπορεί να μεγαλώσει ή να μικρύνει αναλόγως του πως θέλει να τον χρησιμοποιήσει κανείς.[31] Ο αγαπημένος του παίκτης και του οποίου ήταν ο μέντορας ήταν ο Γιόχαν Κρόιφ, που είχε τις ικανότητες να ενσαρκώνει τις απόψεις του στον τρόπο ανάπτυξης του παιχνιδιού. Ο Κρόιφ ήταν αυτός που εξασφάλισε τη τη διαιώνιση των αντιληψεων και μεθόδων παιχνιδιού στις επόμενες γενιές. [32][33] «Τόσο ως παίκτης όσο και ως προπονητής δεν υπάρχει κανένας που να με δίδαξε τόσα πολλά όσο αυτός», δήλωσε ο Κρόιφ, η αγωνιστική παρουσία του οποίου έκανε το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο συνώνυμο του όμορφου ποδοσφαίρου.[22] Οι δυο τους έχουν εμπνεύσει μια γενιά, ενώ χρησιμοποιούσαν ένα σύστημα που ώθησε τον Άγιαξ σε νέα επιτυχία στη χώρα και στην Ευρώπη. Πάνω απ' όλα, το ποδόσφαιρο ήταν υπέροχο για να το παρακολουθήσετε και η κληρονομιά τους είναι ακόμα αισθητή σήμερα μέσω του Πεπ Γκουαρδιόλα που διευκρίνησε ότι «δεν ήξερε τίποτα για το ποδόσφαιρο πριν συναντήσει τον Κρόιφ».[34][35]
Η FIFA το 1999 τον ανακήρυξε καλύτερο προπονητή του 20ού αιώνα[1] και το 2007 η βρετανική εφημερίδα The Times τον χαρακτήρισε ως τον καλύτερο μεταπολεμικό προπονητή ποδοσφαίρου.[2] Το 2012 ήταν ο πρώτος προπονητής που εισήχθη στο Αίθουσα Φήμης του ποδοσφαίρου (Salón de la Fama del Fútbol) στην Πατσούκα της πολιτείας Ιδάλγο του Μεξικού, εξαιρουμένων αυτών που είχαν διαπρεπή καριέρα ως παίκτες.[36][37] Το 2019 το γαλλικό περιοδικό France Football τον ψήφισε ως κορυφαίο προπονητή όλων των εποχών.[4] Το βραβείο Ρίνους Μίχελς, το οποίο δίδεται στους καλύτερους προπονητές στο ολλανδικό ποδόσφαιρο, ονομάστηκε προς τιμήν του.
Άγιαξ
Άγιαξ
Μπαρτσελόνα
Κολωνία
Εθνική Ολλανδίας